Τα τελευταία χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία εκδίδονται αστυνομικά μυθιστορήματα τα οποία συνδέονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά είναι εμπνευσμένα κυρίως από την Αγκαθα Κρίστι και τις δικές της ιστορίες. Σε αυτά, οι κεντρικοί ήρωες είναι συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι, συνήθως ηλικιωμένοι, που για να καταπολεμήσουν την πλήξη τους ασχολούνται ερασιτεχνικά με την εξιχνίαση φόνων. Ακριβώς γι’ αυτό διακρίνονται για το χιούμορ τους.
Η λέσχη φόνων του Μάρλοου (εκδ. Πατάκη) είναι το πρώτο βιβλίο μιας τριλογίας του Ρόμπερτ Θόρογκουντ (γεν. 1972), ο οποίος σπούδασε Ιστορία στο Κέιμπριτζ και ασχολήθηκε με το γράψιμο σεναρίων. Εδώ, τρεις γυναίκες, η 77χρονη Τζούντιθ Ποτς, η οποία περνά τον χρόνο της συντάσσοντας σταυρόλεξα για εφημερίδες, η Σούζι Χάρις, περιπατήτρια σκύλων, και η Μπεκς Στάρλινγκ, σύζυγος εφημέριου, απαρτίζουν τη Λέσχη Φόνων του Μάρλοου, μιας πόλης στις όχθες του Τάμεση, γύρω στα 50 χιλιόμετρα από το κέντρο του Λονδίνου. Τολμηρές, δραστήριες, επίμονες και γι’ αυτό επικίνδυνες για τους κακούς της ιστορίας, οι τρεις φίλες στην ουσία αποτελούν αντίγραφα της εμβληματικής Μις Μαρπλ, της ηρωίδας της Κρίστι, της διάσημης γεροντοκόρης που έλυνε γρίφους εγκλημάτων.
Στην αρχή γνωρίζουμε την Τζούντιθ, η οποία ενώ κολυμπάει γυμνή στον Τάμεση γίνεται μάρτυρας μια άγριας δολοφονίας: ακούει πυροβολισμούς. Νεκρός είναι ο φίλος και γείτονάς της Στέφαν, ιδιοκτήτης μιας γκαλερί τέχνης. Το έγκλημα συνδέεται με πλαστούς πίνακες, ωστόσο πώς σχετίζονται με αυτούς οι δολοφονίες που ακολουθούν με θύματα έναν μουσουλμάνο οδηγό ταξί και μια έγγαμη γυναίκα; Στο μυθιστόρημα υπάρχει και μια αστυνομικός, η Τανίκα, που κάνει τη σχετική έρευνα, αλλά η παρουσία της είναι μάλλον διακοσμητική, αφού το ενδιαφέρον του αναγνώστη μονοπωλούν οι τρεις ερασιτέχνιδες ντετέκτιβ. Είναι φανερό πως ο Ρόμπερτ Θόρογκουντ έχει βάλει ως στόχο την ψυχαγωγία, οπότε η αφήγησή του περιστρέφεται γύρω από τις πράξεις και τη συμπεριφορά των τριών γυναικών, πρόσωπα καθόλου συνηθισμένα. Κυρίως, η Τζούντιθ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση λογοτεχνικής ηρωίδας, καθώς από την αρχή μας παρουσιάζεται ως εκκεντρική, περισσότερο από τη Μις Μαρπλ: πίνει ουίσκι, οδηγεί ποδήλατο και ρεμβάζει γυμνή στο παράθυρό της.
Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχουν κοινωνικά ή πολιτικά σχόλια, η μόνη αναφορά στη σύγχρονη βρετανική πραγματικότητα είναι η φράση (σελ. 33) «το Μάρλοου… είχε υποστεί, όπως όλες οι πόλεις της Βρετανίας, κάποια πλήγματα τα τελευταία δέκα χρόνια» και η σκηνή με έναν άστεγο που συγκεντρώνει κέρματα σ’ ένα κουτί. Ο συγγραφέας ρίχνει το βάρος της αφήγησης στις τρεις ηρωίδες, κυρίως στην Τζούντιθ, η οποία κρύβει μυστικά και κάποτε είχε παντρευτεί στην Κέρκυρα έναν άνδρα που πέθανε σε ατύχημα με βάρκα. Στο τέλος όλα τα μυστήρια λύνονται, μαζί κι αυτό που αφορά τον δολοφόνο, ο οποίος κάθε φορά άφηνε στον τόπο του εγκλήματος ένα μασονικό μενταγιόν. Πρέπει να σημειωθεί πως ο Θόρογκουντ σε ηλικία 10 ετών διάβασε το Σφήκα σε ψάθινο καπέλο της Κρίστι με τον Ηρακλή Πουαρό και έκτοτε αγάπησε την αστυνομική λογοτεχνία.