Ο Θανάσης Παπαγεωργίου έχει ταυτιστεί με το ελληνικό έργο, πενήντα χρόνια τώρα, στο θέατρο Στοά. Εφέτος, στη Στοά, ερμηνεύει τον μονόλογο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» της Νάσης Τουμπακάρη, βασισμένος στην «Αυτοβιογραφία» του συνθέτη της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ (εκδόσεις Παπαζήση). Και μαζί κάνει την προσωπική του αναδρομή.
Πενήντα χρόνια Στοά και ελληνικό έργο. Η ιστορία μιας μεγάλης αγάπης;
«Αλίμονο αν δεν αγαπάς και αν δεν σου αρέσει αυτό που κάνεις, γι’ αυτό και δεν γερνάς εύκολα. Δίνεσαι σε αυτό. Μπορείς να διαλέξεις τις συνθήκες σου, σε ένα ποσοστό τουλάχιστον. Οσο περνούν τα χρόνια διαπιστώνεις ότι οι νέες γενιές δεν τις διαλέγουν, δεν λένε εύκολα όχι, λένε ναι σε όλα. Κι αυτό θα το πληρώσεις».
Ξεκινήσατε με σαφείς στόχους;
«Ούτε τόσο σοφοί ήμασταν ούτε τόσο σαφείς. Εβγαζες τη σχολή τότε και ή ακολουθούσες το επάγγελμα ή το εγκατέλειπες. Αν το ακολουθούσες σήμαινε ότι τασσόσουν σε αυτό. Σήμερα όλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, ξεκινούν από έναν θίασο. Θα φας τα μούτρα σου αν βγαίνοντας από τη σχολή φτιάξεις αμέσως θίασο – είναι αφύσικο».
Είχατε φανταστεί όσα ακολούθησαν;
«Οχι. Το θέλεις πάρα πολύ, το βάζεις μπρος. Κάθε χρόνος που περνάει είναι και μια χαρά. Κι εμείς γιορτάζαμε πάντα και τις δεκαετίες μας, ήταν σημαντικό».
Εφέτος τα θέατρα γεμίζουν. Είστε αισιόδοξος;
«Τα φοβάμαι αυτά τα πράγματα, μπορεί να είναι πυροτεχνήματα και να ξεφουσκώσουν».
Επαιξε ρόλο και η τηλεόραση;
«Οχι, γιατί αυτό συνέβαινε πάντοτε. Βλέπω εφέτος μια αντίφαση. Εγώ φοβήθηκα να ανοίξω τη Στοά με 35-40 σίριαλ, κι όμως δεν λειτούργησε αρνητικά. Οσο για το θέατρο, αυτό που συμβαίνει εφέτος θα κρατήσει αν δεν προδοθεί, αν δεν προδώσει το ίδιο τον εαυτό του. Είναι μια ευκαιρία. Ηρθε το κοινό, οπότε κάνε ό,τι μπορείς να το κρατήσεις. Κι αυτό θέλει ποιότητα, και δεν εννοώ καμιά βαριά κουλτούρα, αλλά σοβαρότητα, σεβασμό στο κοινό, μια καλή παράσταση, έναν καλό θίασο. Προς το παρόν πάει καλά. Θα πρέπει να μουτζωθούμε εάν χάσουμε το κοινό αυτό. Εμείς θα φταίμε».
Και οι νεότερες γενιές;
«Ηταν αδιανόητο στη δική μου εποχή ένας νέος ηθοποιός να κάνει θίασο. Οταν εμείς κάναμε θίασο, δεν το λέγαμε, από ντροπή. Φοβόμασταν ότι θα βγει ο Μινωτής και θα πει, ποιοι είστε; Οταν κάναμε στην Κοκκινιά παράσταση και κάπου έγραψε ο Μυράτ ότι εκεί στην Κοκκινιά γίνεται μια καλή δουλειά, νομίζαμε ότι κατέβηκε ο Θεός και μας ευλόγησε… Πολύ διστακτικά βγήκαμε στο θέατρο. Σήμερα δεν ισχύει αυτό – ο καθένας τολμάει και καλά κάνει. ΄Η θα φάει τα μούτρα του ή όχι».
Για μια τριετία ήσασταν πρόεδρος στο ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου. Πώς το βλέπετε σήμερα;
«Σε ό,τι αφορά την προκήρυξη της θέσης δεν με ικανοποιεί ιδιαίτερα γιατί πάντα ξέρω ότι υπάρχει ο υπουργός από πάνω και θα βάλει το χεράκι του. Δεν είναι τόσο σεβαστή η απόφαση – τελικά θα αποφασίσει ο υπουργός, το λέει και η προκήρυξη. Δεν επιβάλλεται η απόφαση μιας επιτροπής, οπότε κάποιο κενό υπάρχει εκεί. Δεν ντρέπομαι να πω ότι σε αυτή τη χώρα λειτουργεί πολύ η από πίσω συνθήκη και η κάτω από το τραπέζι σχέση. Στο κάτω-κάτω ποιος την κάνει την επιτροπή;».
Τι μάθατε από την εμπειρία σας;
«Αυτό που διαπίστωσα στο Εθνικό είναι η αδυναμία των καλλιτεχνικών διευθυντών να διοικήσουν τον χώρο. Δεν αρκεί να είσαι καλός σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Και το λέω για όλους. Είναι πολύ δύσκολο να διοικήσεις έναν οργανισμό. Είναι ανθρωποφαγικές οι σχέσεις – και μόνο που έχεις έναν συνδικαλισμό απέναντί σου που σε απειλεί διαρκώς με μια απεργία την ώρα της παράστασης. Ολο αυτό θέλει μια γνώση. Δεν ξέρω αν μπορεί να το κάνει ένας καλλιτέχνης.
