Ο Νταβίντ Γκρόσμαν κατοικεί στο Μεβασέρετ Ζιόν, ένα μικρό χωριό περίπου δέκα χιλιόμετρα έξω από τη γενέτειρά του, την Ιερουσαλήμ. «Πλέον το να επιστρέφω εκεί μια φορά την εβδομάδα μού είναι υπεραρκετό. Αλλωστε, το γενικότερο διαβρωτικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη – ο φανατισμός, οι πάσης φύσεως ακρότητες, η βία – ήταν που μας οδήγησε εδώ. Είμαστε δίπλα στη φύση. Κάθε πρωί, η γυναίκα μου κι εγώ, κάνουμε έναν περίπατο μερικών χιλιομέτρων στο κοντινό δάσος και είναι πραγματικά υπέροχο να ξεκινάς με τέτοιον τρόπο τη μέρα σου» δήλωσε ο 68χρονος συγγραφέας μιλώντας αποκλειστικά προς «Το Βήμα».

Η φωνή του, από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, δεν απέπνεε μόνο ηρεμία αλλά ένα είδος κατακτημένης γαλήνης. Αφορμή για αυτή τη μακρά συνομιλία με τον κορυφαίο εν ζωή ισραηλινό συγγραφέα στάθηκε η πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά του καινούργιου μυθιστορήματός του με τίτλο Η ζωή παίζει μαζί μου (εκδ. Ψυχογιός), καθώς και η επανέκδοση του πανθομολογούμενου αριστουργήματός του Στο τέλος της γης, με κεντρική ηρωίδα την αλησμόνητη Ορα. «Ετούτη την περίοδο εργάζομαι πάνω σε κάτι άλλο. Το δουλεύω εδώ και αρκετό καιρό αλλά, αντιλαμβάνεστε πώς είναι αυτά τα πράγματα, έχεις στο μυαλό σου κάτι οιονεί εκτεταμένο και αυτό μπορεί να κάνει τα δικά του και να καταλήξει απλώς ένα ολιγόστιχο χάικου» αστειεύτηκε ο ίδιος, ένας εξαιρετικός πεζογράφος διεθνούς εμβέλειας, πολυβραβευμένος και μεταφρασμένος σε περισσότερες από 40 γλώσσες.

Η μελωδία ενός βιβλίου

«Το κρίσιμο για εμένα είναι να βρω τη φωνή του βιβλίου που γράφω κάθε φορά, τη μελωδία του αν προτιμάτε. Αυτή ξεκλειδώνει τα πάντα και είμαι σε εγρήγορση γιατί μπορεί να ακουστεί ανά πάσα στιγμή, σε κάποιο όνειρο ή στο πλαίσιο μιας καθημερινής υποχρέωσης» είπε. Το νέο του βιβλίο (που κατά τη γνώμη του γράφοντος τουλάχιστον στέκεται ακόμη πιο ψηλά από το Ενα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, το οποίο είχε χαρίσει στον Γκρόσμαν το Διεθνές Βραβείο Booker 2017) είναι η ιστορία μιας οικογένειας και πιο συγκεκριμένα τριών ανησυχαστικών γυναικών, της 90χρονης Βέρα, της κόρης της, Νίνα, και της εγγονής της, Γκίλι, η οποία λειτουργεί εν προκειμένω και ως αφηγήτρια (σε μια περίτεχνη κατά τα λοιπά εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου).

Το μοτίβο της εγκατάλειψης και μια κληρονομιά επίπονης απόστασης είναι που τις σημαδεύει όλες, τις ψυχές τους, μητέρες και θυγατέρες (και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει πώς ο συγγραφέας συμπληρώνει τα κενά και τις σιωπές μεταξύ τους). Από ένα σημείο και μετά, σε μια απόπειρα εξιλέωσης, πραγματοποιείται ένα ταξίδι στο εγκαταλειμμένο νησάκι Γκόλι Οτοκ, κοντά στις ακτές της Κροατίας, όπου η Βέρα είχε φυλακιστεί και βασανιστεί στη δεκαετία του 1950 ως πολιτική κρατούμενη (εκεί, στο λεγόμενο «Αλκατράζ της Αδριατικής», μέρος των «γκουλάγκ του Τίτο»). Το μυθιστόρημα του Γκρόσμαν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της Εύα Πάνιτς-Ναΐρ (1918-2015), με την οποία ανέπτυξε μια πολυετή και βαθιά φιλία. Εκείνη, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να διαβάσει το βιβλίο. Πρόλαβε όμως να του δώσει «απόλυτη ελευθερία, απόλυτη ανεξαρτησία ως προς τη φαντασία και την επινόηση» προκειμένου να το γράψει.

