Σαν πλάνο παλιάς ελληνικής ταινίας, που ανοίγει ασπρόμαυρο στην οδό Φιλελλήνων, σε πολυκατοικίες που οικοδομήθηκαν από αντιπαροχή. Ο φακός στρέφεται στους ανθρώπους που συνθέτουν τον μικρόκοσμο της γειτονιάς, ανθρώπους «μονήρους βιοτής». Κύριο ρόλο θα έχει ο Ζαφείρης, συνταξιούχος της ΔΕΗ στα πενήντα κάτι του. Γηροκόμησε την κατάκοιτη μάνα του κι έμεινε ανύπαντρος. Με το κομπόδεμά του, όσα του έμειναν από το φέσι στο χρηματιστήριο, θρησκευόμενος, περιποιητικός, έχει υπό την προστασία του τις ανήμπορες γυναίκες της γειτονιάς. Τη Δόμνα, συνταξιούχο υπάλληλο σε ζαχαροπλαστείο, που παρακολουθεί στην τηλεόραση το θρίλερ των capital controls και τη βίαιη απομάκρυνση από τα λεφτουδάκια της στην τράπεζα, μαζεμένα για τα γηρατειά της, και λιώνει κυριολεκτικά σαν κεράκι. Τη Φωτούλα, που έμεινε ανύπαντρη κι αυτή πληρώνοντας κρίματα της μάνας της, που πήγε να κλειστεί στο μοναστήρι και γύρισε πίσω, που ταλαιπωρημένη από τα αρθριτικά ζει τον κόσμο από το παράθυρό της. Σε ρόλο κομπάρσας η αλλοτινή ξανθιά γαλανομάτα γαζέλα της γειτονιάς, που τώρα είναι γνωστή ως η κουφή που ταΐζει τις γάτες. Κομβικά πρόσωπα στο δράμα που θα εκτυλιχθεί, ένα νεαρό ζευγάρι, η τσαχπίνα Ρούλα με τον ζηλιάρη Μπάμπη και το μωρό.
Η Βίκυ Τσελεπίδου εμφανίστηκε ως νέα υποσχόμενη φωνή στα πεζογραφικά μας πράγματα με το Ελενίτ (2014), μια συλλογή 25 σύντομων διηγημάτων. Με το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (2017), φιλόδοξο πάντρεμα μυθοπλαστικού υλικού και ποικίλων τεκμηρίων και βασικό θέμα τον ξεριζωμό στη Μικρασία, έδειξε τις ικανότητές της στη μεγάλη σύνθεση και βραβεύτηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Με το καινούργιο της βιβλίο, τη νουβέλα Φιλελλήνων (Νεφέλη, 2018), αρχίζει πλέον να παγιώνεται το πρόσωπο της νέας δημιουργού. Στους ρεαλιστικούς αλλά και αλλόκοτους κόσμους της οι οικογενειακές σχέσεις είναι στο προσκήνιο, γίνονται καταδύσεις στις σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής και αυτά συνδέονται με τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας στη διαδρομή της ιστορίας της. Αφηγήτρια συχνά μια αθέατη συμβολαιογράφος, η οποία λόγω επαγγέλματος κατέχει μυστικά και ιστορίες απρόσιτα στους πολλούς. Η αφήγηση προχωρά με χρονικές ασυνέχειες, μπολιάζεται με τα λόγια άλλων, με τροπάρια και προσευχές.
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια την απασχολούν σε τούτη τη νουβέλα που αποτελείται από δύο διακριτά μέρη, τον μικρόκοσμο της Φιλελλήνων και τον θαυμαστό κόσμο των φιλελλήνων. Ποιος έχει αντιληφθεί καλύτερα την πεμπτουσία του Ελληνισμού, ποιος δικαιούται τον χαρακτηρισμό του φιλέλληνα, ο ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας, ο βρετανός ρομαντικός ποιητής Πέρσι Σέλεϊ, ο οθωμανός ιεροδικαστής Χατζή Χαλίλ Εφέντης, ο ελβετογάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ ή ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος; Χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ, όπως και το μυθιστόρημά της, η συγγραφέας ενσωματώνει στο μέρος αυτό αποκόμματα εφημερίδων, αποσπάσματα ιστοσελίδων, χωρία από ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Η νέα πεζογράφος έχει κατασταλάξει στα θέματα που την ενδιαφέρουν, στα εκφραστικά μέσα που της πηγαίνουν και δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε διάφορες πεζογραφικές φόρμες και συνθέσεις. Ωστόσο εδώ, η σύνδεση των δύο μερών είναι χαλαρή, η ειρωνεία της οδού Φιλελλήνων, που υπόρρητα υπογραμμίζουν τα κείμενα του δεύτερου μέρους, αναδεικνύεται ψυχρά και κάπως βεβιασμένα.
Δυνατό και ώριμο το πρώτο μέρος, θα μπορούσε να διεκδικήσει εκδοτική αυτοτέλεια ως ανατομία των οικογενειακών σχέσεων στην Ελλάδα και του τρόπου με τον οποίο καθορίζουν και καταδικάζουν την κοινωνική μας ζωή, ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τους νέους καλλιτέχνες. Η ματιά της Τσελεπίδου στο θέμα έχει συγγένειες με το βλέμμα του ελληνικού «weird cinema» του Λάνθιμου, της Τσαγγάρη και άλλων – άλλωστε ηλικιακά ανήκει στην ίδια γενιά με αυτούς -, όμως εδώ, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, τις ψυχρές, κυνικές ή νοσηρές σουρεαλιστικές σκηνές θερμαίνει το στοιχείο της επιείκειας, ένας ανθρωπισμός γεμάτος κατανόηση για καθετί ανθρώπινο, όπως λέει εκείνο το λατινικό ρητό, κι όπως λέει ο Ζαφείρης της νουβέλας: «Την άγρια φύση του ο άνθρωπος δεν την ξεχνά, πολλές φορές ξαναγυρνά. […] Οταν αποδεχθείς ότι ο άνθρωπος έτσι είναι, τότε δε σε στενοχωρούν όσα συμβαίνουν. Γιατί ο άνθρωπος έτσι είναι, λες· δε λες τι άδικο, τι πρόστυχο. Ετσι αφού είναι ο άνθρωπος;».