«Ξεκίνησα να κάνω θέατρο εξαιτίας του κ. Γιαννόπουλου. Ηταν ο καθηγητής Ιστορίας που είχα στο Γυμνάσιο, στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά. Ημουν ένα παιδί από μια φτωχική συνοικία του μεγάλου αυτού λιμανιού, που του δόθηκε η δυνατότητα, μέσω εξετάσεων, να βρει τη θέση του σε ένα σχολείο που τον διαμόρφωσε. Ο κ. Γιαννόπουλος μου έδειξε τον τρόπο να βλέπω τον κόσμο διαφορετικά. Στο τέλος του Γυμνασίου έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία στο έργο «Βρίζοντας το κοινό» του Πέτερ Χάντκε, στα 18 μου έκανα Μπόρχες και από τότε, από την εφηβεία μου δηλαδή, δεν σταμάτησα να σκηνοθετώ. Είναι για μένα ο τρόπος να υπάρχω. Θυμίζω τη ρήση του Πίντερ: Η εκπαίδευση, και θα συμπληρώσω εγώ, και η καλλιτεχνική δημιουργία, μπορούν να αλλάξουν το επίπεδο του ανθρώπου».
Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, Νίκος Διαμαντής, μας υποδέχεται στον ιστορικό θεατρικό οργανισμό του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Θεατράνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, ίδρυσε το Θέατρο Σημείο το 1985. Ο ίδιος είναι ένας σκηνοθέτης που δεν δίστασε να παρουσιάσει πρώτος στο ελληνικό κοινό συγγραφείς όπως ο Χάινερ Μίλερ, η Κρίστα Βολφ και ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές. Η σχέση του με τον Πειραιά είναι καρμική. Για πρώτη φορά βρέθηκε στο τιμόνι του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το 2015. Τον Μάιο του 2023 επέστρεψε ξανά στο λιμάνι μετά την πρώτη θητεία του.
Τρεις παραστάσεις
Μας ξεναγεί στις σκηνές του θεάτρου: Κεντρική, Ωμέγα, Φουαγέ. Τις αξιοποιεί όλες, με το θέατρο να επεκτείνεται και έξω από το ιστορικό του κτίριο, σε σημαντικά τοπόσημα της πόλης. Δεν κρύβει την ικανοποίησή του. Ολες οι αίθουσες είναι γεμάτες. Αυτή τη στιγμή παίζονται τρεις πετυχημένες παραστάσεις: ο «Θείος Βάνιας» του Αντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού, το παιδικό έργο του Ευγένιου Τριβιζά «Ο ταύρος που έπαιζε πίπιζα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου και το «Κυανιούχο κάλιο» του Φρίντριχ Βολφ, μία παράσταση για το δικαίωμα στην άμβλωση, σε σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη.
«Είναι μεγάλη χαρά το θέατρο να είναι γεμάτο» λέει. «Και αυτό να συμβαίνει μέσα από τρεις διαφορετικές μεταξύ τους επιλογές: ένα κλασικό έργο, μία ευφάνταστη παιδική παράσταση και ένα έργο πάνω σε ένα πολύ σοβαρό γυναικείο ζήτημα. Βέβαια, ποτέ δεν ξεχνώ ότι ένας καλλιτεχνικός διευθυντής συνθέτει ένα πρόγραμμα όχι μόνο για να γεμίσει το θέατρο, αλλά έχοντας την ευθύνη να εξυπηρετήσει μια ολόκληρη κοινωνία, οδηγώντας τους θεατές προς το μέλλον».
Ο «συμμετοχικός ουμανισμός»
Ο Νίκος Διαμαντής, ένας «ανθρωποκεντρικός σκηνοθέτης», είναι και ένας «ανθρωποκεντρικός καλλιτεχνικός διευθυντής». «Προσωπικά, με ενδιαφέρει αυτό που ονομάζω «συμμετοχικός ουμανισμός», βαδίζοντας πάνω στο τρίπτυχο της καλλιτεχνικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής παρέμβασης» αναφέρει. «Ο ένας τρόπος είναι προφανώς οι παραστάσεις τις οποίες επιλέγεις να παρουσιάσεις. Ο δεύτερος, όμως, εξίσου σημαντικός τρόπος είναι η κοινωνική διάσταση του καλλιτεχνικού προγράμματος, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο προσπαθείς να συνενώσεις τους κοινωνικούς θύλακες, οι οποίοι βρίσκονται στις κοινωνικές άκρες και για διάφορους λόγους είναι πολλές φορές αόρατοι. Οι θύλακες αυτοί αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες δράσεις για διάφορους λόγους.
Στόχος μου, λοιπόν, είναι να τους κάνω μέρος του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά μέσα από διάφορα προγράμματα, εργαστήρια, μειωμένες τιμές, παρεμβάσεις σε τοπόσημα της πόλης. Προσπαθούμε να υφάνουμε έναν κοινωνικό ιστό που επιθυμεί να επικοινωνήσει, να συναρμόσει και να δώσει φωνή σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κατακερματισμένα κοινωνικά κομμάτια. Τώρα, μέσα από την εκπαιδευτική διάσταση, προσπαθώ να κάνω ένα άνοιγμα κυρίως στις νέες ηλικίες, να τις φέρω κοντά στην ουσία του θεάτρου, να επικοινωνήσουν με αυτό που σημαίνει καλλιτεχνική δημιουργία. Προσέξτε, όχι για να γίνουν απαραίτητα καλλιτέχνες, αλλά για να μπορέσουν να ανανεώσουν τη φαντασία τους, να καλλιεργήσουν την υπευθυνότητά τους και τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονται».
Αναζητώντας τους «μη ορατούς»
Μιλώντας συγκεκριμένα λοιπόν, μεταξύ άλλων, στις δράσεις του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά συναντάμε πρωτοβουλίες όπως το θεατρικό εργαστήρι ενηλίκων με αυτισμό, εργαστήρια κίνησης για άτομα με αναπηρία, εργαστήρια κίνησης σε σχολεία και δομές ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ακόμη και μια καλλιτεχνική παρέμβαση στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, αλλά και ένα θεατρικό εργαστήριο για ενηλίκους που βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά τα 60.
«Μα, αυτό είναι το νόημα ενός οργανισμού: να μην αποκλείει κανέναν και κυρίως να αναζητά αυτούς που δεν είναι ορατοί» επιμένει ο Νίκος Διαμαντής και μιλάει για την επιτυχία της φιλόδοξης πλατφόρμας με τίτλο «What We Owe Democracy / Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία», την οποία παρουσίασε το καλοκαίρι σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών, με τη συμμετοχή κοινωνικών δομών που απευθύνονται σε ξεχωριστές ομάδες του πληθυσμού (άτομα στο φάσμα του αυτισμού, άτομα με ειδικές δεξιότητες, παιδιά κ.λπ.).
Φωνή στους νέους
Κεντρικό σύνθημα του φετινού προγράμματος είναι οι λέξεις «Παρεμβαίνω – Συνομιλώ – Προκαλώ – Προτείνω». Ο ίδιος στέκεται ιδιαίτερα στο πρόγραμμα «Πώς ονειρεύομαι το αύριο;», ένα εργαστήρι συγγραφής για σχολεία, εκπαιδευτικούς και κυρίως μαθητές, με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόγραμμα παρέμβασης απευθυνόμενο κυρίως στη δεξαμενή των νέων, στην τόλμη και τη φαντασία τους. Θα το διευθύνει ο ίδιος, με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων όπως οι Κώστας Βόμβολος, Ακης Δήμου, Βασίλης Κατσικονούρης και Αντρέας Φλουράκης. «Θα ξεκινήσουμε τον Μάρτιο. Ουσιαστικά, ρωτάμε τους νέους πώς ονειρεύονται το αύριο. Οχι, το πώς ονειρεύονται την κοινωνία, αλλά τη δική τους θέση μέσα σε αυτήν. Πιστεύω ότι θα δημιουργηθεί μια πολύ σημαντική δεξαμενή σπινθήρων μέσα από τα 15 σχολεία που συμμετέχουν και το πανεπιστημιακό τμήμα Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου που επίσης παίρνει μέρος. Θα δούμε τα έργα των νέων αυτών επί σκηνής. Είμαι περίεργος για τη θεματική που θα επιλέξουν, τον τρόπο που θα δομήσουν τα πρόσωπα και κυρίως για τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν».
Η ελληνική γλώσσα
Στο σημείο αυτό μιλάει για ένα όραμά του. «Μία πρόταση που θα ήθελα να γεννηθεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου Εθνικής Πολιτικής όσον αφορά τη γραφή. Θεωρώ ότι το θέμα της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού λόγου και της ελληνικής γραφής είναι τελικά ζήτημα ταυτότητας. Η ελληνική γλώσσα διασχίζει τον χρόνο με τρομερά κύματα και ταχύτητες. Ενα Συμβούλιο Εθνικής Πολιτικής για τη γραφή, το οποίο θα απαρτίζεται από διευθυντές οργανισμών, σημαντικούς λογοτέχνες, ανθρώπους του θεάτρου, δραματουργούς, θεατρολόγους, ιστορικούς και κοινωνιολόγους, είναι μια μείζονα επιλογή, την οποία θα πρέπει να στηρίξει το ελληνικό κράτος και το υπουργείο Πολιτισμού, και η οποία θα μπορούσε να έχει διάχυση και στο εξωτερικό μέσω του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και των Παραρτημάτων του. Είμαστε η γλώσσα μας. Είμαστε ο λόγος μας, είμαστε το κείμενό μας, και δεν μιλάω μόνο για το θέατρο».