Πέτυχε λένε ο Κούρκουλος. Ο Νίκος είχε ένα δικό του θέατρο επί χρόνια – ήξερε όλα τα μυστικά, είχε σταριλίκι, ήταν κι άλλη η εποχή. Αναρωτιέμαι μήπως αυτές οι σκηνές θέλουν έναν τεχνοκράτη να τις διοικεί αφ’ υψηλού, ο οποίος θα δίνει την καλλιτεχνική δουλειά σε κάποιους διευθυντές».
Πώς είδατε το κίνημα #MeToo;
«Δεν μπορώ να πω ότι ήξερα για βιασμούς… Η άσκηση εξουσίας είναι κάτι που υπάρχει πάντα. Ο σκηνοθέτης συνήθως στα δικά μας τα θέατρα έχει μια παντοδυναμία την οποία εκμεταλλεύεται. Δεν υπάρχουν ομάδες. Εμείς πάντα ήμασταν 7-8 βασικά άτομα εδώ, μια ομάδα με τη Λήδα (σ.σ.: Πρωτοψάλτη) κι εμένα. Κι αυτό το σχήμα δεν αφήνει περιθώρια για παντοδυναμίες ή άσκηση εξουσίας. Υπάρχει όμως. Αυτό που βγήκε στην επιφάνεια θα έλεγα πως είναι αυτή η φοβερή εγωπάθεια της επόμενης γενιάς από τη δική μου – που τους επέτρεπε να λένε είμαστε οι καλύτεροι ηθοποιοί. Για εμάς ήταν απαγορευτικό να πεις κάτι για τον εαυτό σου – άσε τους άλλους να το πουν.
Οσο για το #MeToo, αν και δεν θέλω να μιλάω, έχω τόσο πολύ ενοχληθεί που έχει περιοριστεί στον καλλιτεχνικό χώρο, λες και δεν γίνεται στη δημοσιογραφία, στα νοσοκομεία… Η τριετία της καραντίνας μου άφησε μια πικρή γεύση σε ό,τι αφορά το #MeToo και σε ό,τι αφορά τους γιατρούς. Στο πρώτο φάνηκε το έλλειμμα πνευματικότητας του καλλιτεχνικού κόσμου. Στους γιατρούς, η έλλειψη σοβαρότητας – όταν αγόμαστε από την απόφαση κάθε πολιτικής εξουσίας, βάλε-βγάλε μάσκα, μπες μέσα-βγες έξω, κάνε-μην κάνεις εμβόλιο. Παίζονταν αποφάσεις στα ζάρια για πολιτικούς λόγους, οικονομικούς. Αλλά πιο πολύ με πείραξε η έλλειψη πνευματικότητας. Εχουμε χάσει την αξιολόγηση των εγκλημάτων, αν είναι εγκλήματα. Δεν είναι στην ίδια μοίρα ο Κιμούλης και ο Λιγνάδης…».
Ο Κιμούλης επέστρεψε…
«Ας μετρηθεί, ας δούμε πώς αντιδρά το κοινό. Τι έχεις να καταλογίσεις στον Κιμούλη; Τον δύσκολο χαρακτήρα; Και ποιος αγνός χαρακτήρας θα έρθει να τον δικάσει; Δεν κατάλαβα».
Πώς συνδέεστε με τον Βαμβακάρη;
«Εχω περπατήσει πολύ μέσα στον Μάρκο. Υπάρχει μια αγαπησιάρικη σχέση. Οταν ήμουν παιδί πηγαίναμε σε οικογενειακές ταβέρνες, όπου είχε ένα πάλκο με ανθρώπους που έπαιζαν. Αργότερα, όταν ανέβασα την «Αυλή των θαυμάτων», τη μουσική έγραψε ο γιος του. Είμαστε η γενιά που μεγάλωσε με το ρεμπέτικο».
Το ελληνικό έργο έχει συνεχιστές;
«Στη γενιά μας είχαμε πολλούς συγγραφείς που έγραφαν ελληνικά. Σήμερα έχουμε πολλούς συγγραφείς που δεν γράφουν ελληνικά. Και δεν αναφέρομαι στη γλώσσα, αλλά σε έργα που αφορούν τον Ελληνα, που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Το τι παίζεται στη Γερμανία αφορά τον Γερμανό. Δεν μπορείς να το πάρεις και να το φυτέψεις στην Ελλάδα και να θες να τον αφορά. Κι αν τον αφορά είναι γιατί είναι ξιπασμένος – μια ξιπασμένη κοινωνία. Το ξένο έργο ίσχυε από παλιά».
Πενήντα χρόνια μετά, τι θα αλλάζατε;
«Θα άλλαζα τόσο όσο έχω αλλάξει εγώ ο ίδιος μέσα σε αυτά τα χρόνια. Δεν θα άφηνα ποτέ το ελληνικό έργο γιατί απευθύνεται στην πλατεία μου. Με ενδιαφέρει αυτό. Στη Στοά κάναμε και Στρίνμπεργκ, Πιραντέλο και έγιναν επιτυχίες. Δεν είμαι ηθοποιός του ελληνικού έργου…».