Ο ποιητής Αναστάσης Βιστωνίτης, με νέα εκφραστικά μέσα, διασχίζει την έρημο της ζωής και φθάνει σε μια τρομαγμένη όαση με νέες πηγές ενέργειας και ορμή ποιητικής ενάργειας. Τα ποιήματα της υπό συζήτηση επιτομής είναι μακριά από το παρόν, αλλά όχι από τη ζωή. Ζουν σε ένα μεταφυσικό κλίμα. Από τα πρώτα του της δεκαετίας του 1970 έως τα τελευταία του 2008 είναι ποιήματα που αντλούν θέματα από προσωπικά βιώματα, αλλά δεν εξαντλούνται σε αυτά. Ο Βιστωνίτης ξεκινά ως ώριμος ποιητής, χωρίς να είναι ο ποιητής του τρέχοντος, του επίκαιρου, του εδώ και τώρα. Δεν είναι ο ποιητής της καθημερινότητας ούτε ο πολυγράφος που στρώνεται να γράψει μια συλλογή κάθε χρόνο. Εχοντας πάρει στα σοβαρά τους στίχους ενός από τους σπουδαιότερους ποιητές του 20ού αιώνα, του Τσέσλαφ Μίλος «… γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δίχως ευκολία / κάτω από αφόρητη πίεση και μόνο με την ελπίδα / ότι πνεύματα αγαθά, όχι κακά, μας διάλεξαν για όργανό τους» («Ars Poetica»), ο Βιστωνίτης, με όπλο τον υπαρξιακό στοχασμό, ανοίγει δρόμους που δεν μας αποσπούν από τη ζωή αλλά μας μεταφέρουν στο κέντρο της. Είναι βαριά η καλογερική για τον γνήσιο ποιητή, γιατί πρώτα μαθαίνει να μονάζει μέσα του από εσωτερική ανάγκη και μετά μαθαίνει να μονάζει μέσα στα ποιήματά του. Ετσι δεν του είναι δύσκολο του Βιστωνίτη να ασκητεύει σε έναν κόσμο ταραγμένο και θηριώδη χωρίς να χάνει την πίστη του και την ισορροπία του, σε μια ζούγκλα όπου το μέλλον ξετυλίγεται ως χωματόδρομος ενώ για τους αδιάφορους είναι ασφαλτόδρομος.
Τα βιώματα και τα νοήματα
Διαπιστώνω μια νοηματική αλληλουχία και έναν εσωτερικό κραδασμό που συνδέει τα πρώτα ποιήματα της Μετοικεσίας (1972) που έγραψε όταν ήταν 20 ετών έως το τελευταίο του βιβλίο Τα ρόδα της Αχερουσίας (2008). Είναι μια αλληλουχία που εδράζεται στην πεποίθηση του ποιητή ότι μέσω της ποίησης δημιουργεί και προτάσσει μια ασπίδα ηθικής διαμαρτυρίας για τα τεκταινόμενα ερήμην ή και με τη συμμετοχή της κοινωνίας. Το ποίημά του «Τοτέμ» από την τελευταία του συλλογή έχει ως εξής: Εβρεξε. / Ελαμψε η κρυστάλλινη καμπάνα. // Επειτα άρχισε ν’ ανατέλλει στον ουρανό / το ρέκβιεμ ενός άλλου θανάτου. // Σκοτεινά Χερουβείμ πετούσαν / κάτω από τα κράσπεδα του δειλινού. // Τότε είδα το ικρίωμα στο βάθος, / εκεί που πήρε να σκοτεινιάζει / κάτω από το βουνό. // Ενας ίσκιος βγήκε πίσω από το ικρίωμα, / άρπαξε το σχοινί / και χτύπησε την καμπάνα. Το ποίημα αυτό θα μπορούσε να αναγνωστεί ως σχόλιο για τη διαφθορά στα δωμάτια της εξουσίας, ως οξυδερκής παρατήρηση της τραγικότητας της ζωής και της ανθρώπινης συνθήκης, ως εικονισμός που περιγράφει μια αντικειμενική πραγματικότητα ανεπίδεκτη θεραπείας. Ανεμος ιστορίας διατρέχει σχεδόν όλη την ποίηση του Βιστωνίτη, ποίηση που θα αντέξει στον χρόνο διότι πραγματεύεται τον ίδιο τον χρόνο μέσα στο δικό του τερέν. Χαρτογραφώντας τα προσωπικά του βιώματα τα ανάγει σε διασυλλογικά ιδιώματα.
