Εχει τον δικό του τρόπο να πορεύεται στο θέατρο ο Δημήτρης Καταλειφός, έναν τρόπο που αντλεί από την πολυετή εμπειρία του και οριοθετείται από την τέχνη του. Εφέτος επιστρέφει στο Studio Μαυρομιχάλη με το «Να ακούς το χιόνι που πέφτει», μια παράσταση βασισμένη στα διηγήματα του Αμερικανού Ρέιμοντ Κάρβερ.

Τι σας τράβηξε στον Κάρβερ;

«Εγώ τον Κάρβερ τον γνώριζα μόνο από τα «Στιγμιότυπα» του Ολτμαν. Μέσα στον κορωνοϊό, που ήμασταν όλοι άπραγοι και δεν ξέραμε τι θα γίνει, η Στέλλα Κρούσκα μού πρότεινε να διασκευάσουμε τα διηγήματά του – τα ανεβάσαμε και παίζουμε μαζί. Επιλέξαμε όσα είχαν θέμα την αγάπη, τον γάμο, την απιστία, τα παιδιά διαλυμένων γάμων, βασισμένα στο κυρίαρχο διήγημά του «Αρχάριοι». Που λέει ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε αρχάριοι στην αγάπη, δεν ξέρουμε αν αγαπάμε, αν αγαπήσαμε. Με συγκίνησε, μαζί με την πολύ ωραία ατμόσφαιρα. Κάποιοι τον αποκαλούν αμερικανό Τσέχοφ».

Πώς βλέπετε την άνθηση της τηλεοπτικής  μυθοπλασίας;

«Σίγουρα η επιτυχία κάποιων σειρών έφερε μια πολύ δυναμική επιστροφή που επαγγελματικά είναι μια καλή λύση, ιδίως για ανθρώπους που δεινοπάθησαν επί κορωνοϊού. Βέβαια αυτό έχει και μια υπερβολή: Δεν ξέρω αν η τηλεόραση αντέχει έναν τόσο μεγάλο αριθμό σειρών. Θα φανεί, όπως και η ποιότητά τους, από το αποτέλεσμα».

Τι θα συμβουλεύατε τους νεότερους;

«Προ δεκαετίας θα έλεγα «παιδιά, προσέξτε πού θα παίξετε, δεν είναι πάντα καλό η τηλεόραση, μπορεί να σε κάψει». Τώρα όμως θα πω ότι η εποχή έχει αλλάξει τρομακτικά, και βλέπεις ότι για να σε πάρουν σε ένα θέατρο είναι σημαντικό διαβατήριο η τηλεόραση. Οι πραγματικά ταλαντούχοι μπορεί κι εκεί να λάμψουν, πάντα με αυτή την τεράστια δυσκολία της τηλεόρασης, τους γρήγορους ρυθμούς και χρόνους. Αν μπορείς να προσαρμοστείς, μπορεί να στραφεί και υπέρ σου».

Γιατί επιλέξατε το «Φλόγα και άνεμος»;

«Επειδή ήταν βιβλίο, είχε ελάχιστα γυρίσματα, τέσσερα όλα κι όλα και μάλιστα το καλοκαίρι που δεν είχαμε θέατρο, και είπα ας το κάνω κι εγώ. Γιατί όταν δεν παίζεις στην τηλεόραση είναι σαν να μην υπάρχεις πια. Προσωπικά ήταν μια ανώδυνη επιλογή, με καλούς ηθοποιούς που μου δημιουργούσαν ευχαρίστηση. Αλλωστε δεν θα έλεγα ότι είχα ιδιαίτερες προτάσεις, δεν είμαι κανένας περιζήτητος».

Σήμερα ποιες είναι οι σκέψεις σας για το #MeToo;

«Οπως ήρθε σαν τσουνάμι ο κορωνοϊός έτσι ήρθε και το #MeToo. Ηταν πολύ φυσικό να γίνει αυτός ο χαμός. Από την άλλη, όπως σε όλα στην Ελλάδα, έχουμε μια τάση προς την υπερβολή, είμαστε Νότιοι, θερμόαιμοι. Σε αυτό το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη – να μην υπάρχουν θύματα, να μην πηγαίνουν στο θέατρο και να καταπιέζονται, και, ναι, πρέπει επιτέλους να λυθεί. Αλλά μέσα σε όλο αυτό υπάρχει μια υπερβολή. Νομίζω ότι ο φυσικός χώρος ήταν, και καλώς έγινε, το δικαστήριο. Εκεί θα λυθούν αυτά τα θέματα, που έχουν σχέση με τα σεξουαλικά. Τώρα για τις συμπεριφορές που δεν αφορούν σεξουαλικά, όπως με τον Κιμούλη, εκεί πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη υπερβολή. Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσουμε την ένταση των προβών ή των παραστάσεων – χωράει πολλή κουβέντα. Και εγώ προσωπικά, σαν ηθοποιός, λυπάμαι πάρα πολύ να μην παίζει ο Γιώργος Κιμούλης στο θέατρο. Θεωρώ αδιανόητο για κάτι μη σεξουαλικό να τιμωρείται κάποιος. Αν είναι ο χειρότερος χαρακτήρας, τότε μην πας να παίξεις μαζί του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα να του επιβάλεις να μην παίζει».

