«Εάν έχω φανταστεί τη ζωή μου εκτός θεάτρου; Είναι το μόνο πράγμα που δεν θέλω να φανταστώ. Εάν εγκαταλείψω το σανίδι, θα πει ότι εγκαταλείπω τον εαυτό μου, ότι τελείωσα, ανεξαρτήτως εάν βρω άλλο αποκούμπι. Μου δόθηκε ένα δώρο: να μπορώ να εργάζομαι στη σκηνή λες και είμαι 40 ετών» μου λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου με εκείνη τη βαθιά φωνή του. Πρόκειται για έναν από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς αυτού του φαινομένου που συνηθίζουμε να αποκαλούμε εν συντομία «παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος». Δεν έκανε πλήθος ταινιών. Οι σχετικά λίγες όμως που άφησε πίσω του ήταν διαμάντια.

Με ένα παίξιμο εσωτερικό, πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, ο Κωνσταντίνου δεν έμοιαζε ποτέ να εκβιάζει το γέλιο του θεατή, έπαιζε με τις στιγμές, με τις θερμοκρασίες της κωμωδίας, με τις παύσεις του. Η εικόνα του ως αγχωμένου, άφραγκου φοιτητή να παραγγέλνει προφιτερόλ στην ταινία «Χτυποκάρδια στο θρανίο», ο αρχετυπικός γκρινιάρης Αντωνάκης που παίρνει το καπελάκι του και αποχωρεί στην ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», ο «τρικυμία εν κρανίω» νιόπαντρος Πέτρος στην ταινία «Γάμος α λα ελληνικά» αποτυπώθηκαν στο συλλογικό ασυνείδητο. Υστερα ήρθε η μικρή οθόνη. Με μια μικρή κάμερα εκείνος πρώτος ξεκίνησε να γυρνά κωμικά σίριαλ, διάρκειας ενός τετάρτου, και ακολούθησαν οι τηλεοπτικές σειρές που δημιούργησε, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο. Ισως γιατί ο Γιώργος Κωνσταντίνου δεν έχασε ποτέ τη δημιουργική του περιέργεια.

Αυτό το καλοκαίρι συναντά στη σκηνή τον Αλέξανδρο Ρήγα, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία στο έργο του Κώστα Μουρσελά «Εκείνος και εκείνος». Πρόκειται για ένα έργο που γεννήθηκε ως σειρά αποτελώντας το απόλυτο τηλεοπτικό must στη δεκαετία του 1970, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Δημιουργήθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ όταν στα χρόνια της δικτατορίας ο Βασίλης Διαμαντόπουλος πρότεινε στον Μουρσελά να γράψει κάτι που «θα πρόβαλλε αντίσταση, χωρίς όμως να μας βάλουν μέσα».

«Πολύ ψαγμένο κείμενο»

«Με τον Αλέξανδρο Ρήγα είχαμε συνεργαστεί στις «Eκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη το 2018, τηλεοπτικά στο «Kόκκινο δωμάτιο» και τώρα βρεθήκαμε ξανά με αυτό το έργο που ήθελε πολύ να το ανεβάσει» αναφέρει ο Γιώργος Κωνσταντίνου. «Πρόκειται για ένα πολύ ψαγμένο κείμενο, από τα καλύτερα του Μουρσελά κατά τη γνώμη μου. Το νόημα είναι συμπυκνωμένο και την ίδια στιγμή απέραντο. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, ο Λουκάς και ο Σόλων, αυτοί οι άστεγοι αντιεξουσιαστές, δεν έχουν καμία σχέση με την αστική κοινωνικότητα. Είναι δύο «σοφοί» έξω από τα στερεότυπα, δύο αντισυμβατικοί αλήτες που θέτουν ερωτήματα και προβληματισμούς που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, αλλά και λύσεις που επίσης κανείς δεν μπορεί να συλλάβει» επισημαίνει.

Μοιάζουν λοιπόν με ήρωες του Μπέκετ; «Νομίζω είναι πολύ περισσότερο στα καθ’ ημάς» απαντά. «Είναι δύο άνθρωποι που σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται και έτσι γεννάται πολύ γέλιο. Στις ημέρες μας θα θεωρούνταν τουλάχιστον τρελοί. Για παράδειγμα, ο Λούκας, τον οποίο και ερμηνεύω, είναι εναντίον της εργασίας. Πιστεύει ότι ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να την αρνείται και αντί αυτής να στοχάζεται, να χορεύει στη βροχή, να ερωτεύεται».

«Εσείς σκέφτεστε ποτέ σαν τον ήρωά σας;» τον ρωτώ. «Δυστυχώς κάνω το αντίθετο. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ για πάνω από 60 χρόνια. Αν και εμένα μου αρέσουν τα όνειρα. Οχι, όμως, τα όνειρα της τεμπελιάς. Δεν ονειρεύομαι παράδεισους γεμάτους πολυθρόνες για να ξαπλώνω. Από παιδί όμως είχα μια αχαλίνωτη φαντασία. Μάζευα τα παιδιά της γειτονιάς και τους έλεγα ιστορίες. Το παρατσούκλι μου ήταν «Ο φαντασίας»».

