«Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω». Από τη φράση αυτή προέρχεται ο τίτλος του νέου βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου. Τη διαβάζουμε αρκετές φορές, σαν μυστικιστική επωδό, αλλά πρέπει να φτάσουμε στο τέλος της αφήγησης για να διαπιστώσουμε ποιος τη ξεστομίζει και υπό ποιες συνθήκες. Η συγκεκριμένη ιστορία, η οποία υπάρχει μόνο μέσα από τις «ιστορίες των άλλων», αρχίζει μες στα χιόνια, με μια τεφροδόχο που σκαρφαλώνει στο Πήλιο, με τις στάχτες μιας κόρης που μεταφέρονται προς τη συντετριμμένη μάνα της (αυτή, κατά τα λοιπά, έχει ταμπουρωθεί εκεί ψηλά με μια καραμπίνα και κάποιον περιμένει). Τη συγκεκριμένη δουλειά, πάντως, έχει αναλάβει μια «γυναίκα κούριερ», η ανώνυμη αφηγήτρια του βιβλίου, την οποία συνοδεύει η Λένα, μια καρδιακή της φίλη κομμώτρια. Η τελευταία, πειράζει συχνά την άλλη ότι έχει «λωλομαγνήτη», επειδή όλα αυτά τα χρόνια αδυνατεί να καταλάβει πώς, στο πλαίσιο της δουλειάς, των διανομών δηλαδή, πάνε και πέφτουν πάνω της κάθε είδους «παλαβοί Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων». Αλλά και Κρήτης, ας προσθέσουμε (σε ένα ορεινό χωριό του νομού Χανίων, ας πούμε, κάποιος βάζει φωτιά σε πενηντάευρα). Η κεντρική ηρωίδα ή, ακόμη πιο σωστά, η κεντρική φωνή που ενορχηστρώνει τις υπόλοιπες φωνές, φωνές που ξεδιπλώνουν ετερόκλητες ιστορίες, πότε γκροτέσκες και πότε σπαρακτικές, πότε σκληρές και πότε ονειρικές, συνιστά το αφηγηματικό όχημα, συνεκτικό και διαπεραστικό, μέσω του οποίου ο 53χρονος πεζογράφος διερευνά τη σημερινή κατάσταση της χώρας.
Ξεφυλλίζοντας κανείς, αν έχει κατά νου και την προτίμηση του Οικονόμου στη βορειοαμερικανική λογοτεχνία, δεν μπορεί να μην ανακαλέσει, τηρουμένων των αναλογιών, το εμβληματικό μοτίβο του εμποράκου, του πλασιέ, που τριγυρνά ακατάπαυστα και χώνεται από δω κι από εκεί, σε ωραίες ή τρομακτικές υποθέσεις. Πλην όμως, το Πες της, τι είναι; Μεγάλη νουβέλα; Μικρό μυθιστόρημα; Και οι δύο προσεγγίσεις στέκουν, προφανώς.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για το εκτενέστερο κείμενο μυθοπλασίας που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα ο Οικονόμου και, αν μη τι άλλο, ένα από τα καλύτερα και τα πιο ισορροπημένα της λογοτεχνικής του διαδρομής. Εν προκειμένω, αυτό που προσδιορίζεται ως πραγματικότητα, το περιτρέχει μια διακριτή, φωτεινή, ποιητική αχλή. Στον Οικονόμου, η συντριβή ποτέ δεν κραυγάζει και ο (όποιος) λυρισμός αποφεύγει (όπως ο διάβολος το λιβάνι) την παγίδα του συναισθηματισμού.
Αν στη συναρπαστική και βραβευμένη συλλογή διηγημάτων του Κάτι θα γίνει, θα δεις (εκδ. Πόλις, 2010) ο Οικονόμου είχε πάρει έναν φωτογραφικό φακό, θα λέγαμε ότι εδώ, εν έτει 2023, έξι χρόνια μετά το προηγούμενο βιβλίο του, τις Κόρες του ηφαιστείου (2017), παίρνει μάλλον μια κινηματογραφική κάμερα προκειμένου να (κατα)γράψει τους ανθρώπους, την κίνηση της ζωής στα μεταξύ τους χάσματα, αλλά και τις σιωπές τους.
