Μετρά 27 χρόνια στην περιπέτεια της τέχνης ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος με ερμηνείες και σκηνοθεσίες – από τότε που αποφάσισε (και) να κατέβει από τη σκηνή.
Τώρα ετοιμάζεται για τον Πεισθέτερο, στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, με Ευελπίδη τον Γιώργο Χρυσοστόμου σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη και μετάφραση Τάσου Ρούσσου, στην Επίδαυρο στις 9 και 10 Αυγούστου.
Είναι όντως οι τρίτοι σας «Ορνιθες»;
Ναι. Η πρώτη ήταν στο πρώτο έτος στη σχολή, όπου ύστερα από τρεις πρόβες με τη Ζουζού Νικολούδη βγήκα στην Επίδαυρο. Μας είχε φωνάξει εκτάκτως ο Μίμης Κουγιουμτζής για να μεγαλώσει τον Χορό στην παράσταση για τα δεκάχρονα από τον θάνατο του Κουν.
Λίγες εμπειρίες μπορούν να συγκριθούν με αυτή – μόνο ένα διαστημικό ταξίδι. Ηταν το 1997, και μάλιστα με τα κοστούμια του Τσαρούχη που όλο το προηγούμενο έτος σιδέρωνα… Ως τότε δεν είχα πάει στην Επίδαυρο ούτε σαν επισκέπτης.
Η δεύτερη ήταν το 2012, με τον Κακλέα και το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης – Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου. Εκανα τον Ευελπίδη. Τώρα είμαι ο Πεισθέτερος, Ευελπίδης ο Γιώργος Χρυσοστόμου.
Τι σας ελκύει;
Τα δίπολα του Αριστοφάνη. Αυτό που έχει αξία είναι να συναντηθείς με τον συνάδελφό σου και τον σκηνοθέτη. Να είναι ο Πεισθέτερος και ο Ευελπίδης μαζί και κάπως να ισορροπήσουμε, κάτι που το έργο λίγο ξεχνάει.
Δύο φίλοι, δεμένοι μεταξύ τους, φεύγουν μαζί. Κάπου στην πορεία, επειδή νομίζω ότι ο Αριστοφάνης ήθελε πολλά μέτωπα να χτυπήσει – και το ζήτημα της εξουσίας –, στρίβει σιγά σιγά τον Πεισθέτερο σε έναν αρχηγίσκο, λίγο τύραννο, λίγο δικτάτορα. Εκεί νομίζω ότι δεν του χώραγε η φιλία με τον Ευελπίδη. Η διασκευή σχετίζεται με το να μπουν πιο γερά θεμέλια σε αυτούς τους δύο.
Και να συνδέσει τους «Ορνιθες» με τον χώρο των πουλιών, που είναι ούτως ή άλλως συνδεδεμένοι, αλλά και με το πέταγμα σαν ψυχική μεταφορά. Με την έννοια του ξυπνώ, ανασυντάσσομαι, ανασταίνομαι ή ακόμα και του πετάω με την ψυχή ψηλά, αναπνέω με καινούργιο τρόπο.
Κι όλο αυτό να το συνδέσουμε με κάτι που λέγεται τελετή, μια απόπειρα να συλλάβει κανείς το αθέατο – εμπλουτίζεται και με άλλα κείμενα. Γι’ αυτό η παράσταση έχει σωματικότητα, ρυθμικότητα. Με συγκινεί πολύ.
Αναζητάμε πάντα έναν άλλον, καλύτερο, κόσμο;
Αν αλήθεια κάποιος μέσα του αποχωριστεί για πάντα την επιθυμία του για έναν καλύτερο κόσμο, έχει ήδη πεθάνει. Διαχειρίζεται τη ζωή, δεν τη ζει. Εγώ είμαι πολύ μακριά από εκεί.
Το όραμα μιας ωραιότερης ζωής, ενός καλύτερου κόσμου είναι πολύ ισχυρό μέσα μου. Για μένα, μία είναι η αλλαγή του κόσμου και γίνεται προς τα μέσα. Εκεί μπορείς να κάνεις φοβερό αγώνα. Αν αλλάξεις προς τα μέσα εσύ, θα αλλάξει κι ο κόσμος.
Στους «Ορνιθες» αναδεικνύεται το μαζί;
Ναι. Αυτή είναι η απόπειρα της παράστασης. Είναι μια ψυχολογικού τύπου διαδρομή η δική μου. Φυσικά και δεν είναι ψυχολογικό το αρχαίο θέατρο αλλά αν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το ψυχολογικό θέατρο είναι και το μόνο που αληθινά καταλαβαίνουμε.
Οταν καταφέρνεις σε αυτά τα έργα να δώσεις και μια λίγο πιο πραγματική διάσταση, ώστε τα πρόσωπα να μην είναι δισδιάστατα αλλά τρισδιάστατα, η συγκίνηση είναι ευκολότερο να συμβεί.