Αναρωτηθήκαμε αν αυτό ακριβώς, κάτι που θεωρητικά διευκολύνει, δημιούργησε στον Γκρόσμαν την οποιαδήποτε επιπρόσθετη δυσκολία. «Δεν είναι ποτέ εύκολο να γράφεις για ανθρώπινα όντα που ζουν ή έχουν περάσει από τη ζωή. Απεχθάνομαι την ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσα να προκαλέσω πόνο σε κάποιον. Από την άλλη μεριά, όταν χτίζεις σιγά-σιγά έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα και τον περιγράφεις οφείλεις να είσαι ως συγγραφέας άτεγκτος, σχεδόν βάναυσος μαζί του. Ωστόσο, η περίπτωση της Εύα ήταν αρκούντως αλλιώτικη. Ηταν ένα άτομο που αν επιχειρούσα να το εξιδανικεύσω, θα εξοργιζόταν. Ηταν απίστευτα προσεκτική ως προς τις λεπτές διαφορές και την ακρίβεια των πραγμάτων. Η κόρη της, η Τιάνα, η οποία γνώριζε τη μητέρα της καλύτερα και από τον εαυτό της, με διαβεβαίωσε ότι η Εύα θα ήταν πολύ ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Νομίζω ότι αυτό συνέβη επειδή δεν προσπάθησα να είμαι υπέρ το δέον καλός μαζί τους, αφηγούμενος τις ιστορίες τους.

Αλλωστε, τι νόημα έχει και πόσο να ωραιοποιήσεις ζωές που εκτυλίχτηκαν υπό σκληρότατες συνθήκες; Θέλησα να δείξω, βασικώς, πώς η Εύα (η Βέρα στο μυθιστόρημα) κατόρθωσε να είναι τόσο ανθεκτική και συγχρόνως απαλή και τρυφερή παρά τη βαρβαρότητα που βίωσε. Παρέμεινε ουσιωδώς ανθρώπινη. Παρέμεινε ο εαυτός της, δεν τον πρόδωσε και δεν πρόδωσε κανέναν άλλον, μεγάλη υπόθεση. Παρέμεινε δηλαδή συνεπής και τίμια και δεν ντράπηκε ποτέ για λογαριασμό της.

Σκέφτομαι ότι δεν έχω συναντήσει άλλον τέτοιον άνθρωπο στη ζωή μου, τόσο απαρέγκλιτα ειλικρινή με τον εαυτό του και τους άλλους. Είναι δελεαστικό να γράφεις για μια τέτοια προσωπικότητα, όμως το εγχείρημα ενέχει και μια απαιτητική περιπλοκή: πώς διαχειρίζεσαι τη μυθιστορηματική εκδοχή μιας γυναίκας η οποία δεν είχε πει ούτε ένα ψέμα στη ζωή της, μια γυναίκα που διαπνεόταν, σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο, από κάτι άκαμπτο και επίμονο και αράγιστο» ανέφερε ο Νταβίντ Γκρόσμαν.

Η συγχώρηση και η μνήμη

Το υπόβαθρο του βιβλίου είναι ασφαλώς σκοτεινό, του επισημάναμε, αλλά ο τόνος του, το κλίμα του, η ατμόσφαιρά του, δεν είναι έτσι, διαχέεται εμμέσως (και παραδόξως) μια φωτεινότητα παντού στο κείμενο. Μήπως αυτό σχετίζεται και με τον ίδιο, με την τρέχουσα φάση στη δική του ζωή; «Πιθανότατα και αυτό το μυθιστόρημα να είναι ένας συνδυασμός, του δικού μου χαρακτήρα, του δικού μου συγγραφικού βλέμματος, αλλά και της πραγματικότητας των ανθρώπων με τους οποίους καταπιάνομαι.

Οι συγκεκριμένες γυναίκες, μέσα σε όλα αυτά τα φοβερά που πέρασαν, διατήρησαν τη ζωτικότητα και τη ζεστασιά τους, ακόμη και την αίσθηση του χιούμορ. Οταν τις άκουγα να μου αφηγούνται τις ιστορίες τους, όταν εκτέθηκα στην αισιοδοξία τους, αναζωογονήθηκα και εγώ ο ίδιος οφείλω να σας πω. Μου έδωσαν ελπίδα, εν ολίγοις. Γιατί μου απέδειξαν ότι η συμφιλίωση και η σύγκλιση είναι εφικτές. Γιατί μου απέδειξαν πόσο σημαντική είναι η ευελιξία του ανθρώπου, το να είσαι ικανός να συγχωρείς δίχως να ξεχνάς. Λένε ότι για να συγχωρήσεις πρέπει να ξεχάσεις. Δεν το συμμερίζομαι αυτό. Υπάρχουν και πράγματα που αδυνατούμε να ξεχάσουμε. Η Νίνα δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό που της έκανε η Βέρα. Και η Γκίλι δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό που της έκανε η Νίνα.

Πιστεύω όμως ότι είμαστε σε θέση να βρίσκουμε εναλλακτικούς τρόπους να κινούμαστε και να ελισσόμαστε γύρω από το τραύμα. Το τραύμα είναι μια τρύπα, μια άβυσσος που συνήθως μας απορροφά μέσα της. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που αντιστέκονται, που δεν αφήνουν το τραύμα να τους κατασπαράξει, που διασώζονται εν τέλει από την μπαρουτοκαπνισμένη αισιοδοξία τους. Τι είναι αυτό, εν πάση περιπτώσει; Τι είδους ποιότητα ανθρώπινη; Το συγκεκριμένο βιβλίο με έκανε να συλλογιστώ έντονα την έννοια της ελπίδας, γιατί και σε προσωπικό επίπεδο πάλεψα πολύ με την απελπισία, κατ’ εξοχήν όταν έχασα τον γιο μου Ούρι (σ.σ.: σκοτώθηκε το 2006 σε μάχες, στα σύνορα Ισραήλ – Λιβάνου).

Εκτοτε έχω πασχίσει για να ζήσω με εσωτερική ειρήνη δίχως να ξεχάσω. Και σας λέω ότι, ακόμη και αν έξω όλα στη ζωή είναι μαύρα και ζοφερά, υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια επικράτεια ανθρωπιάς, ζεστασιάς και τρυφερότητας η οποία μάλλον δεν αφανίζεται ποτέ εντελώς. Αυτή είναι η πηγή της αισιοδοξίας. Είναι σαν να έχεις μια άγκυρα και να την πετάς μπροστά, προς το μέλλον, και να σε τραβά εκείνη προς τα εκεί. Η αισιοδοξία είναι ίσως μια υπερβολική λέξη, βεβαίως, εδώ που τα λέμε. Ομως η ελπίδα είναι μια ρεαλιστική λέξη, κατά τη γνώμη μου. Το θέμα εν τέλει είναι να μην αλλάξει εμάς αυτός ο απερίγραπτος κόσμος. Δεν μπορούμε να διορθώσουμε τις στρεβλώσεις του κόσμου, τον πόλεμο, την καταστροφή, την αυθαιρεσία. Το θέμα είναι επομένως να διασφαλίσουμε, με κάποιον τρόπο, ο καθένας όπως δύναται, ότι αυτός ο κόσμος δεν θα μας συντρίψει ως άτομα, την ουσία μας, τη μοναδικότητά μας. Φρονώ ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να παλέψουμε» υπογράμμισε.

