Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024. Παράσταση της «Τόσκα» του Πουτσίνι στο Sejong Center for the Performing Arts της Σεούλ. Η πρώτη και η δεύτερη πράξη έχουν κυλήσει χωρίς προβλήματα με το κοινό να διακόπτει συχνά τη δράση για να χειροκροτήσει τους πρωταγωνιστές στις άριες και στα ντουέτα τους. Στην αρχή της τρίτης και τελευταίας πράξης, μετά το «E lucevan le stelle» του τενόρου, το χειροκρότημα δεν λέει να σταματήσει. Ο Κορεάτης Αλφρεντ Κιμ αποφασίζει να επαναλάβει τη δημοφιλή άρια για να ευχαριστήσει το κοινό που τον αποθεώνει. Τότε εισβάλλει στη σκηνή η συμπρωταγωνίστριά του, η διάσημη ρουμάνα υψίφωνος Αντζελα Γκεόργκιου, η οποία εμφανώς εκνευρισμένη κάνει νόημα στην ορχήστρα να σταματήσει.

Ο μαέστρος επιχειρεί να συνεχίσει, όμως η Γκεόργκιου επιμένει να κάνει χειρονομίες αναγκάζοντάς τον τελικά να κατεβάσει την μπαγκέτα του. Τότε εκείνη στρέφεται προς την πλατεία και λέει αυστηρά «συγγνώμη αλλά αυτό είναι παράσταση, δεν είναι ρεσιτάλ (σ.σ. ώστε να επιτρέπονται τα encore), σεβαστείτε με!», αφήνοντας άφωνο το πολυπληθές κοινό. Και επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πως η φήμη που συνοδεύει την 59χρονη σοπράνο ως μια από τις πιο δύστροπες και δύσκολες στη συνεργασία ντίβες της εποχής μας δεν είναι τυχαία.

Μετά την αναστάτωση η παράσταση συνεχίστηκε. Ομως στο τέλος η Γκεόργκιου αρνήθηκε να βγει και να υποκλιθεί. Οταν τελικά πείσθηκε και βγήκε η υποδοχή δεν ήταν αυτή που πιθανώς η ντίβα περίμενε.

«Τα λεφτά μας πίσω!»

Πολλοί από τους παρευρισκομένους, άνθρωποι που είχαν πληρώσει ακριβά εισιτήρια για να δουν από κοντά τη σταρ, την υποδέχτηκαν με έντονες αποδοκιμασίες. Εκείνη τους γύρισε την πλάτη και αποχώρησε. Ορισμένοι θεατές έτρεξαν έξαλλοι στα ταμεία για να ζητήσουν την επιστροφή του ποσού που είχαν καταβάλει. Το σκάνδαλο μεταφέρθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Κορέας με τους χρήστες να καυτηριάζουν τη στάση της Γκεόργκιου ως αλαζονική και εξοργιστική. Αλλά και να χαρακτηρίζουν την εμφάνισή της καταστροφική παρατηρώντας πως βρίσκεται σε φωνητική κάμψη και πως στην πραγματικότητα δεν μπορεί πια να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τον ρόλο.

Επιχειρώντας να ρίξει τους τόνους ο ατζέντης της έστειλε στα ΜΜΕ επιστολή σύμφωνα με την οποία: «Η κυρία Γκεόργκιου λυπάται βαθιά για τις συνθήκες που οδήγησαν στο περιστατικό. Είχε όμως συμφωνηθεί ότι δεν θα υπήρχαν encore. Η κυρία Γκεόργκιου πιστεύει ακράδαντα ότι τα encore διαταράσσουν την αφηγηματική ροή της όπερας». Το Sejong Center for the Performing Arts κάλεσε τη σταρ σε επίσημη απολογία χαρακτηρίζοντας το περιστατικό «πρωτοφανές». Την ίδια στιγμή ζήτησε συγγνώμη από το κοινό για την αναστάτωση επισημαίνοντας: «Δεν έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ μια κατάσταση όπως αυτή στο παρελθόν, επομένως εξετάζουμε αν έχουν υπάρξει τέτοια περιστατικά και σε άλλες χώρες, είμαστε στη διαδικασία έρευνας».

