Ο Γιώργος Χατζημιχάλης επιμένει να λέει ότι είναι ζωγράφος και όχι εικαστικός. «Νομίζω ότι με τη λέξη «εικαστικός» καταργούμε την έννοια του ζωγράφου ή του γλύπτη. Η ζωγραφική μου παιδεία με οδηγεί να βλέπω τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο και ευτυχώς μπορώ να αναπτύξω αυτή την «όραση» πέρα από τις δύο διαστάσεις. «Φτιάχνω εικόνες», όπως έλεγε και ο Κουνέλλης. Ασχολούμαι με πολλά μέσα, αλλά ως ζωγράφος τα κάνω. Η ζωγραφική είναι ένα μέσο που έχει πλεονεκτήματα γιατί μπορείς να κάνεις πράγματα που δεν υπάρχουν, μπορείς να αυθαιρετήσεις και αν αυτό που κάνεις λέει κάτι, έχει ένα νόημα».
Βρισκόμαστε στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς την περίοδο όπου στήνεται απ’ άκρη σ’ άκρη του η μεγάλη αναδρομική έκθεσή του «Γιώργος Χατζημιχάλης. Εργα από το 1966 έως το 2019», για την ακρίβεια το πρώτο μέρος της (ως τις 5/11, το δεύτερο θα πραγματοποιηθεί από τις 23/11 ως τις 14/1/24). Σε αυτήν παρουσιάζονται έργα από όλο το φάσμα της καριέρας του, μάλιστα ορισμένα για πρώτη φορά, απ’ όταν ήταν παιδί, μόλις 12 ετών και ζωγράφιζε πίνακες με μετα-ιμπρεσιονιστική διάθεση, ή όταν ήταν νεαρός έφηβος και πενθούσε τον πατέρα που είχε χάσει στα 14 του, δημιουργώντας σκοτεινά «έργα του πένθους» με αναφορές στον Γκόγια ή τον Μουνκ, αλλά και πίνακες από τα πρώτα χρόνια στην Αγγλία όπου σπούδασε δίχως να έχει τελειώσει το γυμνάσιο στην Ελλάδα, όπως και ορισμένα πολύ γνωστά, εμβληματικά έργα του στα οποία ο «ζωγράφος» Χατζημιχάλης χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα – φωτογραφία, βίντεο, κείμενα, κατασκευές.
Εμβληματικά έργα
Οπως το «Officiane Pictorum / circa 1221» (1985-87) που εφορμά από ένα βυζαντινό εικονογραφημένο χειρόγραφο του 11ου αιώνα και τον πίνακα «Η βάπτιση» του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα για να αφηγηθεί μέσα από μια πολυμεσική εγκατάσταση το ταξίδι ενός φανταστικού ζωγράφου από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώμη. Ή το επιδαπέδιο «Μέρες και νύχτες στο Γιορκ» (1998) που καταγράφει το σχήμα που έχει το φως μέσα στο σκοτάδι στη διάρκεια ενός έτους, και τον «Φαροδείκτη. Η ορατότητα στο Αρχιπέλαγος. Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση» (1991/92), μια ποιητική απόπειρα εικονοποίησης των φάρων του Αιγαίου που παρουσιάστηκε στον Documenta IX στο Κάσελ το 1992. Η ιδέα ενός έργου που αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα τελάρο σταμάτησε για εκείνον νωρίς στην καριέρα του.
«Ηθελα να ζωγραφίσω ένα θέμα που βασίζεται σε μια ιδέα, σε ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα που θα πρέπει σιγά-σιγά να βρεις έναν τρόπο να την αναπτύξεις. Δεν θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο σε ένα τελάρο».
Οι σπουδές στο Λονδίνο
Πάντως οι επιρροές από καλλιτέχνες όπως ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον και ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι εμφανείς, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της καριέρας του. Μάλλον καθόλου τυχαία, δεδομένου ότι σπούδασε στο Λονδίνο, αρχικά στο Hammermith School of Art and Building που τον δέχθηκε στα 17 του χωρίς να έχει τελειώσει το σχολείο χάρη σε ένα πορτφόλιο με εκατό έργα σε φωτογραφίες και slides, προφανώς «ως έναν άνθρωπο που υπόσχεται κάτι».
«Ηταν ένας άλλος κόσμος που μου άνοιξε ορίζοντες. Ομως το σωστότερο μέρος για να πάει κανείς ήταν η Γερμανία. Εκεί θα πήγαινα αν ήξερα γερμανικά γιατί στην Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ δίδασκε ο Ρίχτερ, ο Μπόις. Δεν είναι τυχαίο ότι η δική μου γενιά έχει βγάλει σπουδαίους καλλιτέχνες από αυτή τη σχολή. Στο Λονδίνο οι Σχολές Καλών Τεχνών έχουν εκπαιδευτικούς που δεν έχουν κάνει μια μεγάλη καριέρα».
Βέβαια πιστώνει τον Φρέντερικ Γκορ, έναν από τους πρώτους μοντερνιστές στην Αγγλία και διευθυντή στο τμήμα ζωγραφικής του Saint Martin’s School of Art όπου επίσης φοίτησε, ως μια μεγάλη φυσιογνωμία που τον επηρέασε.
«Μου άνοιξε τα μάτια μια διάλεξη που έδωσε για την επιρροή του Βυζαντίου στην Δυτική Ευρώπη. Το «ταξίδι» με το έργο του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα ξεκινάει από τα δικά του διδάγματα».
Η σύγχρονη τέχνη
Το εύλογο ερώτημα είναι βέβαια γιατί επέλεξε να φύγει από το πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον της Αγγλίας. «Κατάλαβα ότι για να κάνω κάτι στην Αγγλία θα έπρεπε να το πάρω απόφαση να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί, να γίνω με έναν τρόπο μετανάστης. Ε, δεν ήθελα. Για να πετύχεις και να κάνεις μια καριέρα, είτε μεγάλη είτε μικρή, πρέπει να ζήσεις στη χώρα που θα την κάνεις. Σήμερα βέβαια είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Αλλά υπάρχει και μια υπερπληθώρα που κάνει μεν τα πράγματα πιο εύκολα αλλά και πολύ πιο δύσκολα. Η τέχνη φτάνει σε περισσότερο κόσμο αλλά αρχίζει και αποκτά έναν χαρακτήρα μόδας. Επίσης πολλά από τα έργα αυτά είναι πολύ εύκολα να τα δεις και να τα καταλάβεις. Παρότι λένε συχνά ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ακατανόητη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, είναι πολύ οικεία. Πολλά από τα έργα που υπάρχουν σήμερα είναι παράγωγα της δεκαετίας του ’70 και του ’80».
Εχει νιώσει άραγε την ανάγκη ή την πίεση να κάνει έργα με αμιγώς πολιτικοποιημένη διάθεση; «Aν θες να κάνεις κάτι πολιτικό κάνεις ακτιβισμό, διαδηλώσεις, ασκείς πίεση. Η τέχνη λειτουργεί σε ένα επίπεδο που δεν επηρεάζει στην πραγματικότητα. Είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που εκφράζει την εποχή του χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Εάν την εκφράζει με έναν τρόπο λειψό και ακαδημαϊκό γίνεται η τέχνη που μετά από 40 χρόνια θα ξεχαστεί. Οπως τα έργα του γαλλικού ακαδημαϊσμού των salons με τους ζωγράφους που πρέπει να κάνεις διδακτορικό για να μάθεις τα ονόματά τους. Κάποτε μεσουρανούσαν και πλέον βρίσκονται στις αποθήκες των συλλογών του γαλλικού κράτους».
«Γιώργος Χατζημιχάλης. Εργα από το 1966 έως το 2019» στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138, ως τις 5/11.
Το Μουσείο Μπενάκη προχώρησε στη δημιουργία ενός ειδικού εισιτηρίου πολλαπλών επισκέψεων (€16) που θα επιτρέπει στο κοινό να επισκέπτεται την έκθεση όσες φορές το επιθυμεί καθ’ όλη τη διάρκειά της.
- Η αναδρομική του Γιώργου Χατζημιχάλη είχε σχεδιαστεί να γίνει μαζί με την Αννα Καφέτση σε ΕΜΣΤ και Μπενάκη και να ανοίξει το 2020, όμως τελικά πραγματοποιείται μόνο στο μουσείο της Πειραιώς σε επιμέλεια του ίδιου του καλλιτέχνη. Τα έργα που παρουσιάζονται προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές, από μουσεία, μεταξύ των οποίων το ΕΜΣΤ, στο οποίο έχει κάνει μια μεγάλη δωρεά ο Χατζημιχάλης, αλλά και από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Εκείνος ανέλαβε να εξασφαλίσει και τη σχετική χρηματοδότηση, καθώς το 2013 που αποφάσισε ότι θα γινόταν η έκθεση σύστησε μια μη αστική κερδοσκοπική εταιρεία που ονομάστηκε «2020». Πολλοί φίλοι έγιναν μικροί χορηγοί με επτά ευρώ τον μήνα, «όσο ένα ουίσκι σε ένα μπαρ», πήραν ως αντίδωρο έναν ζωγραφισμένο κουμπαρά από τον καλλιτέχνη, και το προσωπικό αυτό εγχείρημα συγκέντρωσε «αρκετά προς πολλά χρήματα» ώστε να ζητηθούν χορηγίες από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που έγινε ο μέγας δωρητής, και τους οργανισμούς ΝΕΟΝ και Outset.