Την ίδια στιγμή, δύο σημαντικές ακόμη πρωτοβουλίες που προκρίνει είναι το «Συμβούλιο Νέων Πειραιά», όπου οι νέοι της πόλης συζητούν, αυτοσχεδιάζουν, συνομιλούν, διαμορφώνουν και παρεμβαίνουν στο μέλλον του Πειραιά, αλλά και η «Αγορά Ιδεών», που θα λειτουργήσει από τον Ιανουάριο του 2025. «Καλούμε τους νέους σε «ρητορικές αντιθέσεις». Καλούμε ομάδες με διαφορετικές απόψεις πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα, για θέματα που μπορούν να ξεκινούν από την κλιματική αλλαγή και φτάνουν μέχρι τη μετανάστευση, και περιμένουμε να δούμε πώς οι διαφορετικές απόψεις συγκρούονται, αλλά και τι μπορούν να συνθέσουν μεταξύ τους. Ας τολμήσουμε να διαφωνήσουμε. Η κουλτούρα της διαφωνίας δεν υπάρχει μόνο για να απομακρύνει τον έναν από τον άλλον, αλλά για να δημιουργεί και συνεργασία, διότι στο τέλος της ημέρας πρέπει να βρούμε τον τρόπο να συνυπάρξουμε».
Οπως υπογραμμίζει δεν τον ενδιαφέρει το επίκαιρο, αλλά το επείγον στις παραστάσεις που επιλέγει να παρουσιάσει. «Η τέχνη πολλές φορές αναγκάζεται και γίνεται εφήμερη ή αναγκάζεται και αφουγκράζεται το επίκαιρο, ιδιαίτερα στο θέατρο για λόγους κυρίως οικονομικής επιβίωσης. Ενας καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να κρατά αποστάσεις από αυτή τη λογική. Για μένα οφείλει να σκαλίζει το βάθος των πραγμάτων, προσπαθώντας να ανοίξει δρόμους για το μέλλον και μέλλον δεν δημιουργείς όταν κολακεύεις. Η ερώτηση είναι μία λοιπόν: «τι θέατρο θέλουμε να έχουμε σε 10 ή 20 χρόνια;»».
«Αυτό το καλοκαίρι το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σκοπεύει να δημιουργήσει μια «μικρή documenta» με διάφορες παρεμβάσεις. Θα δείτε παραστάσεις στις αλάνες, σε γηπεδάκια, σε πλοία, ακόμη και σε μικρά νησιά»
Οι παραστάσεις που προτείνει λοιπόν είναι πολλές και πολυποίκιλες. Για παράδειγμα, από το καινούργιο θεατρικό έργο του «Suyako», «MERDE!», που έρχεται σε σκηνοθεσία των «τρομερών παιδιών» του ελληνικού θεάτρου Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη, μέχρι την επιλογή ενός ακόμη κλασικού έργου, του «Οσα παίρνει ο άνεμος», σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. «Δεν έχετε εμμονές σε συγκεκριμένες ομάδες και κατευθύνσεις στο ελληνικό θέατρο» παρατηρώ. «Μα, δεν με ενδιαφέρει να δημιουργήσω κόπιες δικές μου» απαντά. «Δεν θέλω να δημιουργήσω άλλους «Διαμαντήδες». Eπιθυμώ παραστάσεις διαφορετικών θερμοκρασιών. Να συνθέσω ένα πρόγραμμα για κάθε θεατή με δημιουργούς που θα αφουγκράζονται διαφορετικά κομμάτια της κοινωνίας».
Την ίδια στιγμή, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά απλώνεται και «περπατά» στους δρόμους. «Παρεμβαίνουμε έξω από το κτίριό μας, πάμε σε καφενεία, κατεβαίνουμε στο λιμάνι. Ουσιαστικά, ανακοινώνω για πρώτη φορά σε εσάς ότι αυτό το καλοκαίρι το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σκοπεύει να δημιουργήσει μια «μικρή documenta» με διάφορες παρεμβάσεις. Θα δείτε παραστάσεις στις αλάνες, σε γηπεδάκια, σε πλοία, ακόμη και σε μικρά νησιά».
