Φωτεινή Τσαλίκογλου
Ο Ελληνας ασθενής – Μια ιστορία
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018
σελ. 176, τιμή 8 ευρώ
Αισθάνομαι τελείως ακατάλληλος να προσεγγίσω κριτικά μια νουβέλα. Αυτό που θα πω είναι λόγια ερασιτέχνη που αναπάντεχα μέσα στις αυλακιές της γης ανακάλυψε ένα υπέροχο κόσμημα. Λιτό και γυαλιστερό. Πυκνό και ευφάνταστο στη σύλληψη και στη γλωσσική του διατύπωση. Οπως το γυμνόστηθο γυναικείο άγαλμα που ανακάλυψε σε ένα νησί των Κυκλάδων ο ήρωας του βιβλίου, που τον μάγεψε σαν να ήταν ζωντανή γυναικεία παρουσία, ο ίδιος ο αιώνιος μαρμαρωμένος έρωτας που παραμένει άφθαρτος μέσα στη σκόνη του χρόνου.

Ο παραλογισμός της εξέλιξης

Πέντε γενιές κάθονται κάτω από ένα τεράστιο οικογενειακό δένδρο στο μάκρος 160 ετών. Ανιόντες και κατιόντες, πρόγονοι και επίγονοι, συνδιαλέγονται σαν μέσα σε ένα αστραφτερό όνειρο. Οι νεκροί συνομιλούν με τους ζωντανούς, το παρελθόν επεμβαίνει ψυχολογικά και γονιδιακά στο παρόν και το μέλλον. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου με μια μαγική αφαίρεση, σαν παιδική αμεριμνησία, αφήνει ανοιχτό το τοπίο στην απεραντοσύνη του, για να μπορέσει ο αναγνώστης ανεμπόδιστος να δει τις ζωές των ανθρώπων δεμένες σε μια κοινή μοίρα. Μέσα σε παρόμοια πάθη, πόθους, ενοχές, παρεκτροπές, αμφισημίες, προσδοκίες, σχέδια που συνήθως είναι πλάνες, προσδοκίες που περιέχουν ασυνείδητα το σπέρμα της αυτοκαταστροφής.
Μέσα από την «τρέλα» του ήρωα καταγράφεται με τρόπο συγκλονιστικό όλος ο παραλογισμός της εξέλιξης και της προόδου του μηχανοκίνητου πολιτισμού μας. Η υπερβολική του καθαριότητα και τάξη είναι ρυπαρότητα και εκκωφαντικός ανταγωνισμός με χαμόγελα και σιγαστήρες. Μια μόνο εικόνα της συγγραφέως δίνει καταστατικά την αποξένωση, την ερήμωση και την αδιαφορία του ανθρώπου της νεωτερικότητας: Eνας άνδρας έχει γείρει νεκρός σε ένα κεντρικό πάρκο της Ελβετίας. Περνάει μπροστά του κόσμος. «Κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν τρομάζει. Οι διαβάτες ανενόχλητοι συνεχίζουν το δρόμο τους… Σαν να έχουν όλοι μαζί οι άγνωστοι διαβάτες στο πάρκο Μπερτράν συμφωνήσει μεταξύ τους να μη στρέψουν το βλέμμα στο ακίνητο σώμα… Η θέα του νεκρού σαν ένα κλαράκι που τυχαία αποσπάστηκε από κάποιο δένδρο». Και συνεχίζει: «Η αρρώστια του δεν είχε όνομα, δεν είχε ορατά αίτια, δεν είχε αποδέκτες. Ισως να μην ήταν καν άρρωστος, αλλά ένας απλός άνθρωπος της εποχής του. Ενας Ελληνας ασθενής…». Η αναπαράσταση της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης είναι στη λιτότητά της σπαρακτική. Και μάλιστα μέσα από ασήμαντες λεπτομέρειες: «Μεταφέρουν το νεκρό στο φορείο. Διακρίνει τη βιασύνη πίσω από τις προσεκτικές κινήσεις των τραυματιοφορέων. Σκεπάζουν το σώμα με πράσινο μουσαμά. Αν υπήρχε υποψία ζωής θα άφηναν το κεφάλι ακάλυπτο».
«Ανάμεσά μας είναι η έρημος και μέσα μας η έρημος και σε κάθε της άκρη στέκεται ο Ξένος με την Ξένη. Ο Αλλού με την Αλλού» γράφω στην ποιητική μου συλλογή Παραλοϊσμένη. Δεκαετίες πριν ο Πεσόα επεσήμαινε: «Ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός είναι θεμελιωμένος στην υποκρισία και στο ψεύδος».
 

