Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος επιστρέφει σε μια θεματολογία που του είναι, θεατρικά και μόνον, οικεία: τη βία. Το έργο με τον τίτλο «Ο τρόμος του κροκόδειλου» της Μέγκαν Τάιλερ αν και είναι μια σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία με θέμα την εκδίκηση και την ενδοοικογενειακή βία, είναι φτιαγμένη με τα υλικά ενός δράματος. Στο επίκεντρο είναι η πατριαρχία αλλά και οι ισχυροί γυναικείοι δεσμοί.
Ο σκηνοθέτης και ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, που τα τελευταία χρόνια έχει παραχωρήσει τη διεύθυνση στον γιο του Μίλτο Σωτηριάδη, μιλά για τη σημασία τού να δείχνεις τη βία στη σκηνή.
Τι είναι «Ο τρόμος του κροκόδειλου»;
«Γραμμένο από Ιρλανδή, το έργο διαθέτει μαύρο χιούμορ. Είναι η ιστορία δύο γυναικών, δύο αδελφών, που ζουν σε ένα χωριό στη Βόρεια Ιρλανδία, στην άκρη του χωριού. Ο πατέρας τους είναι κακοποιητής, κάτι που δεν λέγεται, έτσι όπως είναι γραμμένο το έργο και μάλιστα από γυναίκα. Ακόμα κι ότι θέλουν, από παλιά, να τον σκοτώσουν, ούτε αυτό λέγεται. Αιτία είναι η βία, ο βιασμός της μιας κόρης. Η μεγάλη έβαλε φωτιά στο σπίτι για να καεί ο πατέρας αλλά κάηκε η μάνα τους που την αγαπούσαν. Η μικρότερη πήρε πάνω της την ευθύνη της φωτιάς. Μπήκε φυλακή οκτώ χρόνια. Οταν βγήκε, προσχώρησε για μια τριετία στον ΙRΑ, προφανώς σε παραστρατιωτική οργάνωση. Μετά επέστρεψε στο σπίτι για να δει την αδελφή της. Το έργο τοποθετείται το 1989, την εποχή των μεγάλων ταραχών. Ο πατέρας είναι χτυπημένος από στρατιώτες που μπούκαραν στα σπίτια και έμεινε ανάπηρος. Ζει με τη μεγάλη κόρη που έχει στραφεί στην εκκλησία, από τις ενοχές και τις αμαρτίες – είναι πια θεοσεβούμενη».
Είναι μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας και σχέσεων;
«Οι σχέσεις των δύο αδελφών μπορεί να είναι τεταμένες, αλλά αγαπιούνται. Μέσα στο έργο βλέπεις τη γυναικεία αλληλεγγύη. Και εμφανίζεται ο πατέρας που η μικρή δεν ήξερε ότι ζει. Αυτός είναι το τέρας, ο κροκόδειλος».
Στο ενεργητικό σας μετρούν πολλά έργα με θέμα τη βία. Τι είναι αυτό που σας τραβάει;
«Εγώ είμαι κατά της βίας, δεν έχω σηκώσει χέρι ποτέ σε άνθρωπο. Μπορεί να φωνάξω, να μιλήσω έντονα, άμα κάτι με θυμώσει πάρα πολύ. Αλλά ποτέ δεν έχω συμπεριφερθεί βίαια, ούτε σε καβγάδες ούτε σε επαγγελματικό ή οικογενειακό επίπεδο. Αρα ο λόγος είναι η βία, η πολλή βία που υπάρχει στην κοινωνία. Στο θέατρο μπορείς να μιλήσεις για τη βία. Μπορεί ακόμα να γίνουν πράγματα βίαια επί σκηνής, αλλά αυτό γίνεται πάντα από την πλευρά του θεάτρου. Δεν είναι όπως στη ζωή. Αυτό θέλω να το διευκρινίσω καθαρά».
Το να δείχνουμε, εν προκειμένω στη σκηνή, τη βία σαν κατάσταση, όχι απαραίτητα σαν πράξη, συμβάλλει στην αντιμετώπισή της;
«Στο θέατρο δεν νομιμοποιείται η βία. Στο συγκεκριμένο έργο υπάρχει η γυναικεία ματιά κι αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί φέρνει στην επιφάνεια τη βία που υφίστανται οι γυναίκες. Εξ ου και το #MeToo που ήρθε με καθυστέρηση στην Ελλάδα. Επρεπε να έρθει και πρέπει να στηριχθεί. Δεν σημαίνει ότι κάτι έχει αλλάξει. Ορισμένοι άνδρες συνεχίζουν να είναι πολύ βίαιοι με τις γυναίκες τους ή οικογενειακά. Δεν γίνεται όμως να μη μιλήσεις. Οταν διαβάζεις ένα έργο τόσο καλογραμμένο, όπως αυτό, με λεπτότητα, ακριβώς γιατί είναι γραμμένο από γυναίκα, δεν τίθεται θέμα νομιμοποίησης της βίας. Εδώ καταπιάνεται με την πατρική βία».
