Κατά τη διάρκεια μιας και μόνο ημέρας και ενώ η Αθήνα βρίσκεται όπως πάντα στο χάος, ένας νεαρός δικηγόρος, ο Αντώνης Σπετσιώτης, ο ήρωας της τελευταίας ταινίας του σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα, παρμένος από το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη, θα ζήσει τα πιο ταραγμένα γενέθλιά του.
Από τα δικαστήρια της Ευελπίδων ως τις καντίνες των πάρκινγκ της Εθνικής Οδού και από το εργένικο σπίτι του στο Λυκαβηττό ως τις αγροικίες στο Χαλκούτσι και τις πολυτελείς βίλες της Αλιάρτου, ο Αντώνης, τον οποίο υποδύεται ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, για πρώτη φορά στη ζωή του θα περάσει το κατώφλι της ωριμότητας.
Περικυκλωμένος από προσωπικά χρέη και ξοφλημένους έρωτες, ο Αντώνης, χωρίς ποτέ να χάσει το χιούμορ του, θα δώσει τα δυνατά του για να υπερασπιστεί την υπόθεση στην οποία εμπλέκεται η μητέρα ενός φίλου από τα παιδικά τους χρόνια (Μάκης Παπαδημητρίου) αλλά και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον πατέρα του, ένας ήρωα πάνω στον οποίο ο Στέλιος Μάινας δείχνει για ακόμη μία φορά την κλάση του.
Σε ποιον βαθμό νιώσατε να σας αγγίζει το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη ώστε να αποφασίσετε να το κάνετε ταινία;
«Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις σχέσεις ενός σύγχρονου 35άρη με τη δουλειά του, τους φίλους του, τις γυναίκες, τη χώρα και την έξοδο από αυτή, αλλά πάνω από όλα με την πατρική του οικογένεια, εκεί δηλαδή από όπου πιστεύω ότι ξεκινούν όλα. Συγχρόνως η ματιά του Χρίστου Κυθρεώτη δεν είναι όπως των περισσότερων συνομηλίκων του καταγγελτική. Κυριαρχεί η έξυπνη παρατήρηση και το χιούμορ και μάλιστα εκείνο που μου αρέσει, το αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Ολα αυτά με έκαναν να νιώσω ότι παίζω «εντός έδρας» και να σφυρίξω την έναρξη της περιπέτειας-ταινίας».
Ο Αντώνης, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, βάλλεται κυριολεκτικά από παντού, όμως δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του. Είναι εφικτό αυτό ή ως επί το πλείστον προϊόν μυθοπλασίας;
«Ο Αντώνης ας χάνει πού και πού το χιούμορ του, η ταινία ελπίζω να μην το χάνει. Μου είναι απαραίτητο να ταυτίζομαι και να συμπάσχω στις ταινίες μου με τον βασικό μου ήρωα. Αλλιώς δεν θα ασχολιόμουν μαζί του. Οπότε οι ήρωές μου κουβαλούν αναγκαστικά και τη δική μου σχέση με τη ζωή και το χιούμορ που είναι πάνω-κάτω αυτή που αναφέρατε».
Πώς θα εξηγούσατε τη συμπάθειά σας προς αυτού του τύπου τους ήρωες που τελικά νιώθεις ότι έχουν μάθει να ζουν υπό πίεση; Ο Αντώνης δεν είναι μια αντανάκλαση του γιατρού στο «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα», του επιχειρηματία στο «Μπραζιλέρο», ή ακόμα και των δύο φίλων του «Βαλκανιζατέr»;
«Ετσι είναι. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι σούπερ ήρωες, δεν έχω άλλωστε γνωρίσει κανέναν τέτοιον στη ζωή μου. Αντίθετα, συναναστρέφομαι και αγαπώ ανθρώπους που αγωνίζονται για τα στοιχειώδη και τα αυτονόητα μέσα σε ένα περιβάλλον που βρίσκει κάθε ευκαιρία για να τους εμποδίσει. Ειδικά στη χώρα μας, η οποία είναι πρωταθλητής σε αυτό».
«Αυτή η χώρα έχει την πατέντα να της φταίει πάντα κάποιος άλλος» ακούμε στην ταινία. Το πιστεύετε ή γράφτηκε «σεναριακή αδεία» γιατί ακούγεται ως ωραία ατάκα; Και αν είναι αλήθεια, θα μπορούσε να διορθωθεί και πώς;
«Πιστεύω ότι είναι το βασικότερο πρόβλημά μας από το 1821 έως σήμερα. Οτι δηλαδή η ευθύνη είναι πάντα του «άλλου», ποτέ δική μας! Και δεν εννοώ μόνο στην πολιτική, έχει ποτίσει όλες τις γενιές και στην προσωπική ζωή. Το πληρώναμε ως τώρα ο καθένας προσωπικά στη ζωή του. Μέχρις ότου στην πρόσφατη κρίση και στη συνεπακόλουθη «περήφανη» στάση μας απέναντι «στους κακούς ξένους» το πληρώσαμε και συνολικά ως χώρα. Και φοβάμαι μάλιστα ότι μυαλό δεν βάλαμε».
Ο πατέρας του Αντώνη συνοψίζει πολύ εύστοχα τη σχέση με τη σύζυγό του λέγοντας «έπρεπε να χωρίσουμε πρώτα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι». Αυτό μπορεί να συμβεί. Πώς το ερμηνεύετε όμως;
«Ο βασικός λόγος της ταλαιπωρίας που υφίσταται ο κάθε γάμος είναι τα «πρέπει» της «σωστής οικογένειας» που η κάθε γενιά παραδίδει στα παιδιά της. Είναι βγαλμένα από προηγούμενες κοινωνικές συνθήκες, εκείνες των γονιών, που πλέον έχουν αλλάξει. Ετσι ο αρχικός έρωτας που δένει δύο ανθρώπους δέχεται συνεχώς χαστούκια μέχρι που τον ψάχνεις με το κιάλι. Γι’ αυτό κάποιες φορές είναι απελευθερωτική η διάλυση της σύμβασης του γάμου ώστε να αρχίσουν δύο άνθρωποι να επικοινωνούν. Οχι ότι αυτό δεν συνεπάγεται και τραύματα».
Σε κάθε περίπτωση η ταινία «Εκεί που ζούμε» σού δίνει την αίσθηση ενός μικρού καθρέφτη της πολύπλευρης «σύγχυσης» που εδώ και χρόνια επικρατεί σε όλους τους τομείς, ίσως όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Πού κατά τη γνώμη σας βρίσκεται ο σπόρος αυτής της παράνοιας;
«Στο ότι οι νέες τεχνολογίες και εξελίξεις τρέχουν πιο γρήγορα από τον χρόνο που χρειαζόμαστε να τις αφομοιώσουμε. Ετσι ώστε να τις χρησιμοποιήσουμε για να εξυπηρετούν τη ζωή μας και όχι το ανάποδο. Είναι η παλιά ιστορία της σύγκρουσης του νέου με το παλιό που μέχρι να ισορροπήσει θα γεννάει πάντα τον φόβο για την εξέλιξη και το νέο. Γι’ αυτό και η παγκόσμια μόδα των χειρότερων «ρετρό», από τον σταλινισμό έως τον ναζισμό».
Πού, τελικά, ζούμε;
«Ευτυχώς σε μια ευλογημένη από τη φύση μικρή γωνιά του πλανήτη και εδώ και 200 χρόνια δυστυχώς κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να την καταστρέψουμε. Ή αλλιώς, «αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα τ’ αγαπάω ευτυχώς…», που λέει και ο φίλος μου Πορτοκάλογλου σε ένα παλιότερο τραγούδι του».
Η ταινία «Εκεί που ζούμε» (παραγωγή BlackTree) βγήκε στους κινηματογράφους από τη Feelgood στις 27 Οκτωβρίου. Το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.