Σαν σκηνή από ταινία του Μπέργκμαν

Ξαφνικά η συγγραφέας καταγράφει κινηματογραφικά έναν εφιάλτη του Ελληνα ασθενούς, μέσα από μια παραίσθηση, που όμως είναι πιο πραγματική από το πραγματικό, γιατί την ξέρουμε, την έχουμε δει σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας, για να μας δώσει την άβυσσο που κρύβεται πίσω από τις ανθρώπινες σχέσεις: «Η υποψία της συντριβής παραμονεύει πίσω από κάθε φιλί. Κανείς δεν χωράει στην αγκαλιά κανενός». Ξάφνου όλα αλλάζουν όψη. Ο γιος γίνεται άλλος. Γένια φυτρώνουν στο πρόσωπό του, είναι άγριος, βλοσυρός, η μάνα χλωμή, αδύναμη σαν γέρικο πουλί. «»Θα με ακούς» λέει τώρα ο γιος. Εκείνος έχει το πάνω χέρι. «Δεν υπάρχεις χωρίς εμένα» της λέει» (σε μια αντεστραμμένη κτητικότητα που έχουν οι περισσότεροι γονείς στα παιδιά τους). Και συνεχίζει: «»Ανοιξε το στόμα σου» της λέει, «θα φας τα απομεινάρια μου, ό,τι περισσέψει από εμένα θα φας»», παραπέμποντας πάλι στη γνωστή αντεστραμμένη «αυτοθυσία» της μάνας που είναι όχι μόνο άσκοπη αλλά και νοσηρή. «»Λυπήσου με» λέει η μητέρα». Ο Ελληνας ασθενής παρεμβαίνει (όλα, υποτίθεται, εκτυλίσσονται μέσα στο δωμάτιό του) «»Εεε, εσείς, μητέρα και γιος, δεν μπορείτε να μονιάσετε;». «Μα δεν είναι η μάνα μου» του λέει, «Μα δεν είναι ο γιος μου» απαντά η μητέρα». Αποκαμωμένος ο Ελληνας ασθενής αποσύρεται στο δωμάτιό του: «Κυρία Ζοέλ, παρακαλώ, πείτε να φύγουν από το δωμάτιό μου. Διώξτε τους». Και η νοσοκόμα: «Μα δεν είναι κανείς. Ησυχάστε». Εχει τόση ζωντάνια και πρωτοτυπία αυτή η οπτική ψευδαίσθηση του Ελληνα ασθενούς, με τόσες ανεπαίσθητες ανατροπές που νομίζεις ότι παρακολουθείς ένα σκηνοθετημένο ντοκιμαντέρ που σε αφήνει εμβρόντητο. Σαν μια σκηνή από ταινία του Μπέργκμαν. Ολα είναι ρευστά, φευγαλέα, δίνοντας με μια ελλειπτική γραφή, τόσο απλή και χαμηλόφωνη, σαν μέσα σε ένα όνειρο όπου όλοι μιλούν με φωνές χαμηλωμένες. Συχνά η πυκνότητα της γραφής πλησιάζει την ποιητική πρόζα: «…όλα όσα λείπουν χαρίζουν μια αβάσταχτη σαγήνη… Ο άνθρωπος δοξάζεται μέσα από αυτό που του λείπει. Το κομμάτι που λείπει κάνει τον άνθρωπο ανυπέρβλητο… Αυτό που λείπει γεννά τον έρωτα. Ερωτεύομαι σημαίνει «ανοίγομαι, στον πόνο του αποχωρισμού»».

Τοιχογραφία

Το βιβλίο είναι μια υπέροχη πυκνή τοιχογραφία του κομματιασμένου ανθρώπου της νεωτερικότητας που έχει χάσει τον άξονα και το κέντρο του. Που τον έχουν υφάνει ξένα δάχτυλα και σκηνοθετούν τη ζωή του, δίνοντάς του ακατάπαυστα προσωπίδες και μάσκες για να αποκρύψουν τη βαθύτερη ψυχοαποσυνθετική του κατάσταση. «Πρόσωπα αναζητούσα κι έβρισκα μακιγιαρισμένους κομπάρσους… Ενας γυάλινος πατέρας είμαι. Με το ψεύδος αγκαλιά όπως κάθε απελπισμένος». Πόσοι άνθρωποι μέσα μου με κατοικούν; Γιατί δεν είμαι ένας; Υποδύομαι στη σκηνή τις ζωές άλλων ανθρώπων για να απομακρύνομαι από τη δική μου. «Και οι άλλοι άνθρωποι που υποδυόμαστε, εμείς είμαστε… ποιος είναι αυτός ο εξαπατημένος απατεώνας, πατέρα; Kάθε απατεώνας κουβαλά μέσα του έναν εξαπατημένο» – θυμίζοντάς μου Ντοστογέφσκι και Τάσο Λειβαδίτη.
Στάθηκα περισσότερο στο ψυχολογικό περιεχόμενο του βιβλίου φυσικά επειδή ως ψυχίατρο με βολεύει. Πέραν των άλλων είναι μια διατριβή για να χάσουμε, όσο γίνεται, τις αυταπάτες μας. Είναι μια εξαίρετη αλληγορία, για να δούμε πόσο φοβισμένοι, τρωτοί και παραπλανημένοι είμαστε, μήπως αισθανθούμε πόσο ανόητες είναι η έπαρση και η φιλαυτία μας.

Ονειρική γραφή

Αλλά η ομορφιά του βιβλίου βρίσκεται στην ίδια τη γραφή. Σαν να γράφτηκε κατ’ όναρ. Καμιά εκζήτηση. Κανένας άσκοπος διασκελισμός. Σαν να γράφτηκε με τον αέρα, με τα κύματα της ανάσας. Τόσο φυσικά και ανθρώπινα. Με τόση στοργή και αγάπη. Σαν χαμηλόφωνη εξομολόγηση. Απελπισμένη και συνάμα παρηγορητική. Με τη σοφία ενός γέρου τεχνίτη και την αμεριμνησία ενός παιδιού που ζει αμέριμνα μέσα στις αλήθειες του. Δηλαδή στον Αιώνιο Ενεστώτα του. Εννοώ το παιδί που δεν άφησε να μεγαλώσει μέσα του ο σοφός γέρος. Μήπως αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη τέχνη της ζωής; Κι εκείνη η κατά τύχη μεγαλειώδης παρηγοριά της υποσημείωσης: «Αφού να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο». Ενα μικρό αριστούργημα.
Ο κ. Μανόλης Πρατικάκης είναι ποιητής, έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.