Ο Χρήστος Λούλης είναι ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του. Κάθε του επιλογή τον πάει κι ένα βήμα μπροστά. Τώρα συναντά τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά (θέατρο Προσκήνιο). Παράλληλα θα δώσει διπλό τηλεοπτικό παρών («Το βραχιόλι της φωτιάς», «Η Πτώση», ΕΡΤ), ενώ στο δεύτερο μισό της σεζόν θα είναι στο Εθνικό («Μια νύχτα στην Επίδαυρο», του Νίκου Καραθάνου). Πόσο ιδιαίτερος είναι ο Τσέχοφ; «Οταν θέλεις να βάλεις ζωή σε αυτό που κάνεις, βλέπεις ότι όλα τα είδη του θεάτρου τα διατρέχουν κάποιοι κανόνες. Ούτε ο Τσέχοφ ξεφεύγει από αυτή τη νόρμα. Μάθαμε να βλέπουμε και να παίζουμε τον Τσέχοφ σαν κάτι νοσταλγικό: οι άνθρωποι ζουν σε ατμόσφαιρα καταπίεσης, σκεπτόμενοι μια άλλη, καινούργια ζωή. Ο Τσέχοφ είναι δίπλα με την κωμωδία. Εχει έναν δικό του κόσμο, πυκνό και τόσο ελεύθερο. Μοιάζει σε πολλά με την τραγωδία. Εχει ένα ειδικό βάρος, το οποίο τελικά είναι και εμπόδιο για τον ηθοποιό, γιατί οδηγεί σε μια παράσταση που το μόνο που θέλει είναι να απεικονίσει πλήρως την εποχή. Και τελικά απεικονίζεις πλήρως μια στιγμή ζωής, σχεδόν μουσειακά. Χωρίς να σε ενδιαφέρει το ζουμί που ρέει ανάμεσα στους ανθρώπους, πράγματα που συμβαίνουν και δεν αλλάζουν. Οι κοινωνίες αλλάζουν πολύ αργά, οι άνθρωποι καθόλου». Γιατί μας συγκινεί; «Λένε πως η αγγλική λογοτεχνία συνοψίζεται στο «θα πεθάνω για τον έρωτα, την πατρίδα», η γαλλική στο «θα πεθάνω για την τιμή» και η ρωσική στο «θα πεθάνω», σκέτο. Πάντα είχε μια μαυρίλα η ρωσική λογοτεχνία, ακόμα και η κωμωδία τους. Δύσκολος λαός. Και στον Τσέχοφ υπάρχει αυτή η κατάθλιψη. Διόλου τυχαίο ότι αυτός ο λαός έχει βγάλει τόσους ποιητές, συγγραφείς, μουσικούς. Είναι μια ψυχοσύνθεση συγκεκριμένη και ο Τσέχοφ το έχει κάνει αυτό αριστοτεχνικότατα – όσο το μελετάμε, το καταλαβαίνω όλο και περισσότερο. Πόσα πράγματα έχει χωρέσει, με τι τρόπο μαλακό, υπόγειο, ανεπαίσθητο». Ποιος είναι ο Βάνιας; «Ο Βάνιας έζησε μια ζωή χωρίς ουσία, λέει ότι η ζωή του έφυγε. Είναι 47 χρόνων. Κάνει σπασμωδικές κινήσεις, ερωτεύεται μια γυναίκα που δεν είναι δική του. Προσπαθεί, μάταια, να την κατακτήσει. Ζει σε μια ψευδαίσθηση, όπως όλοι μας. Πέρα από το προσωπικό επίπεδο που μπορεί ο καθένας να αναγνωρίσει στη ζωή του, υπάρχει κι ένα μεγάλο φιλοσοφικό. Σε ποιον βαθμό μέσα σου πιστεύεις ότι εσύ προσωπικά έχεις μια αξία που πρέπει να αναγνωριστεί και από την κοινωνία και από τον άνθρωπό σου. Πρώτα απ’ όλα, όμως, η αξία που θέλεις να σου αναγνωρίσουν οι άλλοι, θέλεις να αναγνωριστεί από τον εαυτό σου. Ενα μπράβο, όσο μικρό κι αν είναι, είναι βαθιά πυρηνικό, κινεί κοινωνίες ολόκληρες». Είχατε σκεφτεί τον ρόλο; «Οχι για τώρα. Τον άφηνα για μετά τα 60. Ο Βάνιας μεν δεν είναι νέος, αλλά έχει ακόμα όρεξη να ζήσει – είναι η τραγωδία του. Την ιστορία κινούν οι μικρές καθημερινές σχέσεις. Οσο εμβαθύνουμε τόσο πιο δύσκολο μου φαίνεται. Με έχει πιάσει ένας τρόμος. Θα ‘θελα να είναι τόσο βαθύ που να είναι φανερό και γνώριμο σε όλους – δύσκολο». Είστε συνομήλικός του. Τι σκέφτεστε; «Περνάω κι εγώ με το θέατρο μια αντίστοιχη φάση έλλειψης, μιας καταρράκωσης, μάλλον, της πίστης. Επειδή έχω κάνει πολλά με πολλούς και σπουδαίους. Αν δεν τα είχα κάνει, ενδεχομένως να μην είχα έλλειψη πίστης, να σκεφτόμουν το επόμενο. Κάποτε πίστευα πως αν τα κάνω όλα αυτά και για καιρό, θα ξυπνήσω μια μέρα και θα είμαι ένας φωτεινός σηματοδότης. Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν είσαι, ούτε ότι σημαίνει κάτι. Οπότε όλο και λιγότερη όρεξη έχω». Τι περιμένατε; «Καμία παράσταση που έκανα δεν άλλαξε τον κόσμο, όπως πίστευα στα είκοσι, κανένας ρόλος δεν άλλαξε καν εμένα, κι αν με άλλαξε δεν με άλλαξε τόσο. Εγινε σιγά-σιγά. Εννοείται ότι δεν θα ήμουν ο ίδιος. Οπότε αυτή την έλλειψη πίστης την καταλαβαίνω. Αμα ψάξω βαθιά μέσα μου θα σου πω ότι τελικά δεν μου ‘χει φύγει και εντελώς γιατί συνεχίζω να κάνω πράγματα με κόστος ψυχικό και οικονομικό – σε μικρά θέατρα ρεπερτορίου». Στην παράσταση κάθεστε γύρω από ένα τραπέζι… «Ο Δημήτρης το είχε σκεφτεί να διαδραματίζεται όλο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι – φαγητό, ποτό, τσάι, σαν ιεροτελεστία. Υπάρχει η έννοια της βουλιμίας στην παράστασή μας: Οι άνθρωποι με κενά προσπαθούν να τα γεμίσουν με πολύ φαΐ. Για να μην ανοίξουν το στόμα τους και πουν κάτι που δεν πρέπει, το μπουκώνουν – κάτι που θα μπορούσα να έχω κάνει κι εγώ, πολλές φορές, προσωπικά». Διαφωνείτε με τους σκηνοθέτες σας; «Αλίμονο αν μετά από τόσα χρόνια δεν έχω κι εγώ άποψη. Κάποιες φορές έχει λειτουργήσει ανασταλτικά. Ακόμα και με τον Δημήτρη που είναι από τους σκηνοθέτες που εκτιμώ πιο πολύ, υπήρξαν φορές που είχα διαφωνήσει και δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω, υπηρετώντας το όμως. Εχω άποψη αλλά δεν σημαίνει ότι αν μου πεις «κάν’ το εσύ», ότι μπορώ». Πιστεύετε στις παρεμβάσεις στα κείμενα; «Διαφωνώ με τους ανθρώπους που λένε μην πειράζετε τα έργα. Το έργο είναι αφορμή να μιλήσουμε για εμάς, τη ζωή μας σήμερα. Μια απόπειρα επικοινωνίας με το κοινό κάνουμε. Και επειδή δεν ξέρουμε πώς, έχουμε κάποια εργαλεία που λέγονται θεατρικά έργα και μας βοηθούν να πούμε αυτό που νιώθουμε. Ας είμαστε πιο χαλαροί. Κάθε έργο έχει χίλιες αναγνώσεις. Δεν είναι ανάγκη όλες να χωρέσουν σε μια παράσταση». Το καλοκαίρι, (και) οι «Πέρσες» συνέβαλαν στη συζήτηση για αυτές τις παρεμβάσεις… «Εμένα μου άρεσε αυτή η συζήτηση. Από το να βλέπεις μια παράσταση, να χειροκροτάς όρθιος και μετά να την ξεχνάς, καλύτερα να πυροδοτεί κουβέντα. Θα ήθελα ο δημόσιος λόγος να περιλαμβάνει τέτοιες συζητήσεις. Δεν μου αρέσει να περνάνε απαρατήρητα τα πράγματα». Νιώθετε πότε ένας ρόλος σάς προχωρεί, όπως πιστεύω ο Αγγελιαφόρος στους «Πέρσες»; «Ναι. Οτι προχώρησα μισό βηματάκι, έκανα κάτι που δεν έχω ξανακάνει, αντιστάθηκα από το να δείξω σε όλους τι μπορώ να κάνω. Τι πιο εύκολο από το να κάνεις τον Αγγελιαφόρο: Ερχεται από τα δέντρα, σπαράζει, κλαίει. Πόσο πιο δύσκολο ήταν να κάνω έναν άνθρωπο που όλα αυτά τα καταπιέζει μέχρι να καταρρεύσει και περνάει τον μονόλογό του καταπιέζοντας όσα νιώθει, χωρίς να το δείχνει. Οταν προχωράω ένα βηματάκι, μου ανανεώνεται η πίστη ότι έχει κι άλλο». Στο «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» παίζετε με τη Ζέτα Μακρυπούλια… «Ηρθε η ώρα να κάνουμε πλάκα και με τους εαυτούς μας. Εχει περάσει μία δεκαπενταετία από τότε – είχα πει κάτι, δεν ήταν και οι 10 Eντολές… Τόσο σκεφτόμουν, τόσο καταλάβαινα, ή τόσο σοβαρά έπαιρνα τον εαυτό μου. Δεν είναι πια καιρός να μην πάρω σοβαρά τον εαυτό μου – πριν να είναι αργά. Είναι ωραίο να δοκιμάζεις, να γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους, να δίνεις την ευκαιρία να καταλάβεις αν είχες λάθος ή όχι. Στη σκηνή ανεβαίνουμε με τους εαυτούς μας, το παρελθόν μας. Και η Ζέτα το παρελθόν και το τώρα της ανεβάζει, όπως κι εγώ, όπως όλοι…».