Βία, ένα από τα μεγάλα θέματα της εποχής μας…
«Πράγματι. Φτάσαμε στον 21ο αιώνα και τρομάζω όταν βλέπω αυτή τη βία ανάμεσα στα παιδιά, ανάμεσα στα κορίτσια, που ξεκινάει σαν παιχνίδι – γιατί στα αγόρια το ‘χαμε συνηθίσει, λέγαμε ότι είναι στο DNA τους, κακώς. Αρα έχει σημασία πώς εκπαιδεύεις το παιδί σου. Τρομάζω με αυτή τη βία. Το να παρακολουθήσεις ένα έργο που έχει αφορμή έναν βιασμό ή μια δολοφονία που βλέπεις στις ειδήσεις, είναι πράγματα που πρέπει να υπάρχουν. Πρέπει να μιλάμε για τη βία. Το συγκεκριμένο διαχειρίζεται το θέμα και μέσα από το χιούμορ, το μαύρο χιούμορ, κι αυτό είναι για μένα πολύ ισχυρό. Γιατί αφήνει το μυαλό σου να δουλέψει, να μην αγριέψεις, να μην τρομάξεις. Να μη γίνεται η βία για τη βία. Το δυσκολότερο είναι ο τρόπος που θα υπάρξει το χιούμορ γιατί στην ουσία είναι ένα δραματικό έργο».
Τον Δεκέμβριο ανεβάζετε άλλη μία παράσταση…
«Ναι. Με το πολύ λεπτό έργο «Βρέχει στη Βαρκελώνη» του Πάου Μιρό (σ.σ.: τον Δεκέμβριο στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν). Εξελίσσεται σε μια περιοχή της Βαρκελώνης, σε μια πολυκατοικία έτοιμη να καταρρεύσει. Αφορά μια γυναίκα που είναι πόρνη. Εχει έναν σύντροφο-προαγωγό που μένει μαζί της αλλά αυτή θέλει να αλλάξει ζωή. Εχει αρχίσει να έχει ενδιαφέροντα γύρω από τη λογοτεχνία και την ποίηση γιατί ένας πελάτης της έχει βιβλιοπωλείο και την τροφοδοτεί. Οταν πεθαίνει η γυναίκα του, εκείνος ζητάει από την πόρνη να μιλήσει στην κηδεία της και μετά να εργαστεί στο βιβλιοπωλείο του».
Πώς νιώθετε που το Θέατρο του Νέου Κόσμου λειτουργεί με τον γιο σας και όχι εσάς στο τιμόνι; Συμμετέχετε στο ρεπερτόριο;
«Δεν θέλω να μπλέκομαι. Πιο πολύ μπλέκεται η Κοραλία (σ.σ.: Σωτηριάδου, η γυναίκα του) και βοηθάει τον Μίλτο (σ.σ.: Σωτηριάδη) όπως βοηθούσε και εμένα, με έργα, κείμενα, μεταφράσεις. Ο Μίλτος δουλεύει απ’ τα 16 του στο θέατρο, ηθοποιός, σκηνοθέτης. Οταν έκανε μεταπτυχιακό στην Αγγλία, ένας καθηγητής του τού είπε ότι είναι πολύ καλός για διεύθυνση θεάτρου και παραγωγή και έτσι πήρε την απόφαση. Του άρεσε άλλωστε και του ίδιου. Σε όλο αυτό που φτιάχτηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ήταν δίπλα μου, από πολύ μικρή ηλικία. Οταν μπήκε πιο βαθιά, εγώ ήμουν που του είπα να το αναλάβει… Μου αρέσει που ο Μίλτος συνεχίζει. Θεωρώ ότι το κάνει καλύτερα γιατί έχει τη σύγχρονη ματιά, της εποχής του. Εγώ, χωρίς να έχω χάσει την αίσθηση του σύγχρονου, απολαμβάνω πλέον να κάνω μόνο τις σκηνοθεσίες μου. Και του έδωσα ακόμα περισσότερο χώρο. Τι εννοώ; Οπως συμβαίνει σε πολλούς πατεράδες, σε μια πρώτη φάση, το έβλεπα και με έναν ανταγωνισμό – ότι εγώ μπορώ να το κάνω καλύτερα ή να το ελέγχω. Στην πορεία κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα. Μέχρι που το πήρα απόφαση εδώ και δύο-τρία χρόνια και τον άφησα να το αναλάβει με τον δικό του τρόπο. Και το κάνει πολύ καλά. Βεβαίως ως οικογένεια που είμαστε και είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας, βεβαίως και συζητάμε, αλλά όχι σε καθημερινή βάση».
Κλείνοντας, ήθελα να σας ρωτήσω αν είστε υπέρ του διαγωνισμού για την ανάδειξη του επόμενου καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό ή υπέρ της ανάθεσης.
«Επειδή ο Πολιτισμός δεν αφορά τις κυβερνήσεις που έχουν περάσει, θεωρώ ότι είναι πιο αντικειμενικός ο διαγωνισμός από την ανάθεση. Αν κι αυτό είναι ουτοπικό για την Ελλάδα».
INFO «Ο τρόμος του κροκόδειλου» της Μέγκαν Τάιλερ. Παίζουν: Αννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Δημήτρης Κουτρουβιδέας, Θοδωρής Λαμπρόπουλος. Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή.