Οταν συναντιόμαστε με τον Νίκο Μάντη για τη συζήτησή μας, η χριστουγεννιάτικη κίνηση είναι σε πλήρη εξέλιξη. Πλήθος ανθρώπων, ποικιλία τουριστών και γλωσσών γεμίζουν τους δρόμους υπό έναν μουντό, όχι και πολύ ενθαρρυντικό ουρανό. Εν μέσω στολισμών και εμπορικής κίνησης συναντάμε μια μπάντα με πνευστά που παίζει ρυθμούς Γκόραν Μπρέγκοβιτς.
Η εορταστική Αθήνα ως σκηνικό ταινίας του Εμίρ Κουστουρίτσα; Θα ταίριαζε με τις Αδύνατες πόλεις ως μία από τις λεπτομερείς εκείνες προσομοιώσεις παρελθοντικών τόπων όπου οι άνθρωποι του μέλλοντος επιλέγουν να αποσυρθούν αποφεύγοντας μια πραγματικότητα οικολογικής καταστροφής και γινόμενοι ταυτόχρονα έρμαια των ψευδαισθήσεων που εμπορεύεται ο άρχων του κόσμου τούτου, ο μεγιστάνας της τεχνολογίας Ντεβέντρα Πούρι.
Στις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις του βιβλίου, όπου οι χαρακτήρες πλανώνται μέσω χειρογράφων, αναμνήσεων, ονείρων, παιχνιδιών υπολογιστών στην Εϊντζελτάουν, τη Νερόπολη, τη Βυζανμπούλ, την Ιστάντιουμ, τη Μόσχα, πόλεις της φαντασίας, διακρίνει κανείς ψήγματα και αντικατοπτρισμούς δικών μας τοπίων και τωρινών προβληματισμών.
Τυπικά, μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τις «Αδύνατες πόλεις» επιστημονική φαντασία;
«Τυπικά μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει αυτό το βιβλίο επιστημονική φαντασία. Αγαπώ την επιστημονική φαντασία, όχι όμως υπερβολικά. Δεν με ελκύει, για παράδειγμα, το πιο «σκληρό» κομμάτι της, εκείνο με τις άπειρες επιστημονικές πληροφορίες. Ανήκω περισσότερο στη σχολή του Μπόρχες, όπου υφίσταται μια περίεργη συνθήκη χωρίς όμως να επεξηγείται το τι συνέβη με πλήθος τέτοιων λεπτομερειών. Υπάρχουν, όμως, εδώ διάφορες επιρροές, όχι μόνο από τον χώρο του φανταστικού, μπορώ και να τις κατονομάσω – Ταντ Γουίλιαμς, Τζέιμς Ελρόι, Ορχάν Παμούκ, Γουίλιαμ Γκίμπσον, Ντέιβιντ Μίτσελ».
Οδηγείτε τον αναγνώστη μέσα από έναν λαβύρινθο προσομοιώσεων, τεχνητής νοημοσύνης, οικολογικής καταστροφής, τεχνο-ολιγαρχών μεγιστάνων που ελέγχουν την ίδια την πραγματικότητα. Τι βρίσκεται όμως πραγματικά στο επίκεντρο της πλοκής και του προβληματισμού;
«Ο βασικός προβληματισμός έχει να κάνει με την έννοια της ψυχής στην εποχή της ψηφιοποίησης της ανθρώπινης διάνοιας. Το επίκεντρο του βιβλίου είναι για εμένα ο δυαδισμός ανάμεσα σε μια διάνοια που την έχουμε αναπαραγάγει ως ψηφιακό πνεύμα και σε αυτή την απροσδιόριστη ανθρώπινη ποιότητα που λέμε ότι είναι η ψυχή. Η ένταση ανάμεσα στη συζήτηση που υπήρχε για χιλιάδες χρόνια και προϋπέθετε έναν πνευματικό αόρατο εαυτό και στη συζήτηση που υπάρχει εδώ και μερικές δεκαετίες, οπότε αποφασίσαμε ότι αυτό ήταν μύθευμα και η ψυχή είναι προϊόν χημικών αντιδράσεων, το οποίο στο μέλλον ίσως μπορεί να γίνει ψηφιακό, να φορτωθεί στο παγκόσμιο σύννεφο και να αποβεί κατά μία έννοια άφθαρτο.
Αναρωτήθηκα, λοιπόν, ποιος θα είναι ο κόσμος στον οποίο η διάνοια θα είναι ένα ακόμη ψηφιακό δεδομένο που θα μπορεί να σπάσει σε διάφορα τμήματα, να διαμοιραστεί, να φορτωθεί σε δύο διαφορετικά σώματα, να υποδεχθεί φερτά δεδομένα υπό τύπον άβαταρ; Και τι σχέση έχει μια τέτοια αντίληψη με την ψυχή ως ανθρώπινο πυρήνα όπως τη γνωρίζαμε στο παρελθόν; Το μότο που επανεμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου «Η σάρκα είναι επουσιώδης» λειτουργεί κι αυτό εν είδει διερώτησης ως προς το αν αυτό που λέγαμε ψυχή είναι ο κρίκος που ενώνει τον υλικό με τον πνευματικό μας κόσμο – και μήπως αυτό είναι που μας κάνει ανθρώπους, τελικά;».
Αυτός ο δυστοπικός κόσμος που τελεί υπό τον έλεγχο ενός τεχνολογικού «σύγχρονου Προμηθέα», όπως θα τον ονόμαζε η Μέρι Σέλεϊ, παραπέμπει προφανώς σε μια δυνητική εξέλιξη του δικού μας.
«Το όχημα για να οδηγηθούμε σε μια τέτοια δυστοπία είναι το αρχέτυπο του Προμηθέα. Ο Ιλον Μασκ, οι σύγχρονοι μεγιστάνες στους οποίους είναι ίσως η μοίρα των κοινωνιών να υποταχθούν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις πρόσφατες δυστοπίες ο κόσμος είναι παραδομένος στα ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν ανησυχεί τους συγγραφείς τους ένα ανελεύθερο υπερκράτος, μια πολιτική τυραννία. Τους απασχολεί η πιθανότητα ενός κόσμου όπου ιδιωτικά συμφέροντα έχουν γίνει κράτος εν κράτει και η πλειοψηφία ζει με τα ψίχουλα που τους πετούν οι αφέντες τους. Η εικόνα, δηλαδή, μιας νεοφεουδαρχίας.
Ηδη ο Νευρομάντης του Γουίλιαμ Γκίμπσον, το 1984, περιγράφει μια εικόνα που θυμίζει το σήμερα. Η συζήτηση για τις αδύναμες ηγεσίες, για παράδειγμα, δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα. Δείχνει την αδυναμία της πολιτικής να επιβληθεί σε ένα διεθνοποιημένο κεφάλαιο που έχει αποκτήσει τα κλειδιά της κοινωνίας. Το ότι στο μέλλον από αυτό το κεφάλαιο μπορούν να προέλθουν και τεράστιες τεχνολογικές εξελίξεις αποτελεί και την τελευταία ελπίδα, καθώς η ανθρωπότητα δεν προσδοκά πια ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο, φαίνεται να έχει εναποθέσει τις ελπίδες της σε ένα τεχνολογικό θαύμα το οποίο θα ανακόψει αυτό που βιώνουμε ως οικολογική καταστροφή. Αυτό και μόνο δίνει τεράστια δύναμη: είναι σαν να προσπίπτουμε ενώπιον των σύγχρονων μεγιστάνων της τεχνολογίας ζητώντας θαυματουργές λύσεις – την πυρηνική σύντηξη, τους πλαστικοφάγους μύκητες που θα μας σώσουν από το πλαστικό που μας πνίγει, τα γεωμηχανικά συστήματα που θα αποτρέψουν την κλιματική αποκάλυψη.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες που αναζητούμε για τη σωτηρία μας θα προέλθουν από ανθρώπους που θα μας τις πουλήσουν. Δείτε την ιδέα του transhumanism, της επιμήκυνσης της ζωής, των εμφυτευμάτων που θα επιτρέπουν σε αναπήρους να ξεπερνούν τις αναπηρίες τους: εφόσον υπάρξουν, θα υπάρξουν ως εμπορικά προϊόντα».
