Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό να χωρέσει σε μια μουσική παράσταση ο Μίκης Θεοδωράκης. Ωστόσο η «Ομορφη Πόλη» στο θέατρο Παλλάς, με μια πλειάδα μουσικών, ερμηνευτών και ηθοποιών, επανέρχεται ανανεωμένη για να μας φέρει σε επαφή με αυτόν τον ογκόλιθο που καθόρισε τη χώρα μας. Ο Μιχάλης Σαράντης, ο νεότερος αυτής της παρέας, μιλάει για τη δική του σκηνική «συνάντηση» με τον Μίκη.

Ακούγοντας το όνομα Μίκης Θεοδωράκης ποιο αίσθημα σας δημιουργείται;

«Τι να πρωτοπώ τώρα; Ανήκω σε μια παρέα που στη μετεφηβεία μας, στα χρόνια των σχολών, είχαμε τα μεγάλα διλήμματα χατζιδακικός – θεοδωρακικός. Δεν ξέρω πόσος κόσμος τότε, πριν από 15 περίπου χρόνια, ασχολούνταν ακόμη με αυτή τη μουσική.

Αλλά ελπίζω να ασχολούνται ακόμη νέοι άνθρωποι και να ακούν, να καταπίνουν Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και να έχουν τέτοιες έγνοιες. Παρ’ όλα αυτά, εγώ είμαι από τους τυχερούς που γαλουχήθηκα μέσα από άλλους φίλους, γιατί στο σπίτι ακούγαμε βέβαια μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη αλλά πιο πολύ στις γιορτές, τα γνωστά τραγούδια από το «Αξιον Εστί» κ.λπ.

Εγώ όμως είχα την τύχη να μπω στο σύμπαν και του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, αλλά κυρίως του Μίκη, και να γνωρίσω τουλάχιστον τον μουσικό Θεοδωράκη. Εμένα από τα αγαπημένα μου έργα είναι ο «Διόνυσος», είναι το «Ραντάρ», έχω δηλαδή ακούσει Μίκη αρκετά και είμαι πολύ τυχερός που στο αιώνιο δίλημμα, παρ’ όλο που έλεγα ότι είμαι χατζιδακικός, όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι θεοδωρακικός.

Οταν ακούω Μίκη, μου ‘ρχεται πάρα πολύ έντονα η μετεφηβεία μου, τα χρόνια της σχολής και το πόσο μανιακά άκουγα Μίκη και Μάνο ταυτόχρονα και κάπως έτσι άνθιζε η ζωή μου ταυτόχρονα. Γιατί με αυτά τα ακούσματα ανθίζει η ζωή σου, βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια.

Βγαίνεις έξω από το σπίτι και βλέπεις αλλιώς τον δρόμο, τα δέντρα, ακούς αλλιώς τα πουλιά, τέτοια πράγματα έχει μετακινήσει μέσα μου η μουσική του Μίκη, και συνεχίζει να τα μετακινεί μέσα στα χρόνια. Είμαι τόσο λίγος μπροστά σε αυτά τα πράγματα, αλλά με έχει κάνει να νιώσω και τόσο μεγάλος ακούγοντάς τον».

Σας γεννά και αυτό το εθνικό αίσθημα, της πατρίδας, με τα πολιτικά του τραγούδια;

«Ναι, όπως νομίζω και σε όλους τους Ελληνες, την εποχή που ειδικά ακούγονταν αυτά τα τραγούδια πολύ πιο έντονα. Με την έννοια ότι όταν ακούς ειδικά αυτά τα μεγάλα πολιτικά τραγούδια του Μίκη κάπως συντονίζεσαι όντως με αυτόν τον τόπο. Αν αυτή η χώρα ήταν νότες και μουσική, θα ήταν του Μίκη. Αποκωδικοποίησε αυτόν τον τόπο, αυτά τα χώματα, αυτό το έθνος και τα έκανε μουσική, τα έκανε νότες.

Οταν ακούς τη μουσική του, όταν έρχεται αυτό το πράγμα, το ξεσηκωτικό, είναι DNAϊκό. Δεν είναι ότι εγώ το άκουσα και το ξανάκουσα και εντρύφησα. Από την πρώτη φορά που άρχισα να ακούω Μίκη, αυτές τις συλλογές του, κάτι με έπιανε ούτως ή άλλως. Μας έφερε σε επαφή με μεγάλους ποιητές. Τι συζητάμε τώρα; Ηρθαμε σε επαφή με τον Ελύτη, με τον Σεφέρη, με τον Ρίτσο…

Εφερε σε επαφή τους ποιητές, τους μεγάλους ποιητές, με τον απλό λαϊκό κόσμο τότε».

Πάμε στην παράσταση τώρα…

«Είναι κυρίως μουσική. Η Λυδία Κονιόρδου και εγώ κυρίως, και σε κάποια κομμάτια και η Τάνια Τσανακλίδου επωμιζόμαστε κυρίως διάφορα ποιήματα του Μίκη, διάφορες επιστολές, τα οποία συνθέτουν ουσιαστικά ένα μεγάλο πορτρέτο του. Εμείς δηλαδή συνδράμουμε μέσω της αφήγησης κυρίως, μέσα από ποιήματα και επιστολές και σκέψεις του Μίκη, και είμαστε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των τραγουδιών.

