«Το να είσαι φτωχός έμοιαζε πολύ με το να έχεις βγει από τη φυλακή με αναστολή – το έγκλημα ήταν η έλλειψη πόρων να επιβιώσεις». Ο συσχετισμός φτώχειας και εγκλήματος υπό διάφορες μορφές ή, στην καλύτερη περίπτωση, η πρόσληψη της κατάστασης απορίας ως μοιραίου λάθους για το οποίο η ίδια φέρει αποκλειστικά την ευθύνη, ανακύπτει συχνά στην Οικιακή βοηθό (εκδ. Κλειδάριθμος) της Στέφανι Λαντ. Αυτοβιογραφικό έργο που διακρίθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2019 και έγινε ευρύτερα γνωστό χάρη στη μεταφορά του στο Netflix τον Οκτώβριο του 2021, αποτελεί το χρονικό μιας νεαρής μητέρας μονογονεϊκής οικογένειας σε κακοπληρωμένες, σκληρές χειρωνακτικές εργασίες από όπου αντλεί το ισχνό εισόδημά της.
Η Στέφανι ανήκει σε μια οριακή ομάδα ανθρώπων που τρέχουν μόνο και μόνο για να μείνουν στο ίδιο σημείο, για να μη γλιστρήσουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Εγκαταλείπει το όνειρό της να σπουδάσει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα εξαιτίας μιας σχέσης. Οταν η σχέση αυτή αποδεικνύεται κακοποιητική, απομακρύνεται, στο μεταξύ όμως η οικονομική κρίση έχει στερήσει από τους γονείς της το περιθώριο να τη συνδράμουν. Χρειάζεται επτά διαφορετικά κρατικά επιδόματα για να επιβιώσει. Ενδίδει σε καταδικασμένους εξαρχής δεσμούς που επιμηκύνονται παρά το προφανές αδιέξοδο για χάρη της στέγης που παρέχουν στη μικρή της κόρη. Οι δυο τους τρέφονται με το φτηνότερο ψωμί και λαχανικά που κοστίζουν λιγότερο από 2 δολάρια το κιλό. Το Happy Meal των McDonald’s δεν λογίζεται απλώς ως φαστ φουντ, είναι λιχουδιά. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δεν προβλέπεται για τη δική της ωριαία απασχόληση, χρήματα για παιδικά φάρμακα εκτός συνταγογράφησης δεν υπάρχουν. Εργάζεται περιστασιακά, πρώτα ως συντηρήτρια κήπων, έπειτα ως καθαρίστρια, με το χαμηλότερο προβλεπόμενο ημερομίσθιο και τον διαρκή κίνδυνο απόλυσης αν δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στο αέναα ευέλικτο ωράριο που απαιτείται. Κατά κανόνα οι ιδιοκτήτες είναι απόντες: στη φασματική αυτή σχέση εκείνη σχηματίζει την εικόνα των ενοίκων από τα ίχνη τους (τσιγάρα, καλλυντικά, λεκέδες), αυτοί προσλαμβάνουν μια αόρατη παρουσία. «Το θεόρατο τείχος του στίγματος» επισκιάζει όλους όσοι ζουν με κουπόνια της πρόνοιας: «δεν κάνει τίποτα», ακούει να της λένε άλλοι πελάτες στο σουπερμάρκετ, υπονοώντας ότι οφείλει να τους ευχαριστεί καθώς τα τρόφιμά της πληρώνονται από τη δική τους φορολόγηση. Σε ένα τέτοιο κλίμα η αυτοεκτίμηση διαβρώνεται. Η Στέφανι, η οποία επιθυμούσε διακαώς να σπουδάσει και γνωρίζει ότι ακόμη και τώρα αυτή θα ήταν η μόνη διέξοδός της από την απόλυτη φτώχεια, φτάνει στο σημείο να βλέπει πλέον την ανάγνωση ως υπερβολική πολυτέλεια: «έπρεπε να δουλεύω διαρκώς, έπρεπε να αποδεικνύω ότι άξιζα τα επιδόματα του κράτους».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.