Στο πλαίσιο της σειράς συναυλιών Cosmos του ΚΠΙΣΝ θα δοθεί τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, η συναυλία του Χοσέ Γκονζάλεζ. Ο αργεντίνικης καταγωγής σουηδός τραγουδιστής και τραγουδοποιός έγινε αρχικά γνωστός χάρη στις λιτές, ατμοσφαιρικές του διασκευές σε κομμάτια όπως το «Heartbeats» του ντούο The Knife ή το «Teardrop» των Massive Attack, είναι ιδιαιτέρως αγαπητός στην Ελλάδα, και αυτή τη φορά έρχεται και με νέο άλμπουμ στις αποσκευές του, το «Local Valley», το οποίο κυκλοφόρησε το 2021.
Κύριε Γκονζάλεζ, έχετε έρθει ορισμένες φορές στην Ελλάδα. Τι θυμάστε από τις επισκέψεις σας στη χώρα μας;
«Η Ελλάδα και η Ιταλία είναι δύο χώρες που δεν μπαίνουν πάντα στο πρόγραμμα των περιοδειών μου γιατί είναι λίγο πιο δύσκολο το να φτάσεις εκεί από τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη. Θυμάμαι όμως ότι ειδικά την πρώτη φορά που ήρθα στη χώρα σας είχα εντυπωσιαστεί πολύ περπατώντας στην πόλη, μου άρεσε ιδιαιτέρως το φαγητό, μου άρεσαν οι άνθρωποι και υπάρχει μια ατμόσφαιρα που μου θυμίζει τη Λατινική Αμερική από όπου και κατάγομαι. Είναι ωστόσο πάντα σύντομες οι επισκέψεις μου και ελπίζω να καταφέρω να έρθω κάποια στιγμή για πιο πολύ καιρό».
Πείτε μου λίγα λόγια για την τελευταία δισκογραφική δουλειά σας, το «Local Valley».
«Δούλεψα πάνω σε αυτόν τον δίσκο με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που χρησιμοποίησα και στα άλλα τρία άλμπουμ μου, με κιθάρα και φωνή δηλαδή. Πάντα αρχίζω με τη μουσική και μετά γράφω τους στίχους. Αυτή τη φορά ωστόσο στο μέσον περίπου της διαδικασίας, όταν είχα έτοιμα έξι τραγούδια, ένιωσα την ανάγκη να πειραματιστώ και να παίξω με τον ήχο και τα όργανα. Νομίζω ότι με έχει εμπνεύσει η πατρότητα διότι παίζω για ώρες με τα παιδιά μου, και αυτό με έχει κάνει πιο δημιουργικό, νομίζω ότι πλέον δείχνω πιο πολλές πλευρές του εαυτού μου ακόμη και στους στίχους μου που φανερώνουν την ουμανιστική φιλοσοφία μου χωρίς, ελπίζω, να γίνομαι διδακτικός ή γλυκερός. Είμαι πολύ χαρούμενος με το αποτέλεσμα, διαθέτει μια ποικιλομορφία που έχει καταστήσει τις συναυλίες μου πιο διασκεδαστικές ακόμη και για μένα τον ίδιο».
