Η τέχνη δεν ήταν ποτέ ένα ήσυχο, ακαδημαϊκό «σπορ». Αντιθέτως, μοιάζει περισσότερο με αρένα όπου οι ιδέες συγκρούονται, οι αισθητικές αξίες δοκιμάζονται και ενίοτε στη χώρα μας ορισμένα έργα δέχονται σωματική επίθεση. Το πρόσφατο περιστατικό στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου ο βουλευτής του κόμματος Νίκη, Νίκος Παπαδόπουλος, αποφάσισε ότι η καλύτερη μορφή πολιτικής έκφρασης είναι να πετάξει τέσσερα έργα του εικαστικού Χριστόφορου Κατσαδιώτη στο πάτωμα, είναι μια ακόμα απόδειξη πως η τέχνη γίνεται πεδίο μάχης προσωπικών πολιτικών επιδιώξεων και συμφερόντων.

Να πούμε ότι τα συγκεκριμένα έργα εκτίθενται στο πλαίσιο της ομαδικής έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», η οποία συνομιλεί με τα αριστουργηματικά χαρακτικά του Φρανσίσκο Γκόγια, «Los Caprichos». Είναι μια υπόθεση με πολλές προεκτάσεις και κατ’ αρχάς ένα μεγάλο ερωτηματικό: Οπως ήταν γνωστό και όπως φαίνεται πολύ ξεκάθαρα και στο βίντεο ασφαλείας που κυκλοφόρησε η Εθνική Πινακοθήκη στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης, Συραγώ Τσιάρα, την προηγούμενη Πέμπτη, ο Νίκος Παπαδόπουλος συνοδευόταν από έναν αγνώστων στοιχείων άνδρα ο οποίος τουλάχιστον όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές εξακολουθούσε να παραμένει άγνωστος!

Η υπόθεση θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα. Οχι μόνο λόγω της ίδιας της πράξης, αλλά και εξαιτίας της συστηματικής παραποίησης στοιχείων που τη συνόδευσε. Από πού να το πιάσει κανείς; Από το γεγονός ότι ο ίδιος βουλευτής είχε καταθέσει επερώτηση στη Βουλή, λίγες μόλις μέρες πριν μπει στην Πινακοθήκη, απευθυνόμενος στη Λίνα Μενδώνη και στον Κυριάκο Πιερρακάκη, ζητώντας την απόσυρση έργου που… δεν εκτίθεται στην Πινακοθήκη; Μια ενέργεια που, όπως αποδείχθηκε, πυροδότησε κύμα απειλών προς την Πινακοθήκη, οι οποίες κορυφώθηκαν πριν και μετά τον βανδαλισμό, αναγκάζοντας τη διοίκηση να ενισχύσει, στο μέτρο του δυνατού, τα μέτρα ασφαλείας.

Ή μήπως από το επιχείρημα περί «των παιδιών» που ήθελε να προστατεύσει, όπως δήλωσε για να δικαιολογήσει την πράξη του – αγνοώντας προφανώς ότι τα έργα εκτίθενται σε έναν περιορισμένου εμβαδού χώρο, τον λεγόμενο «Ενδιάμεσο Χώρο», όπου δεν είναι εφικτή η διέλευση μεγάλων ομάδων ή σχολείων; Εκτός αν, τελικά, μας προτείνει να απευθυνόμαστε αποκλειστικά σε εκείνον για οδηγίες διαπαιδαγώγησης των παιδιών μας.

Οσο για τις συνέπειες της πράξης του; Η Βουλή των Ελλήνων την καταδίκασε ως αντικοινοβουλευτική και του επέβαλε τη μέγιστη δυνατή ποινή βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας: μείωση του μισθού του κατά 50%. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος διατεινόταν ότι «ο Πρόεδρος της Βουλής ζήτησε να του αφαιρεθεί ολόκληρος ο μισθός».

Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Παπαδόπουλος ισχυριζόταν πως βρέθηκε στην Πινακοθήκη εκείνη τη μέρα επειδή είχε προγραμματισμένο ραντεβού με τη Συραγώ Τσιάρα – κάτι που η ίδια διέψευσε κατηγορηματικά. Η επίθεση ήταν δηλαδή μια κίνηση προσεκτικά «ενορχηστρωμένη».

Οχι επειδή έτσι τη χαρακτήρισε η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, αλλά επειδή είναι ηλίου φαεινότερο για οποιονδήποτε διαθέτει κοινό νου. Ο Νίκος Παπαδόπουλος και ο αγνώστων στοιχείων συνεργός του κυκλοφορούσαν στον χώρο περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή – όταν η αίθουσα θα ήταν άδεια από επισκέπτες – για να δράσουν. Και τελικά η ενέργειά του έφερε το όνομά του μέχρι και στις σελίδες της «Washington Post» (αν και, κατά τα φαινόμενα, οι πολιτικές του βλέψεις δεν ξεπερνούν τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας).

Οσο για την παραφιλολογία περί δήθεν παράνομης κράτησής του «από την Πινακοθήκη» τη μέρα του βανδαλισμού; Οπως ξεκαθαρίστηκε, κλήθηκε επί τόπου η αστυνομία που ανέλαβε δράση και η ΕΠΜΑΣ προέβη σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, καταθέτοντας αγωγή την ίδια μέρα.

Ο Αγιος Χριστόφορος ως Κυνοκέφαλος. Αγιογραφία του 1685 από την Καππαδοκία που εκτίθεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Μια βαθύτερη κρίση

Και καθώς η Εθνική Πινακοθήκη, αλλά και το υπουργείο Πολιτισμού, δέχονται πλέον απειλητικά τηλεφωνήματα και emails με κατάρες, ακόμα και αναφορές για τοποθέτηση βόμβας – γιατί, προφανώς, η απάντηση σε μια υποτιθέμενη προσβολή των θρησκευτικών αισθημάτων είναι η απειλή μαζικής καταστροφής –, γίνεται σαφές πως δεν μιλάμε απλώς για έναν βανδαλισμό, αλλά για μια βαθύτερη κρίση γύρω από την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης.

«Δεν μπορούμε να λειτουργούμε υπό το κράτος του φόβου» όπως δήλωσε κοφτά και πολύ ορθά η Συραγώ Τσιάρα, καταξιωμένη ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια και διευθύντρια με προϋπηρεσία στα μεγαλύτερα μουσεία της χώρας και βαθιά γνώση του αντικειμένου της. Τα δε έργα θα παραμείνουν στο πάτωμα, όπως ακριβώς τα άφησε το μένος του εξοργισμένου βουλευτή, καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης, ώστε το γεγονός να αποτυπωθεί στη δημόσια σφαίρα όπου μαίνεται πόλεμος απόψεων και αφορισμών.

Η τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη, να προκαλεί, ακόμα και να εξοργίζει – αν και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή δεν ήταν καν η πρόθεση του καλλιτέχνη. Ο ίδιος εμπνεύστηκε τα έργα του από τη βυζαντινή εικονογραφία, μια παράδοση που οι θρησκόληπτοι «εθνοπατέρες» αγνοούν επιδεικτικά.

Και όμως, μόλις δύο βήματα από την Εθνική Πινακοθήκη, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, εκτίθενται, μεταξύ άλλων, μορφές της βυζαντινής τέχνης που δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν «συμβατικές», όπως ο κυνόμορφος Αγιος Χριστόφορος – μια εικόνα του 17ου αιώνα από την Καππαδοκία που ο Κατσαδιώτης χρησιμοποίησε στο έργο του, ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική τού appropriation στη σύγχρονη τέχνη.

Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: ποιος έχει το δικαίωμα να απαντά στη δήθεν «πρόκληση» με βία; Αν ο βανδαλισμός θεωρείται θεμιτή αντίδραση, τότε μήπως να κλείσουμε όλα τα μουσεία και να επιστρέψουμε στις σπηλιές; Εκεί, τουλάχιστον, οι μόνοι φόβοι μας θα ήταν τα άγρια ζώα – και όχι οι πολιτικοί.