Μια παμπάλαια πρακτική

Δεν θα χρειαστεί βεβαίως να ψάξουν πολύ. Το «μπιζάρισμα», δηλαδή το κάλεσμα ενός ή περισσότερων καλλιτεχνών να επαναλάβουν μια άρια, ένα ντουέτο ή και ένα χορωδιακό (όπως π.χ. έχει κάνει και η χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε παραστάσεις του «Ναμπούκο» με το «Va pensiero»), συνηθίζεται από πάντα. Ως γενναιόδωρη εκδήλωση αγάπης και ευγνωμοσύνης του κοινού προς τον τραγουδιστή και του τραγουδιστή προς το κοινό. Ολοι οι μεγάλοι λυρικοί καλλιτέχνες, από τον Ενρίκο Καρούζο, τον Μπενιαμίνο Τζίλι και την Αμελίτα Γκάλι-Κούρτσι ως τον Φράνκο Κορέλι, τον Τζιουζέπε Ντι Στέφανο, τη Μαρία Κάλλας, τη Μάγκντα Ολιβέρο, τον Αλφρέντο Κράους, την Τζόαν Σάδερλαντ, τον Λουτσιάνο Παβαρότι και τον Πλάθιντο Ντομίνγκο έχουν διακόψει ξανά και ξανά παραστάσεις όπερας για να επαναλάβουν καταχειροκροτούμενοι τις άριές τους. Μάλιστα τα πολύ παλιά χρόνια οι καλλιτέχνες ερμήνευαν και άριες από άλλα έργα στήνοντας μέσα σε μια παράσταση ένα μικρό προσωπικό ρεσιτάλ.

Αλλά και πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2018, η καναδή υψίφωνος Σόντρα Ραντβανόφσκι γνώρισε έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους της καριέρας της στο Liceu της Βαρκελώνης όταν κατά τη διάρκεια παράστασης του «Αντρέα Σενιέ» επανέλαβε την άρια «La mamma morta». Γενναιόδωρα biz έχουν χαρίσει μεταξύ άλλων στους θεατές η Ναντίν Σιέρα και ο Λέο Νούτσι με το ντουέτο από τον «Ριγκολέτο» «Si, vendetta», η Λιζέτ Οροπέσα με το «Addio del passato» από την «Τραβιάτα», o Χουάν Ντιέγκο Φλόρες στο «Κορίτσι του Συντάγματος» και στη «Σταχτοπούτα». Και αν ορισμένοι, όπως η Γκεόργκιου, ασπάζονται μια πιο ακαδημαϊκή και αυστηρή άποψη σύμφωνα με την οποία μια παράσταση όπερας που έχει θεατρική δομή και συνοχή δεν πρέπει να διακόπτεται και πως τα encore μετατρέπουν την όπερα σε τσίρκο, πιθανώς παραβλέπουν πως η μουσική είναι χαρά, είναι γιορτή και παιχνίδι, είναι και το ξέσπασμα ενός ενθουσιασμού που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε αντιδράσεις που μοιάζουν υπερβολικές – με την προϋπόθεση ότι όλα γίνονται με κοσμιότητα και σεβασμό προς τους καλλιτέχνες και τους υπόλοιπους θεατές.

Η εμπειρία του Κάουφμαν

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η Γκεόργκιου αντιδρά με τρόπο αγενή σε encore συναδέλφου της. Το είχε ξανακάνει το 2016, πάλι σε παράσταση της «Τόσκα», στη Βιέννη, με συμπρωταγωνιστή τον Γιόνας Κάουφμαν. Και τότε ο γερμανός τενόρος ανταποκρινόμενος στο θυελλώδες χειροκρότημα του κοινού μετά το «E lucevan le stelle» επανέλαβε την άρια. Οταν αμέσως μετά έπρεπε να μπει στη σκηνή η Τόσκα, η Γκεόρκιου απλώς δεν εμφανίστηκε, αφήνοντας την ορχήστρα να παίζει μόνη, αφήνοντας και τον Κάουφμαν ολομόναχο στη σκηνή. Εκείνος αντέδρασε χαριτωμένα, κοιτώντας πονηρά το κοινό και τραγουδώντας του «δεν έχουμε σοπράνοοο». Τότε μόνο εμφανίστηκε η Γκεόργκιου για να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η παράσταση. Η ίδια ισχυρίστηκε πως δεν άκουσε την ειδοποίηση για να βγει στη σκηνή.

Το πρόσφατο συμβάν στη Σεούλ, στην ίδια όπερα, στο ίδιο ακριβώς σημείο της παράστασης, με θύμα πάλι τον τενόρο συμπρωταγωνιστή της, μας κάνει να υποπτευθούμε πως τελικά το πρόβλημα της σταρ δεν είναι μόνο πως αφοσιωμένη στην τέχνη της δεν ακούει ενίοτε τις ειδοποιήσεις που την καλούν στη σκηνή ή αποσυντονίζεται όταν την ώρα της παράστασης συμβεί κάτι εκτός προγράμματος. Μπορεί απλώς να μην της αρέσει να ακούει χειροκροτήματα που απευθύνονται στους άλλους, ειδικά αν είναι πιο δυνατά και ενθουσιώδη από τα χειροκροτήματα που έχει δεχτεί η ίδια.