Σάββατο μεσημέρι στο ΕΜΣΤ. Δεν επικρατεί ακριβώς το αδιαχώρητο όμως ο κόσμος είναι παντού, το μουσείο είναι επιτέλους ζωντανό και η ατμόσφαιρα θυμίζει ελαφρώς το κλίμα από τις (πρώτες) μέρες της documenta 14. Ούτε η επέλαση του κορωνοϊού δεν έμοιαζε να πτοεί το νεαρότατο, στη συντριπτική του πλειονότητα, κοινό το οποίο ανέβαινε και κατέβαινε σκάλες, φωτογράφιζε έργα και εγκαταστάσεις, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του για να φορέσει τα νάιλον προστατευτικά καλτσάκια και να περπατήσει πάνω στους αντικατοπτρισμούς του έργου «Εβραϊκή αγκαλιά» του Λουκά Σαμαρά, να ανέβει στο «Καράβι της ζωής» του Ιλια Καμπακόφ ή απλώς να δρασκελίσει το ηχοτοπίο «Υποπτη συσκευή» του Μάκη Φάρου με την εγκατάσταση των μαύρων ακουστικών να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του. Ας μιλήσουν και οι αριθμοί όπως καταγράφονται από τα δελτίου εισόδου: Από τις 28/2 που άνοιξε για το κοινό μέχρι και τις 10/3, από το μουσείο είχαν περάσει γύρω στους 10.000 επισκέπτες (την Κυριακή 8/3 ο αριθμός έφτασε τους 3.200). Οσο μοναχική και αν είναι η σχέση που χτίζουμε με ένα έργο τέχνης και όσα επίπεδα και αν ανακαλύπτεις όταν βρίσκεσαι μόνη και απερίσπαστη σε έναν ήσυχο εκθεσιακό χώρο, η παρουσία του κόσμου που ζωντανεύει το μουσείο δημιουργεί μια διαφορετική, έως και συγκινητική εμπειρία θέασης.

Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του έργου «Διαχωριστικές γραμμές» της Δανάης Στράτου, μια εγκατάσταση με επτά ζευγάρια φωτογραφιών καθένα από τα οποία απεικονίζει τις δυο πλευρές επτά συνοριακών γραμμών (Βόρεια Νότια Μιτρόβιτσα στο Κόσοβο, την περιοχή διένεξης μεταξύ Αιθιοπίας και Ερυθραίας, τη Δυτική Οχθη στην Παλαιστίνη κ.ά.). Ετσι λοιπόν όπως βρίσκονταν διάσπαρτοι οι επισκέπτες στον μικρό διάδρομο όπου είναι αναρτημένες οι φωτογραφίες δεξιά και αριστερά και προσπαθούσαν με το κεφάλι σκυμμένο να διαβάσουν το κείμενο στο πάτωμα όπου αναγραφόταν ποια ήταν η διαχωριστική γραμμή σε κάθε περίπτωση, έμοιαζαν – από πίσω τουλάχιστον – σαν να ήταν και οι ίδιοι εγκλωβισμένοι σε κάποια νεκρή ζώνη, ακινητοποιημένοι από το ηχητικό τοπίο των πυροβολισμών που συνοδεύουν το έργο. Η συλλογή εξάλλου που είχε συγκεντρώσει η Αννα Καφέτση με τον έντονο διαπολιτισμικό χαρακτήρα της αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρη.
«Τα έργα έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα και μιλάνε για το σήμερα και αυτή τη δύσκολη εποχή που διανύουμε» σχολίασε ένα ζευγάρι Καναδών από το Κεμπέκ, οι οποίες ανήκαν στο πολύ μικρό ποσοστό ξένων επισκεπτών που βρίσκονταν στο ΕΜΣΤ. «Ημασταν σε ένα καφέ και είδαμε μια μικρή αφίσα που ανέφερε το μουσείο. Δεν θέλαμε να δούμε αρχαία και είπαμε να έρθουμε εδώ. Η είσοδος είναι δωρεάν και το κτίριο είναι υπέροχο».
Η δωρεάν είσοδος είναι μια παράμετρος που ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την αθρόα προσέλευση. Οπως επίσης ότι τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού δεν είχαν φτάσει ακόμη στα κρατικά μουσεία, τουλάχιστον όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό στο άνοιγμα του μουσείου.