Το Πες της είναι, επί της ουσίας, ένα διαταξικό καλειδοσκόπιο το οποίο φανερώνει οξεία κοινωνική αντίληψη και ευρεία συμπόνια, ένα βιβλίο γραμμένο σε μια μετρημένη και απολαυστική γλώσσα, στο οποίο οι άνθρωποι ακούγονται όπως ακριβώς μιλούν στην περίπλοκη και πολυδιάστατη καθημερινότητά τους, όχι όπως στις μελοδραματικές τηλεοπτικές σειρές ή στο τρέχον νεοελληνικό θέατρο του «ρεαλιστικού» συρμού. Το Πες της είναι ένα βιβλίο καμωμένο από γη και διαφυγή, γεμάτο εκκωφαντική λύπη, μα και βουβή απαντοχή. Τις προάλλες, «Το Βήμα» συναντήθηκε με τον συγγραφέα και είχε μια μακρά συνομιλία μαζί του.
«Η γραφή μοιάζει με αναπτήρα»
«Πράγματι, δεν έχω δημοσιεύσει ποτέ άλλοτε ένα τόσο εκτενές κείμενο. Ομως δεν με απασχολούσε καθόλου η έκτασή του καθώς το έγραφα. Πάντως αντιλήφθηκα από την αρχή – και λόγω πείρας πλέον – ότι δεν χωρούσε στις συνήθεις διαστάσεις ενός διηγήματος. Και αποφάσισα να μην το «αδικήσω» και πολύ συνειδητά να ακολουθήσω την ιστορία μέχρι εκεί που θα με πήγαινε. Ηταν κάτι που δεν είχα ξανακάνει, ήταν πρωτόγνωρο για μένα, αλλά συνέχισα επειδή ακριβώς θέλω να πειραματίζομαι, να μην επαναπαύομαι. Η συγκεκριμένη ιστορία, οι χαρακτήρες της, άρχισαν να αναπτύσσουν μια αλλιώτικη δυναμική. Και πήρα το ρίσκο της υπομονής και της επιμονής να φτάσω στον προορισμό που υποδείκνυε η ίδια η ιστορία. Το τονίζω γιατί έτσι βλέπω τη γραφή, ως ρίσκο, ως πρόκληση. Για την ακρίβεια, πολλές προκλήσεις μαζεμένες» είπε ο Χρήστος Οικονόμου.
Από πού αναδύθηκε, ωστόσο, αυτή η ταχυμεταφορέας; «Γράφω πάντα ακούγοντας μια φωνή. Αυτή τη φορά ήταν μια γυναίκα. Δεν ξέρω να σας πω από πού εμφανίστηκε. Η γραφή μοιάζει και λίγο με τον αναπτήρα, χρειάζεται να προσπαθήσεις δυο και τρεις φορές για να ξεπεταχτεί η φωτιά. Αυτό που άκουγα, λοιπόν, ήταν μια γυναίκα σε διαρκή κίνηση, η οποία μου έδινε την εντύπωση ότι αν σταματούσε θα πέθαινε. Σαν αερικό είναι η ηρωίδα, μπαινοβγαίνει σε σπίτια και μαγαζιά, στοιχειώνεται από αυτά αλλά και τα στοιχειώνει. Παρατηρεί όσο περισσότερο μπορεί τους ανθρώπους και την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Και νομίζω ότι έχει δύο συμμάχους. Από τη μια μεριά, την αποστασιοποίηση. Από την άλλη, το χιούμορ. Το χιούμορ είναι το βλέμμα, ο τρόπος που κοιτάζεις τα πράγματα. Για μένα, το χιούμορ είναι άσχετο με την πλάκα, την παρωδία ή τη σάτιρα. Το καθαρό χιούμορ αφήνει πικρό κατακάθι. Επιπλέον είναι, εννοείται, και ένας μηχανισμός άμυνας» ανέφερε.
