Στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, στο τέλος του έργου, αποκαλύπτεται για σύντομο διάστημα ο Προμηθέας (σεσημασμένος φίλος της ανθρωπότητας) και ενημερώνει τον Πεισθέταιρο για την οργή και την απόγνωση στην οποία έχει περιέλθει ο Δίας μετά το χτίσιμο της Νεφελοκοκκυγίας, αυτής της εναέριας πολιτείας των πουλιών μεταξύ ουρανού και γης, η οποία εμποδίζει την ομαλή διέλευση της θυσιαστικής τσίκνας προς τους συνηθισμένους παραλήπτες της, τους θεούς. Ο Προμηθέας συμβουλεύει (στρατηγικά, θα λέγαμε) τον Πεισθέταιρο, του λέει τι πρέπει να προσέξει (καθώς επίκειται η εμφάνιση επιφανών πρεσβευτών) ώστε να έχει ευτυχή έκβαση το όλο εγχείρημα που εμπνεύστηκε.
Ο Προμηθέας γοητεύει ως ήρωας τον Αρη Μπινιάρη, διότι εκτός από το ανέβασμα της γνωστής τραγωδίας του Αισχύλου έχει επίσης εισχωρήσει στον μύθο του, πιο πρόσφατα, μέσα από μια δική του σημερινή (κειμενική και δραματουργική) προσέγγιση. Αν μη τι άλλο, έχει ενδιαφέρον που, ακόμα και ως σύμπτωση, ο Προμηθέας κάνει ένα σύντομο πέρασμα και από την πρώτη αρχαία κωμωδία που σκηνοθετεί ο ίδιος. Η παράσταση «Ορνιθες» θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα εφέτος τον Ιούλιο και αποτελεί μέρος του φεστιβαλικού προγράμματος τον Αύγουστο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
«Το Βήμα» συνάντησε τον Μπινιάρη τις προάλλες, πριν από την πρόβα, και είχε μια εκτενέστατη συνομιλία μαζί του. «Ηθελα από παλιά να καταπιαστώ με αυτό το έργο. Μου αρέσει πολύ ο Αριστοφάνης και ειδικά οι «Oρνιθες». Δεν με συναρπάζει μόνο το περιεχόμενο μα και η μορφή τους. Είναι σαν να σπάει το έργο στα δύο ή σαν κάποιος να πατά έναν διακόπτη. Μέχρις ενός σημείου επικρατεί μια ατμόσφαιρα και ύστερα ανατρέπεται για να κυριαρχήσει μια άλλη. Είχα μεγάλη ανάγκη, συνειδητή ανάγκη, να κάνω κάτι τέτοιο μετά από τόσες θεατρικές δουλειές που διερεύνησαν τον ολοκληρωτισμό και πολύπλευρα δυστοπικά περιβάλλοντα, από τη «Φάρμα των ζώων» του Οργουελ και τον «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ μέχρι το «Σαλό» του Παζολίνι. Οι «Ορνιθες» σηματοδοτούν μια μεταβατική μου φάση και έχουν έρθει τη σωστή ώρα…» μας είπε.
Θα μπορούσαμε να πούμε επομένως, του επισημάναμε, ότι ιδίως με τους «Ορνιθες» επιχειρεί ένα πλησίασμα του αντιθέτου, της ουτοπίας. «Από τη δυστοπία στην ουτοπία… Ναι, μάλλον είναι κι έτσι. Σπεύδω όμως να διευκρινίσω ότι, γενικώς, είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν λέω ότι η κατάσταση είναι καλή ή ότι θα πάει καλά, κοιτάζω με ρεαλισμό την πραγματικότητα γύρω μου. Λέω απλώς ότι δεν πιστεύω σε αδιέξοδα (ή ότι πιστεύω στις διεξόδους). Από αυτή τη θέση κοιτάζω και νομίζω πως, ασχέτως των αποτελεσμάτων, μια τέτοια θέση ανακαθορίζει τη διάθεσή σου, σε βάζει σε έναν διαφορετικό διάλογο με τον κόσμο και σε βοηθά να αντιμετωπίζεις διαφορετικά τις κρίσεις που ενσκήπτουν.