Ολο αυτό έχει μια δραματουργία που κάπως κι εμείς εμπλεκόμαστε. Δεν θα είμαστε αφηγητές. Σαν να μπαίνουμε μέσα στις σκέψεις του Μίκη και μέσα στα ποιήματά του. Και κάπως έτσι θα προσπαθήσουμε να τα ερμηνεύσουμε και να τους δώσουμε ζωή. Αυτή είναι η συνδρομή μας στην παράσταση. Κι εγώ το κάνω με μεγάλη χαρά και ενδιαφέρον – είναι πολύ μεγάλη τιμή. Γιατί πέραν του ότι μπαίνω στο σύμπαν του Μίκη, μου δίνει πολλή χαρά, ως εργασία, το ότι θα δουλέψω εκεί μέσα.

Είμαι και με όλους αυτούς τους ανθρώπους… Συναναστρέφομαι και θα μοιραστώ τη σκηνή με τον Μητσιά, τη Βιτάλη, την Τάνια, τον Μπάση, αυτά τα μεγαθήρια-κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Και με τη Λυδία που ξανασυναντιέμαι, την οποία αγαπώ πολύ, είναι δασκάλα μου και έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία μου».

Κάποιος που δεν γνωρίζει τον Θεοδωράκη θα τον μάθει μέσα από την παράσταση;

«100%! Γίνεται ένα πολύ ωραίο πορτρέτο του και αντάξιο του μεγέθους του. Είναι μεγάλης κλίμακας, φροντισμένο, με πάρα πολλά στοιχεία που μπορεί να μην ξέρουμε. Διαβάζω πράγματα από τον «Ηλιο και τον Χρόνο», εκείνη την περίοδο που ήταν στην Μπουμπουλίνας και τον βασανίζανε, που δεν τα ήξερα.

Σε αυτά τα μεγάλα ονόματα, όπως και στα μεγάλα έργα, ο καθένας φτιάχνει μια προσωπική μυθολογία που κάπως μπορεί να μην έχει και σχέση με την πραγματικότητα. Ειδικά όταν έχεις ζήσει μια τόσο θυελλώδη ζωή όπως ο Μίκης, δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Και τώρα, με αφορμή την παράσταση, προσπάθησα να διαβάσω λίγο όλη του τη διαδρομή, πώς έζησε, τι έκανε.

Εγώ δεν θυμόμουν ότι ο Χατζιδάκις στον Εμφύλιο, και το έλεγε και ο ίδιος ο Μίκης, ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν να πάει κοιμηθεί – δεν εμπιστευόταν ούτε αδελφό, έτσι έλεγε. Και πήγαινε στον Μάνο και του άνοιγε ο Μάνος την πόρτα.

Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο δεν είχαν ποτέ κόντρα στα αιώνια διλήμματα που έχουμε εμείς, ίσα ίσα αυτοί ήταν παρέα, μεγαλώνανε παρέα. Σαν να ήταν το παιδί ο αστός, ο Μάνος και ο άλλος το θηρίο το ανήμερο, το έξαλλο, το ά-λογο, ας πούμε, το οποίο το φρόντιζε ο άλλος. Πράγματα βαθιά συγκινητικά.

Γι’ αυτό και το δίλημμα αυτό δεν χρειάζεται να τίθεται πια. Ζούμε και σε μια τόσο περίεργη εποχή, τόσο αλλοτριωμένη, που μόνο ότι αυτή τη στιγμή ακούω τραγούδια του Μίκη και ξαναδιαβάζω ποιήματά του νιώθω πολύ ευτυχισμένος.

Με επαναπροσδιορίζει και προσπαθώ να εμπλακώ προσωπικά. Και με τη βοήθεια του Γιώργου Βάλαρη προσπαθούμε να έχει αυτό το πράγμα «αίμα» – μόνο απαγγελία δεν θα κάνουμε».

INFO: «Ομορφη Πόλη». Μουσική – ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης, σύνθεση έργου – σκηνοθεσία: Γιώργος Βάλαρης, πεζά κείμενα: Γιώργος Βάλαρης – Στέλιος Παπαδόπουλος, χορογραφία: Φώτης Νικολάου, video art: X Square Design Lab, Χρήστος Μαγγανάς – Χριστόφορος Κώνστας, κοστούμια: Χάρης Σουλιώτης, φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Τραγουδούν: Μανώλης Μητσιάς, Ελένη Βιτάλη, Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα. Ερμηνεύουν: Λυδία Κονιόρδου, Μιχάλης Σαράντης. Μαζί τους η Τάνια Τσανακλίδου. Με ζωντανή ορχήστρα. Παραστάσεις: Παρασκευή (31/1 & 7/2) – Σάββατο (1 & 8/2) & Πέμπτη (6/2) στις 21.00, Κυριακή (2 & 9/2), στις 19.00.