Ιστορία και πραγματικότητα
Ο καλός ποιητής είναι προφήτης και βλέπει μακριά, γι’ αυτό και στον τόμο «Ποιήματα 1971-2008» ο Βιστωνίτης άλλο δεν κάνει παρά να «μεταπλάθει» σε ποίηση τις εμπειρίες του, τις αναγνώσεις του και τα ταξίδια του διαμορφώνοντας τον χρόνο της εποχής του και αναπτύσσοντας τη δική του αντίληψη περί νοήματος και γλώσσας. Οι ποιητές της γενιάς του, της γενιάς τού ’70, δεν έζησαν συνταρακτικά γεγονότα, δεν έζησαν πολέμους και αφανισμούς, προσφυγιά και κατοχή, στέρηση, πείνα και εξορίες. Μια χούντα έζησαν που τους πήρε ξώφαλτσα. Εζησαν όμως το κίνημα των χίπις, των Μπιτ, γαλουχήθηκαν από τους Μπιτλς, την Τζόαν Μπαέζ και τον Μπομπ Ντίλαν, το αντιπολεμικό κύμα και όλα αυτά στον απόηχο του γαλλικού Μάη και έκαναν οι ίδιοι μια ποιητική έκρηξη που ακούγεται ως τις μέρες μας, ξεμπροστιάζοντας όλα τα στοιχεία και τα συστατικά ενός κόσμου σε διαταραχή, διότι είναι μια ποίηση που αφορά τον κόσμο και όχι τον κόσμο τους, είναι μια υγιής ποιητική κραυγή η κραυγή της Γενιάς του ’70, μιας και τοποθετεί την αλήθεια, την ελευθερία, το αξιακό ανθρωποκεντρικό σύστημα πάνω από το κοινότοπο και τις προσωπικές μεμψιμοιρίες ασκούμενων και εξασκούμενων ποιητών. Και μία από τις πιο ιδιαίτερες φωνές αυτής της γενιάς είναι ο Αναστάσης Βιστωνίτης.
Η ποίησή του είναι σε επαφή με την Ιστορία και το μεταφυσικό αλλά όχι σε απόσταση από την αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής του. Συνδυάζει το προσωπικό με το συλλογικό, χωρίς να είναι ποίηση που αφορά τον εαυτό του. Συνδυάζει επίσης την εντοπιότητα με τον διεθνισμό και τον κοσμοπολιτισμό χωρίς να είναι ποίηση ακραιφνώς ελληνική με αποχρώσεις παγκοσμιότητας. Στα ποιήματά του διαδραματίζονται παραβολές και μεταφορές, παρεμβάλλονται παράδοση και μοντερνισμός, διασταυρώνονται συμβολισμοί με ιστορικότητες, αποκαλύπτοντας κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων την κρούστα ενός πλανήτη σε παρακμή ή σε αποσάθρωση. Η ποίησή του είναι σαν ένα χαμένο αρχαίο βιβλίο που με τα χρόνια αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αξία όχι λόγω σπανιότητας και αρχαιότητας αλλά λόγω νεωτερικότητας του περιεχομένου του. Υπερβαίνοντας τα ψελλίσματα της λήθης και τα ξεψειριάσματα του αυτισμού, εστιάζει την προσοχή του στον αστερισμό της μνήμης, γίνεται συγκυβερνήτης με τη Μούσα του σε μια μαούνα που είναι φορτωμένη με όλα τα σκουπίδια του κόσμου και αναζητεί μεσοπέλαγα μια χωματερή για να τα θάψει. Μη βρίσκοντας όμως χωματερή, επαφίεται στον πατριωτισμό του Αχέροντα και της λίμνης της Αχερουσίας.
Εν κατακλείδι θα ισχυριζόμουν ότι η ποίηση του Βιστωνίτη, ποίηση ουσίας, ανανεώνει τη μεγάλη ποιητική μας παράδοση. Θα έλεγα, και ας θεωρηθεί τραβηγμένο, ότι είναι ένας από τους οκτώ με δέκα πιο σημαντικούς ποιητές που συνθέτουν ποίηση σήμερα στην Ελλάδα. Ας πάρουν παράδειγμα οι νεότεροι.
Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών