Μια ζωή θέατρο: Οσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, στην περίπτωση του Σταμάτη Φασουλή αυτή η φράση συμπυκνώνει πολλά (όλα;). Μοιρασμένος ανάμεσα σε έργα, παραστάσεις, ηθοποιούς, μεταφράσεις, σκηνοθεσίες, ποίηση, στίχους, χωρίς να χάνει ποτέ την επαφή του με ό,τι συμβαίνει γύρω μας, κάνει τη δουλειά του.
Ενώ τρέχουν ήδη δύο σκηνοθεσίες του («Οι μάγισσες της Σμύρνης», «Τζάσμιν») και το «Αrt» παίζεται στη δική του μετάφραση (Μικρό Παλλάς), ο ίδιος ετοιμάζεται για πρεμιέρα. Ερμηνεύει τον Συμβολαιογράφο στη θεατρική μεταφορά του έργου του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Και έπειτα από δύο σεζόν ανεβαίνει στη σκηνή.
Επιστρέφετε στο σανίδι λόγω έργου, ρόλου ή ανάγκης;
«Και τα τρία. Αλλά ο ρόλος του συμβολαιογράφου μέτρησε πάνω απ’ όλα. Εχω αποφασίσει να μην παίζω τίποτα που δεν με ενδιαφέρει. Μπορώ να κάνω άνετα τον επαγγελματία σκηνοθέτη και να αναδείξω ένα έργο ακόμη κι αν δεν μου αρέσει, να το κάνω να λάμπει, να βάλω το γούστο μου. Μπορώ να σώσω ένα έργο, δεν μπορώ να σώσω έναν ρόλο».
Τι σας κάνει να το λέτε αυτό;
«Είμαι σε μια ηλικία που δεν θέλω να αναλώνομαι σε καθημερινή βάση. Το θέατρο θέλει κι ένα νιάτο, όχι γιατί είσαι νέος και αντέχεις, αλλά γιατί καταθέτεις ένσημα καλλιτεχνικά. Η σκηνή είναι μεγάλο σχολείο. Ως τα 45-50 το μαθαίνεις το θέατρο. Μετά, όταν θέλεις να το κάνεις, το έχεις αγαπήσει πάρα πολύ για να το σπαταλάς. Η βασική εκπαίδευση θέλει είκοσι χρόνια. Για να ξέρει το σώμα τη θέση του στον σκηνικό χώρο, πώς να αντιδρά και, πάνω απ’ όλα, πώς να ξαναγεννάς την αλήθεια κάθε βράδυ, σαν να είναι η πρώτη φορά. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, απαιτεί ένσημα.
Τώρα μου είναι αδύνατον να παίζω πάνω από 4-5 φορές εβδομαδιαίως. Θα κοροϊδεύω. Το έλεγε ο Χορν αυτό και δεν το καταλάβαινα. Ενα βράδυ βγήκε και το είπε στο κοινό. «Σήμερα σας κορόιδεψα γιατί ήμουν πολύ κουρασμένος». Πήρε βέβαια τριπλό χειροκρότημα».
Στο θέατρο μπορείς να κοροϊδέψεις χωρίς να γίνεις αντιληπτός;
«Νομίζω όχι, αλλά μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Επαιζα στο «Σμαρούλα» το ’81. Είναι Κυριακή, έχω απογευματινή. Στην πλάτη τού «Σμαρούλα», στο ρετιρέ, έμενε η μητέρα μου με τον πατέρα μου. Εκείνη την Κυριακή, στις έντεκα το πρωί είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Εγώ στις έξι είχα παράσταση, επιθεώρηση. Επαιζα εντελώς μηχανικά. Αναπαρήγαγα εκείνη τη στιγμή το ηχητικό και κινησιολογικό μέρος του κειμένου. Ηξερα ότι πίσω από την πλάτη μου η μητέρα μου κλαίει και ο πατέρας μου είναι στο ψυγείο… Η έκπληξή μου ήταν τέτοια, σχεδόν ταράχτηκα, γιατί ενώ εγώ ήμουν αλλού, τα γέλια ήταν τα ίδια. Εκεί άρχισαν πολλά πράγματα να τρίζουν μέσα μου. Μάλλον είμαστε ονειροπόλοι. Υπάρχει και μια κοροϊδία. Από την άλλη, σκέφτηκα ότι είχε φτιαχτεί ένα τέτοιο εξωτερικό οικοδόμημα που έπειθε και για το εσωτερικό του. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήμουν και τόσο καλός ηθοποιός, αλλά ήμουν καλός τεχνίτης».
Και ποια είναι η διαφορά;
«Ο τεχνίτης αναπαράγει, ο δημιουργός γεννάει κάθε βράδυ».
Η εμπειρία το βελτιώνει…
«Ναι, πολύ. Οχι αν το κάνεις επάγγελμα. Εγώ άργησα να καταλάβω το θέατρο που κάνω σήμερα, ερμηνευτικά. Με βοήθησε πάρα πολύ μια κωμωδία που έκανε ο Λευτέρης (σ.σ.: Βογιατζής), οι «Αγροίκοι». Kατάλαβα ότι η κωμωδία μπορεί να παίζεται και αλλιώς. Και μετά του Μπαντή ο «Σωσμένος» και η «Υπόθεση της οδού Λουρσέν». Εκεί άλλαξα εντελώς. Αρχισα να ψάχνω άλλα πράγματα».
Κάνατε την αυτοκριτική σας μετά τον «Μπαμπά»;
«Το έργο πέρναγε στο κοινό, αλλά το κοινό ήταν ελάχιστο. Φοβήθηκα ότι ο τρόπος που παίζω δεν αφορά κανέναν».
Σκληρή παραδοχή. Θέλει δύναμη…
«Ναι, σκληρή, αλλά δεν θέλει δύναμη. Αδυναμία είναι. Ταρακουνήθηκα. Και ύστερα ο τρόπος παιξίματος που προτείνω είναι εύκολο να παρεξηγηθεί. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι δεν κάνεις τίποτα. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το τίποτα περιέχει το παν. Οτι μπορεί να σκοτώνεσαι μήνες, χρόνια, για να καταφέρεις να το κάνεις όπως στη ζωή».
Είστε διαρκώς εκτεθειμένος. Το απολαμβάνετε;
«Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι με πολύ κόσμο. Γι’ αυτό και αποφεύγω τις επίσημες. Θέλω να κάθομαι στην τελευταία σειρά. Επειτα στο θέατρο αισθάνομαι σπίτι μου. Θα κοιτάξω να περιποιηθώ τους άλλους. Ας κάτσουν οι τηλεοπτικοί μπροστά-μπροστά, που τους είναι πάρεργο. Ενώ όταν είμαι στη σκηνή, την επικαλούμαι την έκθεση στον πολύ κόσμο, με διεγείρει, με ανακουφίζει. Διεγερτικό και ιαματικό μαζί. Εχεις την αίσθηση ότι εξομολογείσαι, ότι σου φεύγει ένα βάρος, ότι λες κάτι πάρα πολύ μυστικό, κι αυτό δεν το λες σε πολλούς, αλλά σε έναν. Αυτή είναι η μεγάλη μου νίκη. Μπορεί να έχω πολλά ελαττώματα, αλλά είμαι ευλογημένος απ’ τον Θεό σ’ αυτό. Εχω την αίσθηση ότι μπορώ να κάνω ένα όλο το κοινό. Αν θα με απορρίψει ή όχι είναι δική του δουλειά. Αλλά να το ενσωματώσω σε ένα, μάλλον το είχα έμφυτο και έσκασε μύτη από νωρίς, πράγμα που ηθοποιοί καλύτεροι από μένα στην Ελεύθερη Σκηνή δεν το κατάφερναν. Και δεν ήμουν από τους καλύτερους, ήμουν από τους μεσαίους προς τα κάτω. Αλλά μπορεί να είχα μεγαλύτερο αντίκτυπο, γιατί κατάφερνα αυτό, να κάνω ενιαίο το κοινό».
Είναι τελετουργία το θέατρο;
«Εγώ προσπαθώ να το σπάσω αυτό γιατί το φοβάμαι και συγχρόνως το επικαλούμαι. Σε μια δραματική σκηνή μού έρχονται αστεία για να την ξορκίσω. Αλλά την ώρα που συμβαίνει, του παραδίνεσαι. Εκεί φαίνεται αν κάτι σε συναρπάζει. Του παραδίδεσαι, δεν θες να το ξορκίσεις. Κι ό,τι γίνει. Τότε λες «πάρε με και κάνε με ό,τι θες». Αυτή είναι μια μεγάλη στιγμή. Αλλά δεν έρχεται εύκολα στο θέατρο. Να σου τύχει 4-5 φορές, θα ‘σαι πολύ τυχερός».
Συνολικά;
«Ναι. Είναι όταν αισθάνεσαι κι εσύ και το κοινό ότι έχετε φύγει. Ούτε εσύ είσαι θεατρίνος εκείνη την ώρα ούτε ο άλλος από κάτω εκατομμυριούχος ή χασάπης. Αλλά έχετε γίνει κάτι άλλο και είστε πέντε πιθαμές πάνω από το έδαφος, αιωρείστε και συνεννοείστε σε ένα επίπεδο που δεν ξέρετε ποιο είναι ακριβώς. Ακόμα και η παύση μπορεί να βγάλει χειροκρότημα. Οταν το καταλαβαίνεις είναι συγκλονιστικό».
Οπως;
«Δεν αξιώθηκα 4-5, νομίζω ήμουν σε δύο. Η μία στο «Κι εσύ χτενίζεσαι» και η άλλη στον «Μπαμπά»».
Ταυτίζετε το θέατρο με τη ζωή;
«Οχι. Στη ζωή μου δεν κάνω καθόλου θέατρο. Μόλις κλείσει η πόρτα του σπιτιού δεν υπάρχει πρόβλημα θεάτρου. Οι δικοί μου άνθρωποι δεν ξέρουν τίποτα. Το ίδιο ίσχυε πάντα. Ισως να το έμαθα αυτό την εποχή της Σκηνής. Αν δεν το ξεχωρίσεις, δεν μπορείς να πλουτίσεις και το θέατρο. Αν το μπερδέψεις θα ανακατευθεί το ένα με το άλλο και τίποτα δεν θα είναι καθαρό και ατόφιο, δεν θα μπορεί το ένα να είναι η στέρνα του άλλου».
Κλέβετε από άλλους;
«Οχι. Το έκανα μικρός και ήταν απαράδεκτο, με εμπόδισε πολύ να γίνω ηθοποιός. Επαιζα μιμούμενος τονισμούς του Μινωτή, της Λαμπέτη, της Παξινού, τα είχα κάνει όλα έναν αχταρμά. Σιγά-σιγά αυτά φύγανε και έγινα ό,τι έγινα».
Αναπολείτε;
«Ποτέ. Αυτοπροστατεύομαι πάρα πολύ. Η μνήμη όπου και να την χαϊδέψεις, πονάει. Γιατί θα σου θυμίσει ή κάτι πολύ άσχημο ή κάτι πολύ ωραίο που δεν μπορεί να ξανάρθει. Βέβαια έρχεται μόνη της, με φόρα, είναι σαρωτική και περνά πολύ ξυστά στην έμπνευση».
Η εποχή δεν σας εμπνέει για επιθεώρηση;
«Κάνω νούμερα μόνος μου στο σπίτι. Σήμερα όλο αυτό που ζούμε είναι ένα νούμερο μεγάλο, με πολύ δραματικά στοιχεία, σχεδόν τραγικά. Υπάρχει μια φτώχεια υλική, πνευματική, σαν να μασάς βαμβάκι, τι υπέροχη η φράση του Σεφέρη».
Ως σκηνοθέτης σάς αρέσει να επιβάλλεστε;
«Φοβάμαι πως προσπαθώ να επιβάλλομαι. Στην αρχή το έκρυβα, τώρα το πολεμάω πάρα πολύ κι έχω καταφέρει να το μειώσω. Τα χρόνια σε κάνουν πιο μαλακό. Δεν χρειάζεται η εξουσία και δεν τη χρησιμοποιώ καθόλου. Η Μίρκα, ας πούμε, δεν θέλω να κάνει αυτό που θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλει εκείνη – αυτό αγαπάω».
Πιστεύετε στα μάγια;
«Καθόλου. Γι’ αυτό και έκανα καλά τις «Mάγισσες της Σμύρνης». Δεν με πήρε από κάτω. Μπορούσα να το διαχειριστώ».
Τι μαγικά, ωστόσο, θα ζητούσατε;
«Να γίνω νέος, να γίνω 25 χρόνων. Με μάγια και το χειρότερο μαντζούνι, και την ψυχή μου στον Διάβολο τώρα. Μήπως υπάρχει εδώ κανείς; Του τη δίνω. Και δεν έχει να κάνει με την ηλικία. Θυμάμαι τα κλάματα που έκανα όταν έκλεισα τα 26. Οτι πάει πια, πάω στους τριαντάρηδες. Ηταν μόνιμη κατάσταση. Από έφηβος ζητούσα να ξαναγίνω όπως προτού πάω σχολείο. Μετά ήθελα να είμαι έφηβος. Τώρα τα ωραιότερά μου όνειρα είναι όταν ήμουν στο χωριό, στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας, ή μικρός στο σπίτι της Ξένιας στο Πήλιο – δεν ξέρω πώς παλεύονται αυτά, και στο σπίτι που έμενα στην Κοσμά Μελωδού. Σε αυτά τα τρία σπίτια έχουν κατοικία τα όνειρά μου».