Το μαζί λειτουργεί στο θέατρο;
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να είσαι μόνος σου από το να κάνεις θέατρο. Θεωρώ ότι και η ερμηνεία και η σκηνοθεσία είναι σαν να λες κάτι αλλά να μην περιμένεις απάντηση. Μονόδρομη επικοινωνία.
Εσύ επικοινωνείς τον εαυτό σου αλλά δεν επικοινωνείς με τους άλλους. Επικοινωνείς τον εαυτό σου στους άλλους. Το θέατρο δεν είναι ακριβώς διάλογος. Ο,τι γίνεται, γίνεται για το κοινό, αλλά δεν γίνεται με το κοινό.
Εγώ σε σένα απευθύνομαι, έχω ανάγκη την αποδοχή σου. Αλλά αν δεν υπάρχει δυνατότητα σύγκρουσης δεν υπάρχει επικοινωνία. Και ναι, κάποιες αντιδράσεις δεν σχετίζονται ούτε με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ούτε με τίποτα γνήσιο.
Σχετίζονται με ιδεολογικές αγκυλώσεις και μόνον, που παράγουν φανατισμό, φασισμό. Αυτό είναι μια εξίσωση που έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Μια αγκύλωση που μάλιστα φανερώνεται στο πιο ακίνδυνο κομμάτι της έκφρασης που είναι ο πολιτισμός.
Τι εννοείτε;
Το να αντιδράσεις σε κάτι που είναι ο σχεδιασμός των υπουργείων Εξωτερικών, Αμυνας, Παιδείας ή Δικαιοσύνης μπορεί να είναι και ρίσκο. Αλλά στον Πολιτισμό είναι το πιο ακίνδυνο, η πιο αδιάφορη επανάσταση και επικίνδυνη, τελικά.
Σε κάθε εποχή η τέχνη λειτουργεί σχεδόν σαν τη σωστή διατροφή. Ηπια, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα, αλλά μόνο αυτή στα αλήθεια ορίζει την καλή υγεία. Κι αυτό φαίνεται σε βάθος χρόνου. Μια κοινωνία θα μπορούσε να ζήσει 10 χρόνια χωρίς πολιτισμό αλλά μετά αυτό που θα έχει αφήσει θα είναι τρομακτικό.
Σκηνοθεσία και υποκριτική: Τι υπερισχύει;
Η σκηνοθεσία είναι επιλογή αλλά τίποτα δεν υπερβαίνει την υποκριτική. Παραμένει ισχυρότερη. Κι αν δεν θέλω να παίξω του χρόνου είναι επειδή μου είναι πολύ σημαντική η υποκριτική και ύστερα από 27 χρόνια σερί ένιωσα ότι θέλω να τη λαχταρήσω. Υπάρχει ένα ποτάμι βασικό, μέσα στο οποίο κυλάει όλη μου η ύπαρξη, και αυτό λέγεται να καταλάβω πώς να ζήσω. Είναι το ένα και μοναδικό.
Ολη μου η επαγγελματική διαδρομή σχετίζεται με τη ζωή – μέσα από αυτήν προσπαθώ να την καταλάβω. Η σκηνοθεσία σχετίζεται με την ενηλικίωση, με την ανάληψη της ευθύνης, με το θάρρος του να πεις «κοιτάξτε με, εδώ είμαι», και να μην ντρέπεσαι.
Κάθε φορά που παίρνω τον λόγο για να πω κάτι, ενηλικιώνομαι λίγο περισσότερο – έρχομαι αντιμέτωπος με τις φοβίες μου, με όλες τις φωνές μέσα μου που λένε «είσαι βλάκας, δεν θα το καταφέρεις». Αυτές τις φωνές πάντα τις ακούω. Κι εκεί που μοιάζει να έχουν ατονήσει επιστρέφουν με σφοδρότητα.
Πότε νιώθετε ασφαλής – πάνω ή κάτω από τη σκηνή;
Ο ηθοποιός αισθάνεται ασφαλής. Ο σκηνοθέτης δεν πιστεύω ότι αισθάνεται εύκολα ασφαλής. Ο ηθοποιός ασφαλίζεται από τη σκηνοθεσία. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό να σκηνοθετείς για να γίνεις ηθοποιός και να παίζεις για να γίνεις σκηνοθέτης.
Οχι για να το κάνεις καλύτερα, αλλά για να καταλάβεις. Γι’ αυτό και μπορώ να πω ότι έγινα καλύτερος ηθοποιός από όταν άρχισα να σκηνοθετώ – πιο χρήσιμος… Γιατί τώρα έχω πολύ ωραιότερα παιχνίδια να σου δείξω γιατί ξέρω πώς είναι να είσαι διαθέσιμος, ξέρω, από κάτω, τι θέλω να είναι ο ηθοποιός.
Είστε πατέρας δύο παιδιών: Πώς διαχειρίζεστε το θέμα της βίας;
Ζούμε μια στιγμή φοβερής υπερπληροφόρησης. Νομίζω ότι σήμερα περισσότερο εκτίθεται η πραγματικότητα παρά δημιουργείται μια νέα. Η βία είναι κοινός τόπος όλων των κοινωνιών – ανέκαθεν.
Η δε κακοποίηση της γυναίκας, ο εγκλωβισμός, η φυλάκιση ή ο καταποντισμός της και ο βαθύς τρόμος που νιώθει το ανδρικό φύλο απέναντί της είναι γνώρισμα όλων των εποχών της ιστορίας του ανθρώπου. Από τα πιο προβληματικά σημεία στην ιστορία του ανθρώπου είναι ο φόβος που νιώθει ο άνδρας για τη γυναίκα.
Και μετατρέπει τον φόβο σε βία;
Πάντα ο φόβος εκτίθεται βίαιος. Ο θυμός έρχεται να καλύψει τον φόβο. Η βία έρχεται να νικήσει την ανασφάλεια. Δεν υπάρχει άνθρωπος ασφαλής που είναι βίαιος. Αμα νιώθω ασφαλής γιατί να είμαι βίαιος, να φωνάξω, να χτυπήσω; Ολα αυτά είναι γνωρίσματα της ανασφάλειάς μου.
Γι’ αυτό μιλάω για τον φόβο του άνδρα και όχι για τη βία του άνδρα. Ισως πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε γιατί νιώθει τόσο τρομοκρατημένος απέναντι στη γυναίκα. Κοιτάζοντας το θύμα, αγνοείς διαρκώς τον θύτη. Το φως πρέπει να πέσει πάνω στον θύτη, όποιο και αν είναι το θέμα μας. Αυτός χρειάζεται να φωτιστεί, να κατανοηθεί, μπας και θεραπευτεί.
Θέατρο – τηλεόραση: Δοσολογία;
Εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω το θέατρο. Οσο ωραία τηλεόραση και να κάνω, δεν σχετίζεται καθόλου με τη διαδικασία του θεάτρου, είναι σχεδόν άλλη δουλειά. Το θέατρο δεν είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο λέμε ιστορίες, γιατί αν είναι αυτό, τότε πρέπει να σταματήσουμε – το σινεμά μάς νίκησε ολοκληρωτικά.
Το θέατρο είναι ένας τόπος κοινωνίας, σχετίζεται με το μυστήριο, με την τελετή, όχι με την αφήγηση. Είναι ένα μέρος στο οποίο θα μοιραστούμε την εμπειρία, και μόνο επειδή τη μοιραζόμαστε αξίζει να ειπωθεί η ιστορία – όχι μόνη της. Κι εγώ αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω για κανέναν λόγο.
Ποια είναι τα σχέδιά σας;
Του χρόνου θα κάνω τρεις σκηνοθεσίες, εκ των οποίων οι δύο είναι μεγάλα πρότζεκτ, το «Festen» στο Αλμα και το «The other place» στο Ιλίσια, με τη Μαρία Ναυπλιώτου, ένα έργο που ακουμπάει μια περιοχή μέσα μου που σχετίζεται με τη συνείδηση και την απώλειά της.
Χρησιμοποιεί σαν όχημα την άνοια που εμφανίζεται σε μια νέα γυναίκα 52 χρόνων για να μιλήσει για όλα αυτά. Το τρίτο είναι κάτι πολύ προσωπικό, ένας μονόλογος με τη Στεφανία Γουλιώτη (σ.σ.: στο Αλμα). Για το «Festen» υπάρχει μια ολόκληρη σκέψη που με βασανίζει καιρό. Με έναν τρόπο το έκανα στα «7 χρόνια», την πρώτη μου σκηνοθεσία, όπου κάπως έσπασε λίγο η σχέση θεατή – ηθοποιού.
Τώρα καταργείται τελείως οποιαδήποτε απόσταση, δεν υπάρχει σκηνή. Μεγάλο κομμάτι του έργου παίζεται όρθιο στο φουαγέ, σαν σε πραγματική δεξίωση. Γιατί υπάρχει κάτι που με συγκινεί βαθιά σε αυτή την ιστορία και συνδέεται με το θέατρο.
Είναι η ανάγκη του κεντρικού ήρωα να πει τι συνέβη στην παιδική του ηλικία και χρειάζεται μάρτυρες – κοινό. Αυτός είναι ο λόγος που κάνουμε θέατρο: Αν δεν υπάρχει ο κόσμος να του πω αυτό που με πονάει, σχεδόν δεν μπορώ να το ομολογήσω. Γι’ αυτό πήραμε το Αλμα, ένα θέατρο – μου επιτρέπει να το χρησιμοποιήσουμε σαν να είναι το σπίτι τους.