Οι… ταχύτητες του Δημοσίου
Φυσικά υπάρχει πάντα και το αδηφάγο ταμείο. Αρκεί ο προϋπολογισμός για όλες αυτές τις ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες που παρουσιάζει; «Ο προϋπολογισμός μας κινείται μεταξύ 1,5 και 2 εκατ. ευρώ» διευκρινίζει. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε από την 1/1/24 είναι η κατάργηση του ΟΠΑΝ (Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Πειραιά) και η μετάβαση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως φορέα απευθείας στον Δήμο, δηλαδή στο Δημόσιο. Αυτή η μετάβαση δυστυχώς δημιουργεί προσκόμματα και η καλλιτεχνική ταχύτητα δεν μπορεί να συνδυαστεί με τη διοικητική. Ξεκαθαρίζω ότι αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αστοχία των υπαλλήλων του Δήμου, αλλά στις διαφορετικές ταχύτητες που επιβάλλει το ίδιο το Δημόσιο. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι οτιδήποτε και αν συμφωνήσω με κάποιον καλλιτέχνη ή εργαζόμενο, εάν θα μπορούσα να το εξυπηρετήσω μέσα σε έναν άλφα ορίζοντα, αυτή τη στιγμή θα χρειαστώ τον τριπλάσιο χρόνο εξαιτίας της γραφειοκρατίας».
Εξυπηρετούνται, λοιπόν, σήμερα οι υποχρεώσεις του θεάτρου; «Ως ένα σημείο, ναι, και αυτό συμβαίνει μόνο χάρη στην πλήρη στήριξη του δημάρχου Πειραιά Γιάννη Μώραλη και του αντιδημάρχου Γιάννη Χατζηαλέξη. Συνεργαζόμαστε άψογα για να μπορέσουμε να λύσουμε τα προβλήματα που δημιούργησε αυτή η διοικητική μεταρρύθμιση». Ετσι, ο ίδιος τάσσεται υπέρ της αλλαγής του διοικητικού καθεστώτος του θεάτρου, ώστε αυτό να αποκτήσει μεγαλύτερη ανεξαρτησία. «Αυτή είναι άλλωστε και η βούληση του δημάρχου μας, Γιάννη Μώραλη. Η πρότασή μας είναι ένας ανεξάρτητος φορέας, εποπτευόμενος από το υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος θα διοικείται από ένα μεικτό διοικητικό συμβούλιο ανθρώπων από τον Δήμο Πειραιά και προσωπικοτήτων του Πολιτισμού. Ετσι θα πρέπει να οραματιστούμε το μέλλον του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ένα Μικρό Εθνικό Θέατρο που θα ανοιχτεί, με κέντρο πάντα την πόλη μας, προς τα νησιά, φτάνοντας μέχρι την Πελοπόννησο και τα Κύθηρα».
«Ο πολιτισμός χρειάζεται υπομονή και όχι πυροτεχνήματα»
Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για το Εθνικό Θέατρο, καθώς το όνομά του έχει ακουστεί στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια για τη θέση του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του μεγαλύτερου θεατρικού οργανισμού της χώρας. Ο ίδιος θα λάβει μέρος στην περίπτωση προκήρυξης διαγωνισμού για τη θέση; Χαμογελά. «Είμαι εν ενεργεία διευθυντής σε έναν πολύ μεγάλο πολιτιστικό οργανισμό» απαντά σιβυλλικά και συμπληρώνει: «Πάντως στο ερώτημα “προκήρυξη ή διορισμός καλλιτεχνικού διευθυντή;” που τίθεται, έχω πλέον μια πολύ συγκεκριμένη άποψη».
Ποια είναι λοιπόν αυτή; «Πιστεύω ότι πρέπει να δημιουργηθεί εν γένει ένας μεικτός τρόπος επιλογής των καλλιτεχνικών διευθυντών των εποπτευόμενων οργανισμών του υπουργείου Πολιτισμού. Αρχικά οι ενδιαφερόμενοι να καταθέτουν φακέλους, οι οποίοι θα κρίνονται από ανεξάρτητη επιτροπή προσώπων και να προκρίνονται οι καλύτεροι βάσει συγκεκριμένων καλλιτεχνικών και διοικητικών προσόντων και κριτηρίων, με την τελική επιλογή προσώπου όμως να γίνεται από τον εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού.
Θεωρώ άλλωστε ότι η επιλογή καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, η ίδρυση Ανωτάτης Σχολής Παραστατικών Τεχνών, τελείως ανεξάρτητης από τα τέσσερα υπάρχοντα θεατρολογικά τμήματα και οι επιχορηγήσεις των θεατρικών οργανισμών είναι έτσι και αλλιώς αλληλοσυνδεόμενα θέματα εθνικής πολιτικής, πολύ ζωτικής σημασίας για τον πολιτισμό. Εάν θέλουμε να έχουμε πολιτιστική πολιτική και μέλλον, πρέπει να φροντίσουμε τους νέους και τη διάχυση του δημοσίου χρήματος επ’ ωφελεία όλων. Ο πολιτισμός, κατά την ταπεινή μου άποψη, χρειάζεται υπομονή και όχι πυροτεχνήματα».