Η αφηγήτρια του Οικονόμου είναι μια αλλόκοτη συλλέκτρια, δεν οικειοποιείται μόνο τις ιστορίες αλλά τις κουβαλά από το ένα μέρος στο άλλο, από τη μια ζωή στην άλλη. Ενα ζήτημα είναι, όπως του επισημάναμε, ότι για την ίδια, όσο προχωρεί η αφήγηση, δεν μαθαίνουμε και πολλά. «Με ικανοποιεί που το σχολιάζετε αυτό. Στο κείμενο όλες οι ιστορίες διαμεσολαβούνται, μέσα από τη δική της φωνή. Συγχρόνως, αυτή είναι η δική της ιστορία, όχι η δική μου, είναι της ηρωίδας, όχι του συγγραφέα. Ναι, συμφωνώ, η συγκεκριμένη γυναίκα φαίνεται χτυπημένη, τραυματισμένη, φαίνεται να κρύβει πολλά. Ενώ έγραφα, με είχε κυκλώσει μια αίσθηση απειλής και, παράλληλα, η αίσθηση μιας εύθραυστης κρούστας η οποία πολύ εύκολα, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να σπάσει και να βγουν όλα προς τα έξω. Εκείνη όμως δεν μιλάει, δεν θέλει, τα συγκρατεί όλα αυτά. Το αποτέλεσμα είναι, νομίζω, σαν να παρακολουθείς τα ίχνη ενός ανθρώπου πάνω στο χιόνι. Δεν υπήρχε περίπτωση όμως να την καπελώσω, να αποκαλύψω το υπόβαθρό της, το παρελθόν της, διότι η ίδια δεν είναι έτσι. Κι εγώ θέλω να είμαι δίκαιος με τους χαρακτήρες μου. Εδώ, ως προς το ύφος, συντονίστηκα με μια ελλειπτικότητα που πηγάζει από την προσωπικότητα της ηρωίδας. Η φωνή της γίνεται ο συνδετικός ιστός για όλα τα θραύσματα, τις εικόνες και τους ήχους των άλλων, όλα αυτά που, τελικά, ξέρουμε και δεν ξέρουμε. Αραγε τα βλέπει όντως όλα αυτά; Ή μήπως τα φαντάζεται κιόλας; Το ενδιαφέρον της φωνής της έγκειται στον βαθμό της εμπλοκής της. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι εκείνη αποτυπώνει στο χαρτί τις ιστορίες των άλλων. Πόσο όμως τις φιλτράρει; Τι επιλέγει να πει και τι όχι; Οι επιλογές της μαρτυρούν, κατά κάποιον τρόπο, την υφή της υποκειμενικότητάς της. Από αυτή την άποψη, σε ένα άλλο κρίσιμο επίπεδο, η ηρωίδα υποσκάπτει τη συνθήκη του ρεαλισμού».
Δικαιοσύνη έναντι των χαρακτήρων
Προτού σταθούμε στον ρεαλισμό, ο οποίος είναι ένα τεράστιο θέμα από μόνος του, ζητήσαμε από τον Οικονόμου να μας εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνει «δικαιοσύνη» απέναντι σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες. «Το να μεταφέρω στο ακέραιο τι βλέπουν και πώς το βλέπουν εκείνοι, με τη δική τους φωνή. Οπως εγώ τουλάχιστον το καταλαβαίνω. Οπως προκύπτει από τις σιωπηλές κουβέντες που κάνω μαζί τους. Οποτε το λέω αυτό, με ζυγιάζουν με λοξό μάτι… Αλλά ισχύει, αν είσαι μέσα στη γραφή, αν εμπλέκεσαι τόσο, αν είσαι ο συγγραφέας των χαρακτήρων και αναπόφευκτα ο πρώτος αναγνώστης τους, οφείλεις να πασχίσεις για τη μεγαλύτερη δυνατή γνησιότητα. Η γραφή είναι μια κρησάρα για όποιον την καλλιεργεί. Και για να καταφέρεις να εισχωρήσεις στους άλλους, οφείλεις να αναστείλεις τις πεποιθήσεις σου, τις απόψεις σου, το εγώ σου εν τέλει. Προσωπικά είμαι επιφυλακτικός – για να μην πω φοβικός – με την οποιαδήποτε αυτοβιογραφία. Τι θα πει αυτό; Δεν θέλω να κάνω προβολές πάνω στους ήρωές μου, θέλω να τους αφήσω να αναδειχθούν όπως είναι, θέλω, κοντολογίς, να τους πιστέψω. Και για να γράψεις, πρέπει να πιστέψεις σε ένα σωρό πράγματα. Αν παρεμβάλλεσαι συνέχεια εσύ, αν σκαλώνεις στην αλήθεια σου και δεν ανοίγεις τον χώρο να περάσουν οι αλήθειες των άλλων, τότε δεν έχει και πολύ νόημα. Επίσης, νόημα δεν έχει εξίσου αν όλα αυτά δεν γίνονται με μια γλώσσα επεξεργασμένη και αυθεντική, πλούσια και με αυθεντικότητα στο αίσθημα, εννοώ. Οσα χρόνια γράφω παραμένω πιστός, ή προσπαθώ να είμαι πιστός, σε ό,τι μόλις περιέγραψα».
Σε εκείνο το σημείο, ήρθε η σειρά του ρεαλισμού. Πώς τον προσεγγίζει ο Οικονόμου; «Δεν μου αρέσουν οι ετικέτες. Ούτε και κάθομαι ποτέ να γράψω «ρεαλιστικά» ή «μη ρεαλιστικά». Υπάρχει ανέκαθεν κάτι το επείγον μέσα μου, κάτι που πρέπει να το πω. Νομίζω ότι ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία υπάρχει για να παραβιάζεται. Η μυθοπλασία η ίδια για αυτό υπάρχει. Το να περιορίζεσαι, να απομένεις στον ρεαλισμό, είναι κάτι που εμένα δεν μου λέει και πολλά. Και τολμώ να πω, με κάποια συναίσθηση, ότι αν κάποιος έχει διαβάσει τα βιβλία μου, αναγνωρίζει ότι προοδευτικά αυτό που λέγεται «ρεαλισμός» όλο και πιο πολύ διαστέλλεται, διευρύνεται στις ιστορίες μου».
«Το να ζεις στην Ελλάδα είναι δοκιμασία»
Με το βιβλίο Πες της ο Χρήστος Οικονόμου κατακτά μια νέα συγγραφική περπατησιά. «Ξέρετε, το διήγημα είναι σαν να μπαίνεις κάπου, να ρίχνεις έναν πυροβολισμό και να βγαίνεις αμέσως από κει. Εδώ απαιτήθηκαν άλλες ανάσες, γιατί θέλησα να δω αν μπορώ να διατηρήσω σε όλη την έκταση του κειμένου εκείνη την κατάσταση μόνιμης ακροβασίας στην οποία βρίσκεται η ηρωίδα. Η γυναίκα αυτή είναι αλέρτ συνέχεια, όπου κι αν πάει, ό,τι κι αν κάνει» υπογράμμισε. «Πάντοτε αγωνιώ, επίσης, να αποδώσω στο κείμενο μια σωματικότητα και να αφήσω εκεί ό,τι είναι απαραίτητο για να ερεθίσει όλες τις αισθήσεις των αναγνωστών. Αγωνιώ να μη γίνει η γλώσσα χαβαλές και το πένθος παραλυτικό. Αυτά με νοιάζουν. Δεν με νοιάζει να πω ότι αυτός είναι σεξιστής ή φασίστας. Αυτά, άλλωστε, φαίνονται πανεύκολα!» συμπλήρωσε. Πέραν αυτών, ο Οικονόμου εστιάζει έντονα στην έννοια του πόνου. Γράφει ότι η ζωή είναι ένα σπίτι και ότι πρέπει να έχουμε πάντα χώρο, ένα «καινούργιο δωμάτιο για τον πόνο». Τι τον συγκίνησε περισσότερο στην ηρωίδα του; «Που κατανοεί ότι τα αόρατα πράγματα δεν είναι και ανύπαρκτα. Και κυρίως η δική της αγωνία – η αγωνία μιας γυναίκας που δεν είναι “περαστική” από τις ζωές των άλλων – να δει αν ο πόνος μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια τσιμεντόπλακα που σε βυθίζει στον πάτο της θάλασσας, η αγωνία της για μια άλλη νοηματοδότηση του πόνου. Με συγκίνησε επειδή τη ρωτούσα “γιατί πονάς;” και εκείνη δεν απαντούσε ποτέ ευθέως, μου αντιστεκόταν». Και η Ελλάδα; «Ολοι είναι, υποθέτω, αμφίθυμοι με τον τόπο τους. Πάντως το να ζεις σήμερα εδώ είναι δοκιμασία. Αν είσαι άνθρωπος ευαίσθητος και ευσυνείδητος, αντιμετωπίζεις σε καθημερινή βάση φαινόμενα που δοκιμάζουν και τη νοημοσύνη και το ήθος σου».