Επιστρέφετε πάντα στη Σαλαμίνα…
«Δεν έχω άλλο περιβόλι. Εκεί πρωτοέκανα θέατρο. Κι όταν φύγαμε και γυρνάγαμε κάθε Σαββατοκύριακο, στο άδειο σπίτι έβαζα καρέκλες και το έκανα θέατρο. Ημουν έξι-επτά χρόνων».
Γεννημένος ηθοποιός;
«Ισως περίμενα να το βρω. Μόλις είδα θέατρο, το είπα. Με πήγανε και είδα τη Βέμπο. Γύρισα και είπα «θα γίνω ηθοποιός». Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να πάρω. Εναν βρήκα και τον ακολούθησα. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, δεν ξέρω. Σχεδόν δεν ξέρω να ζω».
Πώς τα πάτε με τον εαυτό σας;
«Είμαι και σκληρός και τρυφερός. Οπως ήταν η μητέρα μου μαζί μου, αυστηρή με αγάπη. Αλλά δεν θα με συγχωρήσω για πράγματα επειδή με αγαπάω. Θα μου κρατήσω μούτρα. Αργότερα κρίνω κάτι που έχω κάνει και λέω τι «ήταν αυτό». Αλλά είναι και μερικά λάθη που ενώ τα κάνεις, το ευχαριστιέσαι».
«Μας κυβερνούν κάποιοι που δεν τους θέλει κανείς και κανείς δεν μπορεί να τους διώξει»
Υπάρχει ελπίδα;
«Εγώ δεν ελπίζω, ίσως να είναι και θέμα ηλικίας. Δεν ελπίζω ότι στα χρόνια μας θα συμβεί κάτι θετικό, το βρίσκω πολύ δύσκολο. Μας κυβερνούν κάποιοι που δεν τους θέλει κανείς και κανείς δεν μπορεί να τους διώξει. Κι αυτό που έχουν βρει τώρα, ότι είναι παροχή κάτι που έκαναν νόμο: σου λένε ψήφισα να μην πάρεις σύνταξη και τώρα σ’ τη χαρίζω, κοίτα τι μεγαλόψυχος που είμαι. Στο τέλος θα μας σκοτώσουν για να μας αναστήσουν και να μας πουν ότι μας γέννησαν».
Θυμώνετε;
«Ναι, αλλά όχι πάντα. Προσπαθώ να μη θυμώνω για να μην τους μοιάσω. Δεν θέλω να είμαι σαν όλους αυτούς τους «αγανακτισμένους», τους ουσιαστικά κτισμένους σε μια σκέψη και μία άποψη χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν».
Κι όμως, ο Πρωθυπουργός είναι νέος…
«Ο Πρωθυπουργός μας δεν νομίζω ότι έχει ηλικία. Εχει μόνον γοητεία. Είναι πάρα πολύ γοητευτικός και εντελώς ανέμπιστος. Επικίνδυνος συνδυασμός και πολύ ελληνικός».
Πώς σας φάνηκε η στάση του Γιάννη Μπουτάρη;
«Τον Μπουτάρη τον θαύμασα πάρα πολύ. Αν το αισθανθείς, ας έχεις τη μεγαλοσύνη να το αισθανθείς, το κάνεις. Αν όχι, μένεις εκεί, στη μιζέρια σου. Ολη τη στάση του λάτρεψα. Είναι ό,τι μας λείπει. Δεν το βλέπουμε στην Ελλάδα αυτό».
Εκλογές βλέπετε;
«Εχω κουραστεί να περιμένω τις εκλογές. Και θα βγει κάτι καλύτερο; Καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα, έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα. Ασε που τους δεσμεύουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Θα είναι πάντα ανακατεμένη αυτή η λάσπη. Είναι η πρώτη φορά Αριστερά με άκρα Δεξιά. Πατέντα. Παγκόσμια πρώτη. Μας μιλάει ο Τσίπρας σαν να είμαστε δεξιοί. Γιατί δεν τα λέει στον Καμμένο, δίπλα του είναι. Και στην κυρία Καρακώστα ή καλύτερα Καραπαπακώστα… Λέει εμάς ακροδεξιούς αγκαλιά με τον Καμμένο, αυτό είναι σχιζοφρένεια. Δύο εγκέφαλοι σε ένα σώμα».
Πώς βλέπετε τον Κυριάκο Μητσοτάκη;
«Με αισιόδοξο μάτι αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να τα καταφέρει. Είναι πολύ δύσκολο αυτό που του έχουν βάλει να κάνει. Οχι για τον Μητσοτάκη, για τον οποιονδήποτε. Αλλά βέβαια, είναι ό,τι πιο αισιόδοξο αυτή τη στιγμή».