Κατάδυση στο θέατρο

«Αγχος να γίνετε πρωταγωνιστής είχατε;» τον ρωτώ. «Κανένα. Τα πράγματα οδηγήθηκαν από μόνα τους. Ημουν άνθρωπος χαμηλών τόνων, προσαρμοζόμουν εύκολα. Oταν είσαι παιδί της Κατοχής, μαθαίνεις να αποδέχεσαι τα πράγματα όπως έρχονται. Αλλωστε, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Μολονότι η μάνα μου με έπαιρνε μαζί της τότε στα μπουλούκια που έπαιζε και επειδή ήμουν και ψηλό παιδί, μπορεί να έλεγα και δυο κουβέντες. Ομως δεν το είχα φανταστεί ποτέ. Περίεργο δεν είναι; Και ξαφνικά μια μέρα η μητέρα μου μού λέει «θέλεις να γίνεις ηθοποιός;». Της απάντησα «ναι». Πέρασα στο Θέατρο Τέχνης. Και εκεί μορφώθηκα. Ηταν σαν να βρέθηκα ξαφνικά από το Δημοτικό στο Πανεπιστήμιο. Ο Κουν ήταν μέντορας».

«Αλήθεια, έχετε φλερτάρει ποτέ με την έπαρση;» τον ρωτώ. «Μιλάτε σε έναν εχθρό της έπαρσης. Αφού μετά το τέλος μιας παράστασης, αν μου πει κάποιος ότι είμαι καλός, κοκκινίζω. Αισθάνομαι άβολα. Μακάρι να μπορούσα να φύγω από την πίσω πόρτα και να πάω σπίτι μου» λέει. Δεν ένιωσε λοιπόν ποτέ σταρ; «Μα δεν υπήρξα. Σταρ ήταν τότε ο Μπάρκουλης, ο Αλεξανδράκης, η Βουγιουκλάκη, ο Ξανθόπουλος. Εγώ δεν βίωσα τέτοιους θαυμασμούς» αναφέρει.

Ο συγγραφέας μέσα του

Η άλλη πλευρά της ζωής του είναι η συγγραφή. «Εχω γράψει θεατρικά έργα, σίριαλ, ταινίες, βιβλία. Η συγγραφή είναι το αποκούμπι μου» εξομολογείται. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο «Παραλήρημα» από τις εκδόσεις Υδροπλάνο. «Ξέρετε, οι άνθρωποι έχουμε μια λειτουργία να σβήνουμε από τη μνήμη μας τα δυσάρεστα» εξηγεί. «Πεντακόσιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν πνιγεί το πρωί, αλλά εμείς το βράδυ θα πάμε να φάμε στην ταβέρνα. Δεν μας νοιάζει ο πόνος του φτωχού, της πόρνης, του αστέγου. Ετσι ήταν και ο συγγραφέας του «Παραληρήματος». Αντίθετα όμως με τους ανθρώπους του μεγάλου κανόνα που εξαφανίζουν από μέσα τους τα δυσάρεστα, σε εκείνον ξεσπούν κάποια στιγμή όλα αυτά που πνίγει μέσα του. Ξεσπούν όχι συνειδητά, αλλά ασυνείδητα, σαν παραλήρημα. Και ξεκινούν οι ερωτήσεις: Γιατί ο άνθρωπος, αντί να καλλιεργήσει την αγάπη, την ειρήνη, την ευτυχία, έσπειρε και φύτεψε, καλλιέργησε τον πόνο, την οδύνη, την καταστροφή και τη δυστυχία;».

Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Κωνσταντίνου με τίτλο «Παραλήρημα».

«Γράφετε σε ένα σημείο του βιβλίου ότι «η δικαιοσύνη έχει μετακομίσει από αυτή τη χώρα»» παρατηρώ. «Το πιστεύω. Δεν μιλώ για τη δικαιοσύνη των δικαστηρίων, αλλά τη δικαιοσύνη των ανθρώπων» απαντά. «Λυπάμαι που μιλάω έτσι για τη χώρα μου, αλλά αυτό συμβαίνει εδώ κατά κόρον. Εξω το σύστημα, εάν είσαι ταλαντούχος, θα σε δικαιώσει γιατί θα βγάλει κέρδος από εσένα. Εδώ ούτε αυτό τους ενδιαφέρει».

Εχει νιώσει ποτέ την αδικία στο πετσί του λοιπόν; «Στις αρχές, ναι. Για παράδειγμα, απορρίφθηκα από τη Δραματική του Εθνικού Θεάτρου ως ατάλαντος. Γενικά όμως η ζωή μού φέρθηκε καλά. Δικαιώθηκα από τον κόσμο, από τους συναδέλφους. Ελαβα και λαμβάνω πολλή αγάπη».

«Εκείνος και εκείνος»: Στις 24/7 στο Κηποθέατρο Παπάγου, στις 25/7 στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά. Ακολουθεί περιοδεία σε θέατρα της Αττικής και πόλεις της Ελλάδας.