«Ηρθα επειδή το ΕΜΣΤ επιτέλους άνοιξε και η Αθήνα έχει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Είναι πολύ σημαντικό γιατί ήμασταν πολύ πίσω σε σχέση με άλλες πόλεις της Ευρώπης» θα πει ο Δημήτρης, ο οποίος εργάζεται στον τομέα επικοινωνίας μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας. «Τώρα, τα εκθέματα τα βρίσκω συμπαθητικά. Ενα έργο που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η “Ακρόπολη” του Κέντελ Γκιρς [σ.σ. “Η επιστροφή της Ακρόπολης (Το cut του σκηνοθέτη”)] γιατί μπήκα μέσα στην εγκατάσταση και ένιωσα μια αίσθηση εγκλεισμού».
Το συγκεκριμένο έργο ήταν σημείο αναφοράς για αρκετούς από τους επισκέπτες, όπως και το «Fix it» της Μόνα Χατούμ ή «το βίντεο με τα πολλά νερά» όπως περιέγραψε ένας επισκέπτης τη βιντεοεγκατάσταση «Η σχεδία» του Μπιλ Βιόλα, στην οποία τηρουμένων των αναλογιών, επικρατούσε το αδιαχώρητο.
Από τη γενικά ευφρόσυνη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα σχόλια των επισκεπτών δεν έλειψαν βέβαια και οι ενστάσεις. «Κάποια έργα είναι ωραία, δεν μπορώ να πω. Θα ξεχωρίσω μεταξύ άλλων το έργο του Δημοσθένη Κοκκινίδη (σ.σ.: η ενότητα “Των δε κακών μνήμη… 1967-1997”). Ομως δεν βλέπω να υπάρχει κάποια μουσειολογική μελέτη με ένα σοβαρό αφήγημα. Θα ξανάρθω και θα ξαναδώ τα έργα αλλά σε αυτή την πρώτη επαφή μου φαίνεται ότι είναι ατάκτως ερριμμένα» θα σχολιάσει ο Δημοσθένης, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας.
Τελικά, αν είναι να κρατήσει κανείς μια εικόνα από το ανοιχτό ΕΜΣΤ, αυτή είναι ενός πατέρα με τα δυο παιδιά του, 10 και 12 ετών, τα οποία παρατηρούσαν και φωτογράφιζαν τα έργα «ο μεγάλος για να τα ανεβάσει στο Instagram και η μικρή για να τα δείξει στη μητέρα της». Είναι μια εικόνα όχι και τόσο συνηθισμένη στα ελληνικά μουσεία, να βλέπει δηλαδή γονείς να συστήνουν στα παιδιά τους τη σύγχρονη τέχνη ή να συμμετέχουν μαζί τους σε μια μουσειακή εμπειρία. «Πιστεύω ότι η οικογένεια είναι εκείνη που δίνει τα ερεθίσματα και το σχολείο ακολουθεί, κατά περίπτωση πάντα» θα πει ο πατέρας. «Για παράδειγμα, την Πρωτοχρονιά βρισκόμασταν στη Βαρκελώνη και επισκεφθήκαμε το Μουσείο MACBA όπου είχε μια έκθεση Takis. Ωραίο είναι το ΕΜΣΤ και το κτίριό του, αν και βρίσκω ότι λίγο ασφυκτιά ανάμεσα στη Συγγρού και την Καλλιρρόης. Στη Βαρκελώνη το μουσείο είχε διαμορφωμένο τον περιβάλλοντα χώρο του και πολλά παιδιά και έφηβοι είχαν χώρο για να παίξουν ή να αθληθούν». Ο γενικός γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης είχε ήδη ανακοινώσει ότι ο περιβάλλων χώρος του μουσείου θα διαμορφωθεί κατάλληλα και ότι σχεδιάζεται η φυσική του σύνδεση με τον κοντινό σταθμό μετρό. Το αναμένουμε με ανυπομονησία όπως και την τοποθέτηση της νέας διευθύντριας του Μουσείου, η οποία ακούγεται έντονα ότι θα είναι η Κατερίνα Γρέγου. Βαρκελώνη ίσως να μη γίνουμε, αλλά μπορούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο γίνεται για την Αθήνα.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω