Ενα δερμάτινο πορτοφόλι-κλειδοθήκη από εκείνα με τους κρίκους απ’ όπου κρέμονταν τα κλειδιά και πετάγονταν έξω με μια σβέλτη κίνηση. Ενα ξεχασμένο αντικείμενο δίπλα στο «Βάζο με τις ανεμώνες» του Γιάννη Ψυχοπαίδη μού προκάλεσε τη μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση ως άλλη «μαντλέν» που αναβιώνει μια παιδική ανάμνηση σε μια έκθεση που αναπόφευκτα θα συγκινήσει.
Δεν είναι αυτή η πρόθεση της Συραγώς Τσιάρα με την «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», την πρώτη περιοδική έκθεση που επιμελείται απ’ όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου, όμως είναι δύσκολο να προσπεράσεις αυτή τη συμπύκνωση εκφάνσεων του αστικού βιώματος και να μείνεις αλώβητη συναισθηματικά. Διότι δεν εμπλέκει μόνο τη συγκίνηση αλλά και το στοιχείο της έκπληξης που αφορά, για παράδειγμα, την παρουσία λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών, κατά βάση γυναικών, όπως για παράδειγμα η φωτογράφος Μαρία Χρουσάκη (1899-1972), η Νίκη Καραγάτση (1914-1986), το έργο της οποίας συνομιλεί με εκείνο του Γιάννη Τσαρούχη σε μια αντιπαράθεση των καφενείων τους (το δικό της «Καφενείο «Ο σοφός Κοραής»» (1981) είναι ένα χαμηλών τόνων εσωτερικό που συμπυκνώνει όλη τη μοναξιά της πόλης).
Για να μην πούμε για τις βιτρίνες καταστημάτων του Γιώργου Παραλή (1908-1975) αλλά και τον «Νεροχύτη της Βαρβάρας» (1971-75), λεπτομέρεια του οποίου κοσμεί την πρόσκληση της έκθεσης. Εντύπωση προκαλούν και τα χαρακτικά του κολορίστα Παναγιώτη Τέτση με την εργατιά της «Οικοδομής» ή το γεγονός ότι ο Βλάσης Κανιάρης πέρασε και την τσαρουχική περίοδό του αποτυπώνοντας την Αθήνα με σκηνογραφική διάθεση («Σπουδή για την Αθήνα», 1956).
Αφήγημα σε επτά ενότητες
Ενα άλλο έργο του Κανιάρη, η εγκατάσταση «Arrivederci – Willkommen» (1976) είναι ένα από τα πρώτα που ανοίγουν την έκθεση στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων του Κεντρικού Κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης. Μαζί με τη λάμψη από τις κινηματογραφικές αφίσες του Γιώργου Βακιρτζή, τη σκηνογραφική αντίληψη στο μνημειακό έργο του Αγήνορα Αστεριάδη όπου παρατίθενται με μεταβυζαντινό ύφος σκηνές από την καθημερινότητα στο «Μαρούσι» (1973) ή τη «Συγκέντρωση (La reunion snob)» (1977) του Αλέκου Φασιανού, ξεκινούν ένα αφήγημα χωρισμένο σε επτά ενότητες («Σκηνογραφία», «Νοσταλγία», «Γιαπί», «Κοντινό Πλάνο», «Θέαμα», «Ονειρα και Συγκρούσεις», «Υλικότητες»).
Μετακινείται διαρκώς «από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο αλλά και τον ημιδημόσιο χώρο όπως είναι η βιτρίνα και η βεράντα» σύμφωνα με την Τσιάρα και έχει στο επίκεντρό της τη μετανάστευση, τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική που προκάλεσε την ανασύνταξη των κοινωνικών δομών.
Το αστικό βίωμα στην Ελλάδα
Η «Αστυγραφία» είναι ένα πρώτο δείγμα του στίγματος που θέλει να εκπέμψει η Συραγώ Τσιάρα, μια έμφαση στις ομαδικές θεματικές εκθέσεις που συνδέονται με κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο στόχος είναι να παρουσιαστεί το αστικό βίωμα στην Ελλάδα των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, τότε δηλαδή που συντελέστηκαν ραγδαίες αλλαγές στην κοινωνία μέσα από μια διαθεματική προσέγγιση με τη συνδρομή της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής, της φωτογραφίας, των εγκαταστάσεων αλλά και του κινηματογράφου.
Μετά από ενδελεχή έρευνα στον πυρήνα της συλλογής της ΕΠΜΑΣ παρουσιάζονται 202 έργα και 22 ταινιών 78 καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών που αντλήθηκαν κατά το ήμισυ από την Εθνική Πινακοθήκη ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από δάνεια από άλλα μουσεία, δημόσιες, ιδιωτικές συλλογές αλλά και από τους ίδιους τους καλλιτέχνες (σημειωτέον μόλις τέσσερις από αυτούς βρίσκονται εν ζωή). Μάλιστα η έκθεση έγινε η αφορμή για να δωρηθούν αρκετά έργα στην Πινακοθήκη, όπως για παράδειγμα από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη ή την Κλεοπάτρα Δίγκα.
Αποσπάσματα από ταινίες
Δίπλα στα εικαστικά έργα και μέσα από τρεις οθόνες εκτίθενται αποσπάσματα ή «πολλαπλά κάδρα» από 18 κλασικές ταινίες μεγάλου μήκους (ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, αλλά όχι μόνο, που περιλαμβάνουν τις «Συνοικία το όνειρο», «Στουρνάρη 288», «Στέλλα» κ.ά.) αλλά και 4 μικρού μήκους που προβάλλονται στην ολότητά τους, όπως το «Η εκπομπή» (1968) του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ή η «Ρόδα» (1964) του Θεόδωρου Αδαμόπουλου και «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» (1961) του Κώστα Φέρρη. Μάλιστα, στο πλαίσιο του δημόσιου προγράμματος της έκθεσης που θα πραγματοποιηθεί από Σεπτέμβρη θα πραγματοποιηθεί ένα σχετικό εβδομαδιαίο αφιέρωμα στη Λαΐδα.
Η έβδομη τέχνη συμπεριλήφθηκε σε αυτή την έκθεση χάρη στο έργο του Γιώργου Βακιρτζή, «του κινητήριου μοχλού σε αυτή τη σύνδεση ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες και τον κινηματογράφο. Με τις γιγαντοαφίσες του έβγαλε σε αυτές τις μεταπολεμικές δεκαετίες κάτι από τη μαγεία της φωτεινής αίθουσας μέσα στην πόλη. Η κινηματογραφική εμπειρία είναι κομμάτι του αστικού βιώματος όπως διαμορφώνεται μεταπολεμικά, οπότε θα ήταν ωραίο να δούμε όλες τις εκδοχές του τρόπου ζωής στην πόλη, με την αστικοποίηση, τον καταναλωτισμό, με τις πολιτισμικές αλλαγές που συμβαίνουν στην οικογένεια, στην κοινωνία και στη διαστρωμάτωσή της και κυρίως στη μετακίνηση των ανθρώπων» όπως θα πει η Τσιάρα.
Η πρώτη περιοδική έκθεση σε επιμέλεια Συραγώς Τσιάρα, της διευθύντριας της ΕΠΜΑΣ, εστιάζει στο αστικό βίωμα.