Στο διαμέρισμά της στην οδό Αλεξάνδρας, ανάμεσα σε φωτογραφίες του συζύγου της Γιώργου Σεβαστίκογλου, του Καρόλου Κουν, του θείου Πλάτωνα και της «θείτσας» Διδώς Σωτηρίου, της Ζωρζ Σαρή, ανάμεσα σε πάμπολλες εικόνες των παιδιών και των εγγονιών της, πρωτογνώρισα την Αλκη Ζέη, τον Ιούνιο του 2011. Αφορμή, η μεταφορά των βιβλίων της από τον Κέδρο στο Μεταίχμιο με εξώφυλλα που είχε επιμεληθεί η παλιά φίλη της Σοφία Ζαραμπούκα. Είχα μπροστά μου τη συγγραφέα της Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα που με κοιτούσε με κοφτερό γαλάζιο βλέμμα και ένιωθε ότι «αρχίζει μια καινούργια ζωή».
Η Ελλάδα βρισκόταν στην αρχή της κρίσης και η ερώτηση για την τραγική κατάσταση της χώρας ήταν αναπόφευκτη. Mε κατακεραύνωσε: «Η δικιά μου γενιά πέρασε τον Εμφύλιο, πηδούσα πτώματα για να πάω στο σχολείο, μη μου λέτε ότι η κατάσταση είναι τραγική». Λόγια κοφτά και σταράτα. Στην ένατη δεκαετία της ζωής της παρέμενε δραστήρια και αποφασιστική, μαθημένη να προσαρμόζεται στις συνθήκες από τον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, της εξορίας στην Τασκένδη και στη Μόσχα με τον Σεβαστίκογλου, της δικτατορίας και της αυτοεξορίας στο Παρίσι. Τα βιβλία της αφηγούνται τη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας και εμπνέονται από τα βιώματα μιας πολιτικοποιημένης αριστερής, αλλά η ίδια ποτέ δεν είχε παρωπίδες και δεν δίστασε να κρίνει την Αριστερά στη σύγχρονή της εκδοχή.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.