Υπάρχει πράγματι ποικιλομορφία στο άλμπουμ, χρησιμοποιείτε μάλιστα τρεις διαφορετικές γλώσσες, αγγλικά, σουηδικά και ισπανικά. Πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι ενώ σήμερα είμαστε πιο συνδεδεμένοι από ποτέ με τον υπόλοιπο κόσμο, οι κοινωνίες μας επιδεικνύουν συχνά ξενοφοβικά αντανακλαστικά;
«Πράγματι, είμαστε σίγουρα πιο εκτεθειμένοι σε άλλες κουλτούρες είτε μέσα από τις πλατφόρμες streaming είτε μέσα από τη δυνατότητα που έχουμε να ταξιδεύουμε πιο πολύ και να επικοινωνούμε χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με προβληματίζει και με θλίβει η άνοδος του εθνικισμού σε πολλές χώρες, πιστεύω ότι μπορείς να διατηρείς τα ήθη και τα έθιμά σου όντας εξωστρεφής και ανοιχτός σε ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα. Κατανοώ το ότι κάποια πολιτισμικά χαρακτηριστικά των άλλων μπορεί να μοιάζουν απειλητικά σε μερικούς και να τους οδηγούν στην προσπάθεια να προστατεύσουν την κουλτούρα τους. Ακόμη και στον δίσκο μου όμως κάνω αναφορά στα παγκόσμια προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα συλλογικά και θα προτιμούσα να μιλάμε για αυτά. Εχω επηρεαστεί από το κίνημα του αποτελεσματικού αλτρουισμού και ψάχνοντας τις καλύτερες λύσεις για ορισμένα ζητήματα βλέπω πως συχνά η απάντηση είναι η συνεργασία, το πραγματιστικό πνεύμα, η εμπιστοσύνη προς τα εμπειρικά δεδομένα και την επιστήμη».
Είστε, ωστόσο, αισιόδοξος ή απαισιόδοξος;
«Μου αρέσει κάτι που έλεγε ο σουηδός στατιστικολόγος Χανς Ρόσλινγκ ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του possibilist, κάποιον που εξετάζει όλες τις πιθανότητες δηλαδή. Είμαι όμως και ένας άνθρωπος που δεν χάνει την ελπίδα του και παραμένει αισιόδοξος για το μέλλον».
Τι μουσική έχετε ακούσει πιο πολύ τον τελευταίο καιρό;
«Τελευταία ακούω πολλά audiobooks, υπάρχει σοβαρός ανταγωνισμός με τη μουσική. Εχω τη λίστα που βάζω όταν τρέχω, εκεί υπάρχουν σίγουρα κομμάτια του Κέρτις Μέιφιλντ ή παλιά σόουλ σχήματα όπως οι Four Tops. O Oritse Femi από τη Νιγηρία είναι μια πρόσφατη ανακάλυψή μου. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας πήγαινα σε ένα πάρκο για τζόκινγκ όπου υπήρχε ένα ηχείο με το οποίο μπορούσε οποιοσδήποτε να συνδεθεί και να παίξει τα αγαπημένα του τραγούδια. Ακούγονταν συχνά κομμάτια από αφρικανούς καλλιτέχνες, έτσι τον έμαθα».
Οσον αφορά τα ηχητικά βιβλία που μου αναφέρατε;
«Συνήθως εξερευνώ κάποιο συγκεκριμένο θέμα, τελευταία ασχολούμαι με την παγκόσμια ενέργεια και ακούω τα βιβλία του Βάκλαβ Σμιλ».
Γίνατε αρχικά γνωστός χάρη στις διασκευές που κάνατε σε γνωστά κομμάτια, κάτι που μοιάζει να μη σας ενδιαφέρει πια τόσο.
«Στις ζωντανές εμφανίσεις μου απολαμβάνω να ερμηνεύω ζωντανά κάποια από τα αγαπημένα μου τραγούδια, όπως το «Blackbird» των Beatles, το «Let’s Stay Together» του Αλ Γκριν ή το «Cello Song» του Νικ Ντρέικ. Οι διασκευές που έβαζα στα άλμπουμ είχαν άλλη λογική. Υπήρχε η ανάγκη να επιλέξω κάτι αναπάντεχο, όπως ένα κομμάτι της Κάιλι Μινόγκ ή των Massive Attack. Τώρα με ενδιαφέρει να περάσουμε καλά παρέα με το κοινό».
Αποτίνοντας παράλληλα φόρο τιμής στους καλλιτέχνες που σας καθόρισαν με το έργο τους. Ποιους άλλους θα βάζατε σε αυτή τη λίστα;
«Σίγουρα τον Σίλβιο Ροντρίγκες, τη Μερσέντες Σόσα, τον Καετάνο Βελόσο, τον Ζοάο Ζιλμπέρτο… Και τον Πολ Σάιμον φυσικά».