Στο μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα μια ελληνική κοινωνία σε μετάβαση έρχεται αντιμέτωπη με το αίτημα της γυναικείας χειραφέτησης. Η μελέτη της διδάκτορος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Σοφίας Τατίδου διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το φαινόμενο των αυτοκτονιών εξέφρασε τη διεκδίκηση αιτημάτων και διεκδικήσεων γύρω από την εκπαίδευση, τον γάμου, τις συνθήκες εργασίας.

Οι συνθήκες ζωής των γυναικών που εξετάσαμε ήταν για διάφορους λόγους αβίωτες καθώς αποτύγχαναν να «συναντήσουν» τις επιθυμίες τους, μιας και αυτό προϋπέθετε το σχεδόν ανέφικτο: να κινηθούν έξω από το ρυθμισμένο και κανονιστικό πλαίσιο επιβολής. Στις επιθυμίες τους συναντούσαν άνδρες με εξουσία που τις περιόριζαν: ο πατέρας, ο αδερφός, ο πρύτανης, ο αστυνομικός, ο γιατρός, ο εργοδότης. Με την ενέργεια της αυτοχειρίας απέρριπταν ουσιαστικά αυτή την εξουσία. Ωστόσο, η αυτενέργειά τους επισκιαζόταν συχνά από τον ιατρικό και τον ψυχιατρικό λόγο –που έβρισκε εφαρμογή στην εξέταση παρθενίας που γινόταν στις αυτόχειρες ή στην τέλεση κηδείας μόνο με «βεβαίωση» παραφροσύνης–, από τη δημοσιογραφική ρομαντικοποίηση και από τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί φύσης και ηθικής.

Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις η αυτοκτονία μιας γυναίκας ή η απόπειρα αυτοκτονίας της αποκτούσε κοινωνική ανάγνωση και αναγνωριζόταν το αίτημα που έφερε. Η αναγνώριση αυτού του αιτήματος είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί οδηγούσε σε μια ενδελεχή έρευνα για την αναζήτηση των πραγματικών αιτίων πίσω από την ενέργεια, ευαισθητοποιούσε τους λόγιους της εποχής συμπαρασύροντας την κοινωνική αρθρογραφία, και άνοιγε δημόσιο διάλογο γύρω από τις διεκδικήσεις των γυναικών όσον αφορά την εκπαίδευση, το γάμο, τις συνθήκες εργασίας, τον τρόπο ζωής, τη γενικότερη αντιμετώπιση και μεταχείριση από κοινωνία και πολιτεία.

Σοφία Τατίδου. Οι αυτοκτονίες γυναικών στην Ελλάδα με την έλευση του 20ού αιώνα. Ενα διαχρονικό αίτημα χειραφέτησης. Εκδόσεις Εστία, 2024, σελ. 240, τιμή 16 ευρώ. Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 7 Οκτωβρίου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις αρκούσε ένα πλήθος αυτοκτονιών με κοινό αίτιο για να στρέψει την προσοχή του κόσμου στο πρόβλημα. Το πλήθος, δηλαδή, αναδυόταν από μόνο του ως αίτημα για κοινωνική αλλαγή. Η σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών προβλημάτων και των αυτοκτονιών των γυναικών αποτυπώνει και τη δυναμική του διαβήματός τους. Καταγράψαμε, άλλωστε, περιπτώσεις, στις οποίες η αυτοκτονία χρησιμοποιήθηκε ως «όπλο», προκειμένου να φοβηθούν οι οικείοι της γυναίκας και να προχωρήσουν σε κάποια παραχώρηση, ενώ πλέον άρχισαν να εμφανίζονται και οι δημόσιες φωνές που σε τέτοιες καταστάσεις καλούσαν τους οικείους των γυναικών και όχι τις γυναίκες να λογικευτούν.

«Η αναγνώριση του αιτήματος πίσω από τη γυναικεία αυτοκαταστροφικότητα είναι σημαντική, επίσης, διότι καθιστά την πράξη τους προϊόν αυτοβουλίας και όχι κατάρρευσης.»

Η αναγνώριση του αιτήματος πίσω από τη γυναικεία αυτοκαταστροφικότητα είναι σημαντική, επίσης, διότι καθιστά την πράξη τους προϊόν αυτοβουλίας και όχι κατάρρευσης. Σε αυτό το πλαίσιο δόθηκαν στα υποκείμενα ιδιότητες παραδεδεγμένες στους άνδρες αυτόχειρες, σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα έμφυλα στερεότυπα, όπως η αποφασιστικότητα και η τόλμη. Στην ίδια την πράξη της γυναικείας αυτοχειρίας εδράστηκαν νέες αξιολογικές κρίσεις: σε πολλές από τις περιπτώσεις που αναλύσαμε, η αυτοχειρία δεν ήταν ένα τραγικό γεγονός, κάτι αθέμιτο και περιθωριακό, αλλά αναγνώστηκε ως διαμαρτυρία για την Ελενη Παντελίδου, ως νίκη για τη Ραλλού Σμολένσκη, ως μη συμβιβασμός για την Ελένη και τον Δημήτρη, ως συνειδητή φυγή για τις τρεις έφηβες, ως ανυπακοή για τις αοιδούς. Με βάση αυτές τις αναγνώσεις η αυτοχειρία πέρασε στη σφαίρα του πολιτικού. Τα υποκείμενα θα μπορούσαν να ακουστούν με τη φωνή τους και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τα σώματά τους. Το μήνυμα που έστελναν προοριζόταν για τον περιορισμένο οικογενειακό / κοινωνικό κύκλο, είχε όμως απόηχο σε ολόκληρη την κοινωνία.