«Τα πάντα γύρω μας έχουν γίνει μυθοπλασία» λέει μία από τις ηρωίδες του βιβλίου. Μήπως ήδη ζούμε στο εσωτερικό μιας μυθοπλασίας;
«Ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος αυτο-σκηνοθετείται διαρκώς. Και η σκηνοθεσία γίνεται με όρους μυθοπλαστικούς. Τα κοινωνικά μέσα είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος αναδιπλασιασμού των ζωών μας με όρους μυθοπλασίας και όρους σκηνοθεσίας. Προσπαθούμε εναγωνίως να δημιουργήσουμε καλογυαλισμένες, ρετουσαρισμένες εκδοχές των ζωών μας. Ο Ζαν Μποντριγιάρ ήταν απόλυτα προφητικός ως προς αυτό: όλοι μας ζούμε δύο, τρεις, τέσσερις ζωές, η καθεμία σκηνοθετημένη ανάλογα με τις ανάγκες του ψηφιακού μέσου στο οποίου υπαγόμαστε.
Στο μέλλον, σε 50 ή 100 χρόνια, μην αντέχοντας άλλο αυτή την αυτομυθοποίηση, οι άνθρωποι ίσως αναζητήσουν μια ψευδαίσθηση αυθύπαρκτης πραγματικότητας, έστω κι αν είναι η απόλυτη μυυθοπλασία. Στον κόσμο που περιγράφω δεν υπάρχει πια η παρηγοριά της τέχνης γιατί όλα έχουν γίνει παιχνίδια τεχνητής νοημοσύνης, ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει ταινίες με μια απλή εφαρμογή στο κινητό του, άρα η έννοια του κινηματογράφου έχει καταλήξει παιδικό παιχνίδι, όπως και η μουσική και η λογοτεχνία. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο ατελείωτων αναφορών, που καταλήγουν να μη σημαίνουν τίποτα, οι άνθρωποι διψούν για μια πραγματικότητα με κάποιες σταθερές. Αυτή είναι η έννοια των Αδύνατων πόλεων: ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι μπαίνουν γιατί δεν αντέχουν τον βομβαρδισμό του μηδενός».
Η YouTube-οποίηση των πάντων.
«Ναι, για εμένα ίσως είναι ένα από τα πιο πιθανά σενάρια. Ή θα επινοήσουμε νέες μορφές τέχνης, πολύ πιο προχωρημένες και αβέβαιες και επιδέξιες στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ύπαρξης, ή αυτά που γνωρίζουμε ως κοινά υλικά των τεχνών θα καταστούν υλικό καθημερινών εφαρμογών – ένα είδος εξευτελισμού τους».
Το μέλλον, επομένως, μπορεί να είναι η νοσταλγία του παρελθόντος;
«H Σβετλάνα Μπόιμ είχε παρατηρήσει ότι «ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με μια φουτουριστική ουτοπία και κατέληξε με νοσταλγία». Πλέον, το βιώνουμε καθημερινά. Βλέπουμε ανθρώπους στα κοινωνικά μέσα να νοσταλγούν δεκαετίες τις οποίες δεν έχουν ζήσει επειδή αισθάνονται ότι τότε υπήρχε ένα κέντρο το οποίο σήμερα λείπει.
Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε η πίστη ότι το μέλλον ήταν μπροστά και όλοι προσπαθούσαν να το ψυχανεμιστούν. Ο μοντερνισμός, ας πούμε, ήταν ακριβώς η έννοια του make it new, της ανανέωσης. Σήμερα, το μεταμοντέρνο, για να μιλήσουμε με όρους τέχνης, δεν είναι παρά ένα αναμάσημα.
Μπορεί τα μέσα της πνευματικής δημιουργίας και τα τεχνολογικά μας μέσα να είναι εμπροσθοβαρή, αλλά το περιεχόμενο με το οποίο τα γεμίζουμε είναι γεμάτο νοσταλγία και αναφορές σε ένα παρελθόν που ίσως και να μην ισχύει – όσοι το έζησαν μπορεί να το ελεεινολογούν, εμείς, όμως, με μια περίεργη διαμεσολάβηση το νοσταλγούμε γιατί δεν μας καλύπει το σήμερα».
Υπάρχει δυνητική διέξοδος από αυτόν τον λαβύρινθο, τον λογοτεχνικό και τον πραγματικό;
«Στο βιβλίο ένα είδος κάθαρσης έρχεται μέσα από τις σκηνές κινηματογραφικών ταινιών που βιώνει ο ήρωας. Ισως αντανακλά και τη δική μου ελπίδα ότι η τέχνη, όπως τη γνωρίσαμε, μπορεί τελικά να μας οδηγήσει όχι σε μια έξοδο, αλλά σε μια διέξοδο – μια ανάπαυση».
«Οι σύγχρονες γενιές είναι εντελώς ακομπλεξάριστες»
Κοιτάζει πλέον η σημερινή ελληνική λογοτεχνία σταθερά και πέρα από το τοπικό στοιχείο, αντλεί εξίσου τις επιρροές της από την παγκόσμια λογοτεχνία;
«Αυτή είναι μια συζήτηση που γίνεται συνέχεια στην ελληνική πεζογραφική σφαίρα. Η γενιά του ’80, για παράδειγμα, σχεδόν αφόρισε το παρελθόν, ήθελε να μιλήσει για το τώρα – με όρους λίγο Χέμινγκγουεϊ, λίγο Φιτζέραλντ, λίγο Μπρετ Ιστον Ελις.
Οι μεταπολεμικές γενιές ήδη είχαν έρθει σε σύγκρουση με τη γενιά του ’30 ως εκπροσώπου της εντοπιότητας και του εθνοκεντρισμού. Η πρώτη και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά έπιασαν το νήμα με το διεθνές γίγνεσθαι, προβληματίστηκαν σε σχέση με το μοντέρνο, είχαν ως επιρροή τους τον Κάφκα. Οι σύγχρονές μας γενιές είναι εντελώς ακομπλεξάριστες. Κάποιοι μπορεί να δηλώσουν ότι επικοινωνούν με τον Βενέζη. Κάποιοι άλλοι μπορεί να μην τον έχουν διαβάσει καν. Κάποιοι τρίτοι μπορεί να μιλήσουν για τις επιρροές τους από τα κόμικς.
Πολλοί χρησιμοποιούν ντοπιολαλιές, πολλοί χρησιμοποιούν την ξένη μυθοπλασία ή τις ξένες σειρές ακόμη. Το πώς θα τοποθετηθούν, το πώς θα αρχειοθετηθούν στο μέλλον δεν τους αφορά, είναι θέμα των μελετητών. Είναι δύσκολη η συζήτηση και για γενιές, άλλωστε, πια. Στην ποίηση είναι ίσως πιο διακριτές οι ομαδοποιήσεις. Στην πεζογραφία είμαστε όλοι νησιά. Δεν εννοώ με αυτό ότι είμαστε όλοι μια παγκόσμια γενιά ή ότι δεν παίζει ρόλο η εθνική καταγωγή. Δεν υπάρχουν όμως υπέρτερα προτάγματα, επιβεβαιώσεις κομματικές, πολιτικές ή άλλες. Ο καθένας εκφράζει τον υπέροχο εαυτό του».