Ακούστε την, αυτό είναι το σωστό ρήμα. Ακούστε την, προσεκτικά. «Οταν ο άντρας μου λείπει ταξίδι και κάνει πολλή ζέστη, βάζω ένα πλαστικό μωρό στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Σπάω πλάκα με το πόσοι γείτονες και δημόσιοι υπάλληλοι αναστατώνονται. Μ’ αρέσει να χαζεύω πώς αντιδρούν αυτοί οι χρηστοί πολίτες, πώς θέλουν να σπάσουν το τζάμι και να σώσουν το πλασματάκι από την ασφυξία. Γουστάρω να βλέπω την πυροσβεστική να καταφθάνει με τη σειρήνα. Βλαμμένοι. Αν εγώ θέλω ν’ αφήσω το μωρό μου μέσα στο αυτοκίνητο, με σαράντα βαθμούς θερμοκρασία, το κάνω». Το θέμα με τούτη τη γυναίκα, την παραληρηματική, σαρωτική, ανατριχιαστική αφηγήτρια στο βιβλίο της Αριάνα Χάρουιτς, είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν είμαστε σίγουροι αν τα όσα περιγράφει κάθε φορά πρέπει να τα εκλάβουμε ως κομμάτια μιας πραγματικότητας ή μιας ονειροφαντασίας. Το ακόμη πιο φοβερό είναι ότι, έχοντας φτάσει πια στο τέλος αυτού του σύντομου πλην τόσο πυκνού και συνταρακτικού κειμένου, σε μια «θλίψη συναρπαστική και άγρια», αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία τι ακριβώς έχει πράξει η συγκεκριμένη βασική ηρωίδα αλλά το τι θα μπορούσε να πράξει εν γένει σε παρόμοιες συνθήκες «μια γυναίκα που έχει αφήσει τον εαυτό της», αυτό είναι μάλλον το πλέον κρίσιμο ζήτημα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος