Η πρώτη φορά που ο Πέτρος Θέμελης αντίκρισε την Αρχαία Μεσσήνη το 1986 ήταν αποκαρδιωτική. Του είχε μόλις ανατεθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το τεράστιο έργο της ανασκαφής της, η οποία όμως μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης είχε μετατραπεί σε ένα σημείο βάλτου, με ελάχιστες ορατές αρχαιότητες. Σε καμία περίπτωση δεν περίμενε ότι θα είχε τη σημερινή εξέλιξη, όπως παραδέχτηκε στη συζήτησή του με τη δημοσιογράφο της εφημερίδας «Τα Νέα» Μαίρη Αδαμοπούλου, με θέμα «Αρχαία Μεσσήνη: η ψυχοσύνθεση μιας χαμένης πολιτείας», που έγινε στο πλαίσιο της σειράς εκδηλώσεων «Καταθέσεις Πολιτισμού» του Κέντρου Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Οπως χαρακτηριστικά είπε, στη γεμάτη από κόσμο αίθουσα που παρακολουθούσε τη συζήτηση, με παρόντα τον διοικητή της Τράπεζας, Γιάννη Στουρνάρα: «Φαινόταν ότι επρόκειτο για μια πόλη τεραστίων διαστάσεων, αλλά επαρχιακή, στη δυτική πλευρά της Πελοποννήσου, έβλεπε προς το Ιόνιο και την Αδριατική, δεν είχε σχέση με την κοιτίδα του πολιτισμού που θεωρείται το Αιγαίο, ούτε με την Αθήνα, το Αργος ή την Κόρινθο, έστω. Ημουν επιφυλακτικός στο τι θα ερχόταν στο φως».
Αυτό που τελικά ήρθε στο φως ήταν μια πόλη 270 εκταρίων, στο μέγεθος περίπου της σύγχρονης Πάτρας, την οποία ο καθηγητής συνέκρινε με τη σημερινή Βαρκελώνη. Διέθετε μοντέρνα οχύρωση, θέατρα, στάδιο, ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα με χάραξη κάθετων και οριζόντιων δρόμων, κ.ά. Πλήθος καλλιτεχνών από ολόκληρη την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες έμεναν εκεί, ενώ καθημερινά κόσμος κατέκλυζε την αγορά της. Επρόκειτο για μια εύρωστη οικονομικά πόλη, με έντονη εμπορική δραστηριότητα που ξεκινούσε από την Αλεξάνδρεια, περνούσε από εκείνη και κατέληγε στην Ιταλία.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.