»Η ενασχόληση με τη σκιά, η ανίχνευσή της μέσω της τέχνης, είναι μια γόνιμη διαδικασία. Υπάρχουν καρποί στο τέλος αυτών των διαδρομών, για τους θεατές των παραστάσεων, για τους συντελεστές, για εμένα τον ίδιο. Οταν, λοιπόν, βυθίζεσαι στη δυστοπία δεν το κάνεις επειδή είσαι, απαραιτήτως, απαισιόδοξος ή μηδενιστής. Αντιθέτως, υποψιάζομαι ότι το κάνεις στην τέχνη με την ελπίδα ότι, στην αυθεντική ζωή, μπορείς να απομακρυνθείς από αυτήν, το κάνεις, τρόπον τινά, για να ξορκίσεις τη δυστοπία» τόνισε ο Μπινιάρης.
Ο Πεισθέταιρος, ο Ευελπίδης και τα πουλιά
Αραγε ποια είναι η ξεχωριστή ποιότητα που διακρίνει στους «Ορνιθες», πώς βλέπει τους δύο συντρόφους, τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη (ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Γιώργος Χρυσοστόμου, αντιστοίχως) οι οποίοι εγκαταλείπουν την Αθήνα για βρουν την ευδαιμονία; «Είναι πολλά προφανώς, αλλά θα συμπυκνώσω τη δική μας ανάγνωση του έργου με τη λέξη «πέταγμα». Αφενός, θέλουμε οι θεατές να είναι σε συνεχή επαφή με την αλληγορική υφή του κειμένου (και να είχαμε τη δυνατότητα κυριολεκτικά να πετάξουμε, δεν θα το επιλέγαμε).
»Αφετέρου, θέλουμε να εστιάσουν σε αυτούς τους δύο ανθρώπους που είναι στα χαμένα, οι οποίοι φεύγουν από μια πόλη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (διαφθορά και παρακμή) και, επειδή ακριβώς βιώνουν έναν ψυχικό κορεσμό, αναζητούν μια άλλη πόλη, δηλαδή μια άλλη ζωή. Τα συνεργαζόμενα πουλιά στο έργο συντρέχουν αυτούς τους δύο ανθρώπους σε μια επανατοποθέτησή τους στον χώρο και στον χρόνο, τους υποστηρίζουν να διευρύνουν και να αναθεωρήσουν την οπτική τους, να ανακαλύψουν και συντονιστούν με έναν νέο βηματισμό. Και κάθε νέος βηματισμός εμπεριέχει τα πάντα, λαχτάρα και ενθουσιασμό, αγωνία και φόβο…» συνέχισε ο Μπινιάρης.
Η αλλαγή, λοιπόν. Να ένα κρίσιμο ζήτημα, η αλλαγή σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. «Κάθε αλλαγή, έχει ορισμένες προϋποθέσεις, μας υπενθυμίζει ο Αριστοφάνης. Τι χρειάζεται να κάνουμε για να καταφέρουμε να «πετάξουμε», τι πρέπει να απεκδυθούμε, τι μας βαραίνει και τι πρέπει να αφήσουμε πίσω για να προχωρήσουμε; Πριν από το «πέταγμα», ανεξαρτήτως αν αυτό θα έχει αίσια έκβαση μετά, το υπογραμμίζω αυτό, προηγείται μια συνθήκη «μετεωρισμού», αβεβαιότητας αλλά και επαναπροσδιορισμού και αναστοχασμού, στην οποία συνυπάρχουν ο τρόμος και η επιθυμία.
»Πρόκειται για ένα «ανάμεσα» στo οποίο οφείλουμε να μπούμε αν όντως θέλουμε να ψάξουμε ένα νέο σώμα, μια νέα φωνή, τη νέα εκείνη συνειδητοποίηση που θα μας οδηγήσει κατόπιν στο «πέταγμα». Χωρίς εκείνη, δεν γίνεται. Αυτό είναι το κρίσιμο, για μένα. Να αναγνωρίσουμε την αξία του «μετεωρισμού». Tώρα, πού θα καταλήξει όλο αυτό, είναι μια άλλη υπόθεση» συμπλήρωσε.
Τα πουλιά είναι, ασφαλώς, μια διαχρονική παραπομπή και στην έννοια της ελευθερίας. «Βέβαια, κι αυτό που υπάρχει στο κείμενο, ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί λάτρευαν τα πουλιά ως θεότητες, ισχύει απολύτως. Προέκυψε και από τη δική μας έρευνα. Προσωπικά, το βρίσκω πολύ συγκινητικό αυτό. Γιατί είναι αλήθεια, όταν ο άνθρωπος έρχεται πιο κοντά στη φύση – σε όλες τις εκφάνσεις της – μπορεί να αντιληφθεί και αισθανθεί καλύτερα την οικουμενικότητα της ύπαρξής του. Οι άνθρωποι δεν είμαστε το επίκεντρο. Η ίδια μας η φύση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση καθαυτή και τη φύση των πραγμάτων που συγκροτούν τον κόσμο μας».
Στη σκηνή ωστόσο, τι πρόκειται να δούμε, σε αδρές γραμμές; «Ο Αριστοφάνης φαίνεται ότι είχε ασπαστεί τον ορφισμό και αυτή η διάσταση μετασχηματίζεται κάπως και σε φιλοσοφικό υπόστρωμα της παράστασης που ετοιμάζουμε, την οποία θα χαρακτήριζα μυστηριακή και μυσταγωγική. Εχουμε αντλήσει από την ορφική λατρεία τα στοιχεία της τελετουργίας και της μεταμόρφωσης και τα έχουμε μπολιάσει στην προσέγγισή μας, στον λόγο, στην όψη της, στην κίνησή της, στη μουσική της. Εχουμε διατηρήσει ακέραιο τον μύθο αλλά έχουμε κάνει μια έντονη διασκευή του κειμένου, αναπόφευκτη επί της αρχής αλλά και λειτουργική για τα δικά μας δεδομένα, δίχως όμως «επικαιροποιήσεις».
»Βασιζόμαστε στα αρχέτυπα και στους συμβολισμούς. Ο Αριστοφάνης έχει φτιάξει στους «Ορνιθες» μια ονειροφαντασία, δεν το ξεχνάμε αυτό, έχει το έργο μια εγγενή και στροβιλιζόμενη ελαφράδα, αν προτιμάτε, και σκοπός μας είναι να την αποδώσουμε τηρουμένων των αναλογιών» εξήγησε ο Μπινιάρης, προσθέτοντας ότι «η αισθητική μείξη του αρχέγονου και του σύγχρονου» ταιριάζει «στις δυναμικές που αναπτύσσονται» και μέσα στο έργο και στην επερχόμενη παράσταση.
Ο βαθύτερος στόχος
Πώς όμως, συγχρωτιζόμενος με το αριστοφανικό σύμπαν, καταλαβαίνει ο ίδιος την κωμωδία; «Ο Αριστοφάνης έκανε πολιτικά έργα που χρησιμοποιούσαν τη φόρμα της κωμωδίας ως εργαλείο. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο μέσα από το δικό μου πρίσμα, μέσα κυρίως από τη ροή και τον ρυθμό της παράστασης. Δεν με ενδιαφέρει τόσο να ξεκαρδιστεί ο κόσμος στα γέλια, με νοιάζει να ακούσει τον λόγο ασφαλώς, αλλά πρωτίστως να εμπλακεί, να αφεθεί σε συνειρμούς και να παρασυρθεί από όσα η κωμωδία μπορεί να μας χαρίσει, την ευφυΐα της και την ανατρεπτικότητά της, τον αναπάντεχο αιφνιδιασμό που γεννά τον προβληματισμό» μας απάντησε ο Μπινιάρης. Υστερα σιώπησε, σκέφτηκε και επανήλθε.
«Στους «Ορνιθες» o Αριστοφάνης συνθέτει μια μαγική αλληγορία για κάτι που όντως μας αφορά υπαρξιακά, ατομικά και συλλογικά. Και μολονότι σε αυτό το παραμύθι περιγράφει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, υποδεικνύει συνάμα κάτι πολύ πραγματικό, πολύ ρεαλιστικό, πάρα πολύ ανθρώπινο, που όχι μόνο συμβαίνει αλλά συμβαίνει και συχνά στις ζωές μας. Δεν ξέρω αν είναι, εν τέλει, ένα έργο για την ουτοπία οι «Ορνιθες». Μήπως όμως είναι περισσότερο ένα έργο για το εδώ και το τώρα;
»Λοιπόν, το ωραίο είναι ότι ο Αριστοφάνης δεν μας μιλάει για κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, μας μιλάει ακριβώς για κάτι που θα μπορούσε να συμβεί ή μάλλον, καλύτερα, διανοίγει την προοπτική για κάτι που μπορεί να συμβεί, κι αυτό είναι το κεφαλαιώδες, ότι μέσα από έναν επινοημένο, φανταστικό κόσμο στρέφει την προσοχή μας σε κάτι απολύτως γειωμένο και ενισχύει τουλάχιστον την πεποίθησή μας ότι δεν είναι όλα τελειωμένα. Λέω πεποίθηση και όχι πίστη, γιατί η πίστη είναι κάτι απείρως πιο περίπλοκο αλλά και πολυφορεμένο. Κοντολογίς, προτιμώ κι εγώ να βλέπω μια βούληση που κινητοποιείται».
«Φίλε, δεν είμαι καλά»
Στην εκδοχή του Μπινιάρη, ο Ευελπίδης είναι ένας ήρωας που δεν εξαφανίζεται στη μέση του έργου. Η παρουσία του είναι αδιάλειπτη, ως το αμφίσημο τέλος. Γιατί;
«Είναι μια ιδέα απλή που όμως, όταν τη συλλογίζομαι, με ανατριχιάζει. Είναι το να μη θέλεις να είσαι μόνος σου. Κάτι σου συμβαίνει στη ζωή, σε όλους έχει συμβεί ή θα συμβεί, κάτι χάνεις, κάποιον χάνεις ή χάνεσαι εσύ ο ίδιος. Η ύπαρξη ενός ανθρώπου, έστω και ενός, πάντοτε σου ζεσταίνει την καρδιά. Για να το πω και κάπως καταχρηστικά, με σημερινούς όρους, όταν όλα καταρρέουν, να μπορείς να πάρεις ένα τηλέφωνο, να πεις «φίλε, δεν είμαι καλά, έλα εδώ, δεν θέλω σε αυτό να είμαι μόνος μου». Κάπως έτσι κρατήσαμε τον Ευελπίδη. Για να δείξουμε ότι, τη στιγμή που συντελείται μια αλλαγή, ειδικά μια δύσκολη ή επίπονη αλλαγή για έναν άνθρωπο, έχει μια ομορφιά και μια τρυφεράδα να είναι δίπλα του ένας άλλος άνθρωπος, ναι, έστω και ένας».
Κατά τα λοιπά, ο Μπινιάρης, ένας αεικίνητος και παραγωγικότατος καλλιτέχνης, ανυπομονεί να βρίσκει «χρόνο για εμένα και τα παιδιά μου» και δεν σταματά να προσπαθεί.
INFO «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη. Πρεμιέρα: Παρασκευή 12 & Σάββατο 13 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (Καβάλα). Στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, Παρασκευή 9 & Σάββατο 10 Αυγούστου.