Η επικράτηση της βίας

Οι γυναίκες που έγιναν οι ηρωίδες στο μυθιστόρημα Η ζωή παίζει μαζί μου ώθησαν τον Νταβίντ Γκρόσμαν να σκεφτεί, ευρύτερα όπως είπε ο ίδιος, πολλά ακόμη ζητήματα. «Υπάρχουν άνθρωποι που δομούν τις ζωές τους γύρω από το μίσος, την αντεκδίκηση, τη μικροψυχία και είναι ανίκανοι να αλλάξουν αυτή την κατάσταση, να διασώσουν τους εαυτούς τους από έναν τέτοιο λυπηρό και μολυσματικό ετεροκαθορισμό. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν κάμποσοι τέτοιοι Ισραηλινοί αλλά και Παλαιστίνιοι, για να περιοριστώ στην ατέρμονη σύγκρουση της Μέσης Ανατολής. Τι θα ήταν όλοι αυτοί χωρίς το μίσος τους για τους άλλους; Εχουν πλέον καταστεί τόσο ειδικοί στο μίσος ώστε δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν την ατομική ή τη συλλογική/εθνική υπόσταση πέραν αυτού. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που μας εμποδίζουν να επιτύχουμε την ειρήνη. Δεν κάνουμε ειρήνη επειδή, εκτός των άλλων, δεν έχουμε ιδέα πώς γίνεται αυτό. Η εξοικείωση με τη βία εδώ και περίπου έναν αιώνα έχει ξεπεράσει τα όρια, η βία θεωρείται κάτι το φυσικό σχεδόν που δεν αμφισβητείται, η βία έχει εισχωρήσει και ριζώσει μες στα όργανά μας και μας δηλητηριάζει βαθιά και ακατάπαυστα» τόνισε.

Νταβίντ Γκρόσμαν

Η ζωή παίζει μαζί μου

Μετάφραση Λουίζα Μιζάν Εκδόσεις

Ψυχογιός,

2022,

σελ. 408,

τιμή 21,90 ευρώ

Νταβίντ Γκρόσμαν

το τέλος της γης

Μετάφραση Λουίζα Μιζάν.

Εκδόσεις Ψυχογιός,

2022, σελ. 768,

τιμή 22,20 ευρώ

Το αδιέξοδο της πολιτικής

Μπορεί άραγε ένας συγγραφέας που γράφει στο Ισραήλ να μην είναι και πολιτικός συγγραφέας; «Νομίζω πως ναι. Υπάρχουν εδώ πολλοί λογοτέχνες που προσπαθούν να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στον εαυτό τους και την αποπνικτική πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Αλλοι πάλι φοβούνται τις συνέπειες, προτιμούν να μην είναι ανοιχτοί και να μη λένε τις απόψεις τους επειδή ξέρουν πόσο ακαριαίες και άθλιες επιθέσεις πρόκειται να δεχτούν, ιδίως από τους ακροδεξιούς ή πιο συντηρητικούς κύκλους. Εγώ δεν έχω τέτοια διλήμματα διότι φρόντισα, δεκαετίες πριν, να διακηρύξω τις απόψεις μου. Δεν περιμένουν κάτι απρόβλεπτο από εμένα. Είμαι αφοσιωμένος στην Αριστερά και έχω συναίσθηση ότι ανήκω σε μια μικρή μειοψηφία. Δεν κατηγορώ ωστόσο όσους δεν γράφουν πολιτικά, τους καταλαβαίνω. Το να ασχολείσαι με την κατάσταση αυτής της χώρας είναι εξουθενωτικό, επειδή αφενός τίποτα δεν αλλάζει και αφετέρου επειδή χρειάζεται πολλή ενέργεια και υπομονή για να αναδιατυπώνεις μια παλιά ιστορία με νέες λέξεις ξανά και ξανά και ξανά. Προσωπικά, αισθάνομαι κάπως ότι, επενδύοντας τις δυνάμεις μου στην κοινωνική δράση και στην επιδίωξη του διαλόγου, εντός και εκτός του Ισραήλ, έχω πληρώσει ένα υψηλό καλλιτεχνικό κόστος όλα αυτά τα χρόνια. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν, εξαιτίας αυτού ακριβώς, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να διερευνήσει περισσότερα αισθητικά μονοπάτια. Από την άλλη μεριά, είμαι αυτός που είμαι και αν μου δινόταν η ευκαιρία να γυρίσω πίσω μάλλον την ίδια πορεία θα ακολουθούσα».