Θερινό σινεμά. Δύο λέξεις που ήταν, είναι και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σταματήσουν ποτέ να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη νυχτερινή ψυχαγωγία στη θερινή Αθήνα. Εδώ και χρόνια το θερινά σινεμά βρίσκεται στο DNA των Ελλήνων και σε ό,τι αφορά τους τουρίστες, πολλοί γίνονται φανατικοί θαμώνες των θερινών από τη στιγμή που ανακαλύπτουν αυτόν τον μοναδικό τρόπο υπαίθριας διασκέδασης σε πολλές περιοχές της ελληνικής πρωτεύουσας.
Δεν είναι τυχαίο που παρά τις απώλειες τις οποίες το τοπίο των θερινών κινηματογραφικών αιθουσών υπέστη μέσα στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, σήμερα τα θερινά έχουν πάρει πολύ τα πάνω τους διανύοντας, κυριολεκτικά, μια χρυσή περίοδο. Μάλιστα, στην περίοδο της COVID-19, τα θερινά σινεμά στην ουσία βοηθήθηκαν από τις συνθήκες και είχαν ακόμα μεγαλύτερη άνθηση εφόσον κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι χειμερινές αίθουσες δεν λειτούργησαν.
Το πιο χαρμόσυνο γεγονός του εφετινού καλοκαιριού σχετικά με τα θερινά σινεμά είναι η επαναλειτουργία ενός από τα εμβληματικότερα της πρωτεύουσας, το οποίο παρέμεινε κλειστό για περίπου τέσσερα χρόνια: του Cine Paris, στην ταράτσα του χαρακτηρισμένου ως νεότερου μνημείου κτιρίου του Stelios Philanthropic Foundation, στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Αυτό το σινεμά, που κοιτάζοντας προς την οθόνη του βλέπεις στα αριστερά μια πανέμορφη θέα της Ακρόπολης, άρχισε να λειτουργεί στη δεκαετία του 1920.
Μετά την τετραετή σιωπή του (για λόγους σχετικούς με τη δομή του κτιρίου), η επιχείρηση Cinobo ανέλαβε την επαναλειτουργία του, ακολουθώντας την πολιτική που τον περασμένο χειμώνα η ίδια εταιρεία ακολούθησε με την επαναλειτουργία της χειμερινής αίθουσας Opera. Συνεπώς, ύστερα από πολύμηνες εργασίες, το Cine Paris εμφανίζεται σήμερα πλήρως ανακαινισμένο, αναβαθμισμένο και πλέον προσβάσιμο σε άτομα με κινητική αναπηρία.
Στη σκιά της Ακρόπολης
Η θέα της Ακρόπολης είναι ένας από τους άσους και του Cine Θησείον που βρίσκεται στο Θησείο και ανήκει στους διασημότερους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας έχοντας εγκαινιαστεί πριν από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα χρόνια της δεκαετίας του 1950, όπως πολλοί ακόμα θερινοί κινηματογράφοι, το Θησείον λειτουργούσε και ως βαριετέ και στην εποχή θριάμβου της ελληνικής ταινίας η ουρά των θεατών στα ταμεία ξεπερνούσε τα 50 μέτρα.
Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, το σκηνικό επαναλαμβάνεται και σήμερα, ιδίως όταν στο Θησείον προβάλλονται επανεκδόσεις κλασικών ταινιών, που πραγματικά ταιριάζουν στο κοινό του. Η δημοτικότητά του έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα και ο χώρος έχει γίνει θέμα των διεθνών ΜΜΕ, από το CNN ως το BBC. Για να γίνουν όμως όλα αυτά πραγματικότητα χρειάζονται σωστή διαχείριση και εκεί η αίθουσα υπήρξε τυχερή καθώς ψυχή της είναι ο Θωμάς Μανιάκης, που την αντιμετωπίζει με ευλάβεια από τότε που ανέλαβε τη διαχείρισή της στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ο Ζέφυρος στα Ανω Πετράλωνα άνοιξε το 1932 και τα προπολεμικά χρόνια ήταν γνωστός ως χώρος παρουσίασης θεάτρου σκιών και βαριετέ. Κατά τις επόμενες δεκαετίες άρχισε να εξελίσσεται σε αίθουσα προβολής κινηματογραφικών ταινιών, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έπεσε και αυτός θύμα της γενικότερης παρακμής που περνούσε εκείνη την περίοδο η αίθουσα λόγω της εξάπλωσης της τηλεόρασης. Εκλεισε για 18 χρόνια και το 1988 άνοιξε πάλι δίνοντας έμφαση στις κλασικές-σινεφίλ ταινίες, παράδοση που διατηρεί ακόμα και είναι χαρακτηριστικό ότι δεκάδες νέα καταστήματα εστίασης και ψυχαγωγίας άνοιξαν τα τελευταία χρόνια γύρω από τον Ζέφυρο και στην ευρύτερη περιοχή και οι περισσότεροι ανακαλύπτουν μια γνήσια παραδοσιακή γειτονιά, από τις τελευταίες που έχουν απομείνει στην Αθήνα.
Στα βόρεια προάστια
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χώροι των θερινών κινηματογράφων, οι οποίοι από τότε που δημιουργήθηκαν έχουν ενταχθεί στην παράδοση της πόλης, το μόνο που ουσιαστικά χρειάζεται να κάνουν είναι συντήρηση και ανανέωση ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών που ως γνωστόν αλλάζουν. Θερινοί κινηματογράφοι όπως η Φιλοθέη στην ίδια περιοχή ή η Μπομπονιέρα και η Χλόη στην Κηφισιά, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις – ως χώροι είναι γνωστοί ακόμα και σε ανθρώπους που δεν κατοικούν στις περιοχές τους. Από τις τρεις αυτές αίθουσες των βορείων προαστίων, μιλώντας καθαρά με ιστορικούς όρους, η Μπομπονιέρα είναι η αρχαιότερη: έχοντας εγκαινιαστεί το 1919 (!), έχει υπάρξει στέκι κινηματογραφικής αλλά και θεατρικής ψυχαγωγίας ανθρώπων όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Αγγελος Σικελιανός, ενώ την εποχή που τα θερινά σινεμά λειτουργούσαν και ως χώροι για θεατρικές παραστάσεις, στη σκηνή της έχουν εμφανιστεί, παίξει ή τραγουδήσει προσωπικότητες όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη αλλά και ο Αττίκ.
Στην οδό Κασσαβέτη της Κηφισιάς, η Χλόη είναι πολλά χρόνια νεότερη καθώς άνοιξε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ενώ στη δεκαετία του 1990 η Χλόη πέρασε μια τετράχρονη κρίση λουκέτου, η επαναλειτουργία της από το 1997 την έφερε σιγά-σιγά στην κορυφή των πιο δημοφιλών θερινών κινηματογράφων όχι μόνο των βορείων προαστίων αλλά της Αθήνας γενικότερα. Οπως το όνομά της αφήνει να εννοηθεί, η Χλόη είναι ένας τεράστιος κήπος, γεγονός που καθιστά αναγκαίο αξεσουάρ ένα λεπτό μπουφάν ή ένα ζακετάκι όλα τα βράδια του καλοκαιριού.
Η Φιλοθέη δεν έχει αλλάξει όψη από τότε που εγκανιάστηκε το 1961, πάντα μέσα στο πλαίσιο των απαραίτητων ανακαινίσεων που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών. Στεγαζόμενη επιβλητικά στην καρδιά της πλατείας Δροσοπούλου, το σινέ Φιλοθέη είναι το πιο χαρακτηριστικό κτίριο της περιοχής. Στη δεκαετία του 1980 το υπουργείο Πολιτισμού έκρινε τον χώρο διατηρητέο και από τότε η φήμη του ξεπερνά τα «σύνορα» των βορείων προαστίων, οπότε ο χώρος έχει αποκτήσει φανατικό κοινό με θεατές να προσέρχονται από κάθε σημείο της Αθήνας για να απολαύσουν κινηματογραφικό θέαμα σε συνδυασμό με τη δροσιά της περιοχής.
Στο κέντρο της Αθήνας
Στο Κολωνάκι, σταθερή αξία έχουν εδώ και χρόνια αποκτήσει δύο θερινές αίθουσες, η Δεξαμενή στην πλατεία Δεξαμενής που λειτουργεί από το καλοκαίρι του 1991 και η Αθηναία στο σημείο ένωσης της Χάρητος με τη Σπευσίππου. Η Δεξαμενή είναι σύγχρονος διατηρητέος χώρος καθώς και ένας από τους ελάχιστους θερινούς του Λεκανοπεδίου που βρίσκεται σε αλσύλλιο, όπως συμβαίνει με το Αττικόν Αλσος και την Αίγλη Ζαππείου που απέχει μερικά λεπτά περπάτημα προς τη Βασιλίσης Σοφίας.
Δίπλα στο ιστορικό καφέ με το ίδιο όνομα, μέσα σε έναν πολύ δροσερό κήπο, με προηγμένη ακουστική και γκουρμέ γαστρονομικές προσφορές, η Αίγλη Ζαππείου είναι το πιο χαρακτηριστικό σημείο βραδινής ψυχαγωγίας στον Εθνικό Κήπο και το Ζάππειο Μέγαρο. Επίσης, διαθέτει «ιδιωτικό μπαλκόνι» προσφέροντας σε όποιους το επιθυμούν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ταινία δειπνώντας. Στο Σινέ Δεξαμενή τη διαφορά κάνει το σύστημα εξαερισμού του χώρου με σωλήνες που εξέχουν θυμίζοντας φουγάρα πλοίων, ενώ η Αθηναία υπήρξε δημιούργημα του αείμνηστου Θόδωρου Ρίγγα, ο οποίος το 1979 μεταμόρφωσε ένα κενό οικόπεδο σε χώρο πολιτισμού.
«Παιδιά» του Θ. Ρίγγα είναι και τα δύο θερινά σινεμά που βρίσκονται στην καρδιά των Εξαρχείων και έχουν μια θέση στην καρδιά χιλιάδων Αθηναίων: το Βοξ και η Ριβιέρα, εδώ και δεκαετίες θρυλικά στέκια θερινής κινηματογραφικής διασκέδασης και μάλιστα με φανατικό κοινό. Από τότε που ο Θ. Ρίγγας έφυγε από τη ζωή, η κόρη του Πέγκυ τα έχει φροντίσει σαν το σπίτι της, με αποτέλεσμα οι δύο αυτές αίθουσες να εξακολουθούν να αποτελούν σημεία αναφοράς της περιοχής προσελκύοντας κοινό όλων των ηλικιών και πολλούς νέους.
Στη Νέα Σμύρνη
Στη δροσερή Νέα Σμύρνη των νοτίων προαστίων δύο είναι οι θερινές αίθουσες που εξακολουθούν να λειτουργούν και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία και φανατικούς υποστηρικτές. Στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου βρίσκεται ο ιστορικός Δημοτικός Κινηματογράφος Σπόρτιγκ, του οποίου ο χώρος φιλοξενεί δύο αίθουσες για τις προβολές του χειμώνα και την ταράτσα του ως θερινό σινεμά τα καλοκαίρια.
Ο κινηματογράφος αυτός ιδρύθηκε το 1939 από την οικογένεια Κυριακοπούλου και από το 2013 λειτουργεί πλήρως ανακαινισμένος, εξοπλισμένος καθώς είναι με τις τελευταίας τεχνολογίας ψηφιακές μηχανές προβολής Digital Cinema και ήχου Dolby Digital Surround, DTS. Οχι πολύ μακριά από το Σπόρτιγκ, επί της κεντρικής οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, στεγάζεται το Φιλίπ, επίσης ένα από τα πιο παραδοσιακά θερινά σινεμά της Αθήνας, του οποίου τα θεμέλια μπήκαν έναν χρόνο πριν από το προαναφέρθέν, το 1938.