Πώς νιώθετε μέσα στο θεατρικό τοπίο;

«Είναι πολύ δύσκολο απ’ τη μια να έρχεσαι αντιμέτωπος με τον δικό σου προσωπικό χρόνο, είμαι πια 68, κι απ’ την άλλη να σου τυχαίνει αυτό όταν γίνεται η μετάβαση σε μια άλλη εποχή. Η δική μου γενιά βρέθηκε αντιμέτωπη, την τελευταία δεκαετία, με κοσμοϊστορικές αλλαγές – έκρηξη τεχνολογίας και social media, πτώση οποιουδήποτε αριστερού ή υπαρκτού σοσιαλισμού που ονειρευτήκαμε. Τεράστιες αλλαγές και στο θέατρο, στην τέχνη, στην τηλεόραση.

Οπότε έχω κι εγώ, όπως κι άλλοι φαντάζομαι, το ένα πόδι στο παλιό και το άλλο στο καινούργιο. Εχουμε απίστευτα ταλαντούχους νέους ηθοποιούς, πολύ περισσότερο από τη γενιά μου. Αλλά δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτή η «πίεση» ότι πρέπει κάθε φορά να βρίσκεται κάτι καινούργιο σε μια παράσταση – μεγάλη παγίδα. Στα δικά μου χρόνια, σκύβαμε στο κείμενο, προσπαθούσαμε να αντλήσουμε και να πλουτίσουμε από τον συγγραφέα. Τώρα η τάση είναι «τι μου λέει εμένα ο συγγραφέας, θα σας δείξω εγώ». Είναι μια άλλη οπτική που εμένα με αφήνει συχνά σαστισμένο, αδιάφορο, δεν μου αρέσει. Είναι αυτό το μεταίχμιο, που όταν είμαι στις καλές μου σκέφτομαι ότι καλά κάνουν και ψάχνουν να βρουν κάτι καινούργιο. Από την άλλη όμως οδηγούν σε αποτελέσματα που δεν σου λένε τίποτα. Ενα φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου που θέλει να τα γκρεμίσει όλα, να ρίξει μια μουτζούρα σε ό,τι έχει προηγηθεί. Εν πολλοίς είναι λάθος – γιατί έχουν γίνει και πολύ σπουδαία πράγματα. Το καινούργιο χωράει πολύ νερό».

Θέλουν να ξεχωρίσουν;

«Πράγματι. Αυτός ο ναρκισσισμός έχει απλωθεί τρομερά, καλώς ή κακώς, με τα social media. Οι άνθρωποι ζουν μόνον και μόνον φωτογραφιζόμενοι και έτσι λένε «υπάρχω». Αλλαξε το κοινό, αλλάξαμε κι εμείς. Ηταν προτέρημα να είσαι σεμνός. Προσωπικά μου φαίνεται γελοίο να δείξω ότι είμαστε sold out στο Διαδίκτυο. Από την άλλη αν δεν τα κάνεις αυτά, δεν είσαι, υποτίθεται, στο παιχνίδι».

Τελευταίως ζωγραφίζετε, γράφετε ποίηση…

«Η ζωγραφική μου δίνει μια χαρά που τη μοιράζεσαι. Εδώ και δύο χρόνια όταν γράφω ποιήματα είναι η μεγαλύτερη χαρά που παίρνω. Δεν ξέρω πού ήταν κρυμμένο αυτό το απωθημένο. Βγήκαν δύο βιβλία, γλυκάθηκα, το ένα πήρε και βραβείο. Τώρα γράφω ελπίζοντας σε μια τρίτη συλλογή. Ηθελα κάποια στιγμή να μιλάω και με δικά μου λόγια».

Πενήντα χρόνια θέατρο. Ενας απολογισμός;

«Αν μπορούσα να κάνω μια σούμα της κατάστασης που είμαι σήμερα, θα έλεγα δύο πράγματα. Από τη μία είμαι περήφανος, γιατί δούλεψα πολύ κι ό,τι κατόρθωσα το κατόρθωσα χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά. Ταυτόχρονα όμως έχω και μια πίκρα, γιατί δεν εκτιμήθηκε αυτό όσο θα ήθελα, με την έννοια να με φωνάξουν κάπου, από αυτά τα κρατικά, τα εθνικά, τους οργανισμούς. Εδώ και χρόνια δεν έχω την παραμικρή πρόταση από πουθενά. Παίζουν συνέχεια οι ίδιοι άνθρωποι, δεν τους αδικώ. Τελευταία φορά στο Εθνικό ήταν επί Κούρκουλου, το 2005 -έκτοτε κανείς, ούτε Φεστιβάλ ούτε Νιάρχος ούτε Εθνικό ούτε Κρατικό. Αλλά από την άλλη με πεισμώνει και λέω δεν πειράζει, υπάρχουν κι αυτά τα μικρά θέατρα. Η μεγάλη μου χαρά είναι ότι, ευτυχώς, ένα μέρος του κόσμου εδώ και χρόνια στηρίζει τη δουλειά μου. Σ’ αυτή τη χώρα, αν δεν ανήκεις σε μια παρέα, δεν πας μπροστά. Δυστυχώς υπάρχει ακόμα αυτό. Μακάρι να άλλαζε στην καινούργια εποχή, αν και δεν το βλέπω. Αλλά να ανήκεις στον εαυτό σου, αυτό, ναι, είναι ένα κομμάτι περηφάνιας…».

Studio Μαυρομιχάλη: Τετάρτη (20.00), Πέμπτη και Παρασκευή (21.00).