Ορισμένες από τις αυτοκτονίες που εξετάσαμε έγιναν πολύ δημοφιλείς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που παρουσίαζαν, και την ωραιοποίηση από τον Τύπο ακολουθούσε η εκδήλωση λατρείας από τον κόσμο. Οταν διαδέχονταν το γεγονός απόπειρες ή αυτοκτονίες για παρόμοια αίτια, εκτελούνταν με παρόμοιο τρόπο και πολλά στοιχεία παρέπεμπαν σε αυτό, ο Τύπος –που τροφοδοτούσε το φαινόμενο–, παρατηρώντας την αυξητική τάση, έκανε λόγο για «επιδημία αυτοκτονιών». Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η δημοσιογραφική κάλυψη των περιστατικών αυτοχειρίας έγινε με κάθε λεπτομέρεια και με γλώσσα που ενισχύει τις εντυπώσεις. Υπήρξε, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό ρομαντικοποίηση των αυτοκτονιών, και ειδικότερα των διπλών, και εξιδανίκευση του θανάτου, που οδήγησε έναν μικρό αριθμό ατόμων που ταυτίζονταν με τους αυτόχειρες να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια. Ομως η έκφραση «επιδημία» χρησιμοποιούνταν στον δημοσιογραφικό λόγο καταχρηστικά, στο πλαίσιο της κυριαρχίας του ψυχιατρικού λόγου για να εκδηλώσει τον φόβο για κάποιο μεγάλο ξέσπασμα.

«Ενάντια στα πορίσματα που τις ήθελαν προστατευμένες εντός της οικιακής σφαίρας, οι περισσότερες αυτοκτονίες και απόπειρες λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών και οι αιτίες εντοπίζονται στο οικογενειακό περιβάλλον.»

Οσον αφορά το προφίλ της αυτόχειρα, από τις περιπτώσεις που αποδελτιώσαμε φαίνεται ότι οι γυναίκες προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, από τα κατώτερα μέχρι τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ως επί το πλείστον πρόκειται για νεαρές σε ηλικία γυναίκες, ανεπάγγελτες και συνήθως ανύπαντρες. Παρόλο που εξετάσαμε μεταξύ αυτών και εργαζόμενες γυναίκες, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν είχαν την ανεξαρτησία να κάνουν τις προσωπικές τους επιλογές. Οσον αφορά την εργατική τάξη, παρατηρήσαμε ότι οι γυναίκες που παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονικότητας είναι οι υπηρέτριες, κάτι που δείξαμε ότι συνδέεται με τη φύση του επαγγέλματός τους και τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνταν. Οι αυτοκτονίες και οι απόπειρες στις περιπτώσεις που μελετήσαμε εντοπίζονται κυρίως στην Αττική. Σε αυτό τον χώρο εστιάσαμε στην έρευνά μας διότι είναι το μέρος της χώρας όπου διαμορφώνεται ένα πολύπλοκο αστικό σύστημα με νέες προκλήσεις και ευκαιρίες αλλά με τους ίδιους περιορισμούς και απαγορεύσεις για τις γυναίκες. Αυτές ζουν σε μια μεταβατική κοινωνία που εν πολλοίς αμφισβητεί τις παραδοσιακές αξίες, ωστόσο παραμένουν το πιο καταπιεσμένο –σχεδόν αποκλεισμένο– κομμάτι της. Ενάντια στα πορίσματα που τις ήθελαν προστατευμένες εντός της οικιακής σφαίρας, οι περισσότερες αυτοκτονίες και απόπειρες λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών και οι αιτίες εντοπίζονται στο οικογενειακό περιβάλλον. Κάποιες από τις αυτοκτονίες και τις απόπειρες που μελετήσαμε διαδραματίζονται ωστόσο και σε δημόσιο χώρο: στην Ακρόπολη, στο Α΄ Νεκροταφείο, σε κρατητήριο, σε δικαστικό μέγαρο. Η πράξη της αυτοχειρίας, έτσι, στις συνθήκες υπό τις οποίες συντελείται, γίνεται απόλυτα ορατή και λαμβάνει τη μορφή ανοιχτής διαμαρτυρίας.

[…]

Η δημοσιότητα και το κοινωνικό ενδιαφέρον γύρω από τις αυτοκτονίες την περίοδο που εξετάζουμε μειώνονται με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων. Οι διεκδικήσεις επισκιάζονται από τις εθνικές περιπέτειες και προσδοκίες, στις οποίες πρωταγωνιστής είναι πλέον ο άνδρας – στρατιώτης και οι ανάγκες του, που περνούν σε πρώτο πλάνο. Οι γυναίκες καλούνται, λοιπόν, να ανταποκριθούν στον δικό τους παραδοσιακό ρόλο για τις ανάγκες του έθνους. Οι αυτοκτονίες, μαζί με τα υπόλοιπα κοινωνικά ζητήματα, έρχονται και πάλι στο προσκήνιο όταν υποχωρούν οι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, δηλαδή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το υπό εξέταση φαινόμενο μετατοπίζεται πλέον τη δεκαετία του 1920 στις προσφύγισσες από τη Μικρά Ασία, με κύρια αίτια τα οικονομικά. Η τάση προς αυτοχειρία παραμένει εξίσου υψηλή, κάτι που γίνεται αντιληπτό ακόμα και από την «ενόχληση» του δικτάτορα Πάγκαλου, που με εντολή του απαγορεύεται η δημοσίευση αυτοκτονιών στον Τύπο και επιχειρεί την κατάρτιση νομοθετήματος για την τιμωρία των αποπειρωμένων.