«Ζω στο 1942» έχει δηλώσει επανειλημμένα ο Τζέιμς Ελροϊ. Πράγματι, ο 75χρονος πατριάρχης του σύγχρονου αμερικανικού νουάρ επιλέγει να μη διαθέτει τηλεόραση, υπολογιστή ή κινητό τηλέφωνο. Επιμένει επίσης στο χειρόγραφο, όπως και στον ιδιωτικής κοπής συντηρητισμό του – «αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην ασχολείται με αυτόν τον σκατόβλακα» έλεγε για τον Ντόναλντ Τραμπ το 2019.
Από την εδραία πεποίθησή του πως «τίποτα από όσα συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα δεν έχει σημασία» πηγάζει μια λογοτεχνία αγκυρωμένη στον καιρό των παιδικών του χρόνων: στη Μαύρη Ντάλια, στο Λος Αντζελες Εμπιστευτικό, στο Αμερικανικό ταμπλόιντ ανασυστήνει συστηματικά μια εποχή μύθων για να την υμνήσει και ταυτόχρονα να τη σπιλώσει.
Στα βιβλία του οι καλλιτέχνες είναι κανίβαλοι, οι ποιητές κλέφτες και η εκτυφλωτική λάμψη του Χόλιγουντ προκάλυμμα του σκοτεινού υπογάστριού του. Αν ανασηκώσει κανείς το πέπλο της ευημερίας, της αφθονίας, της επιχειρηματικότητας, βρίσκει την απληστία, τη διαφθορά, τον ρατσισμό. Σε αυτή τη δεκαετία του ’50, διπρόσωπη όπως ο Ιανός, εκτυλίσσεται το νέο του μυθιστόρημα. Πρώην νουβέλα που είχε κυκλοφορήσει μόνο σε e-book το 2012 με τον τίτλο Shakedown («Εκβιασμός»), ο Πανικός (εκδ. Κλειδάριθμος) αποτελεί την επέκταση της πρώιμης εκείνης εξομολόγησης ενός μισθοφόρου, στη γραμμή του εναγκαλισμού των παρανόμων που πάγια ο Ελροϊ ευαγγελίζεται.
Ο «Πανικός» τρέχει με έναν πυρετώδη ρυθμό παραγράφων που συχνά δεν υπερβαίνουν τις τέσσερις γραμμές ή τις τρεις προτάσεις. Παρηχήσεις, επαναλήψεις, παρωνύμια, λεκτικά παιχνίδια αφθονούν σε κάθε σελίδα
Οι δύο πλευρές του νόμου
Ο Φρεντ Οτας είναι μια φιγούρα από το αμαρτωλό παρελθόν. Πραγματικό πρόσωπο, κατά σειρά αστυνομικός, ιδιωτικός ντετέκτιβ και μεσάζων του Χόλιγουντ στα 50s και τα 60s, εξέδωσε τα απομνημονεύματά του το 1976. Το όνομά του απαντάται ήδη στην Τριλογία του Αμερικανικού Υποκόσμου. Ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των γκρίζων ηθικά ατόμων που κατοικούν το σύμπαν του Ελροϊ: προστάτης της δημόσιας τάξης και αριστοτέχνης των εκβιασμών, αδίστακτος εκτελεστής και παιχνιδάκι στα χέρια μοιραίων γυναικών.
James Ellroy – Πανικός
Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος.
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2022, σελ. 380, τιμή 17,70 ευρώ
Η απολογία της ζωής του ξεκινά από τη μετά θάνατον ζωή και μεταφέρεται στο μεταπολεμικό Λος Αντζελες, όπου με την ένταξή του στην αστυνομία σχηματίζει μια συμμορία συναδέλφων που χτυπά ενεχυροδανειστήρια και φαρμακεία. Διεφθαρμένος εξαρχής, κερδίζει την αποδοχή του σώματος μεταβαίνοντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο διαφθοράς: του υποδεικνύεται υπαινικτικά να «τακτοποιήσει» το ζήτημα ενός μικροκακοποιού που έχει πυροβολήσει αστυνομικό. Συγχρωτίζεται με τον Τζέιμς Ντιν, τη Λάνα Τάρνερ, τον Λιμπεράτσε. Προμηθεύει ναρκωτικά, διευκολύνει αμβλώσεις, πουλάει εκδουλεύσεις. Δέρνει όταν επιβάλλεται, απειλεί όταν χρειάζεται, δωροδοκεί όταν πρέπει. Καλλιτέχνης στις υποκλοπές, στήνει παγιδεύσεις που εξασφαλίζουν διαζύγια γυναικείων διασημοτήτων και αμείβεται με το 10% της διατροφής επ’ αόριστον. Σε πάγια διευθέτηση με το σκανδαλοθηρικό περιοδικό «Confidential» κάνει το ίδιο για να εκθέτει εκκολαπτόμενους ή φτασμένους αστέρες της σόου μπίζνες προς ίδιον όφελος. Οταν δεν κυκλοφορεί με τα ρούχα της δουλειάς, ντύνεται με κάποιο από τα 60 κοστούμια του από τον Σάι Ντεβόρ, ράφτη των κορυφαίων του Χόλιγουντ. Επώνυμες και ανώνυμες καλλονές τίθενται στη διάθεσή του. Περνά μια νύχτα με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, στο τέλος της οποίας ανεβαίνουν στην οροφή ενός μπανγκαλόου για να δουν όχι την αυγή αλλά τη λάμψη από την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας στο πεδίο πυρηνικών δοκιμών της Νεβάδα. Τύψεις τον βασανίζουν, για να τις κατευνάσει όμως ακολουθεί το ρητό του Χάρβεϊ Καϊτέλ στους «Κακόφημους δρόμους»: «Τη μετάνοιά σου δεν την κάνεις στην εκκλησία, την κάνεις στον δρόμο» – με τον τρόπο του δρόμου και τις μεθόδους του δρόμου. Υβρις, νέμεσις και αιματηρή λύτρωση είναι τα φυσικά επακόλουθα μιας τέτοιας ζωής.
Η φρενήρης γλώσσα
Η δύναμη της γραφής του Τζέιμς Ελροϊ είχε πάντοτε τις ρίζες της στη γλώσσα. Στα μυθιστορήματα που τον κατέστησαν διάσημο η στέρεη εγκληματική πλοκή βρίσκεται στο προσκήνιο, η αργκό της εποχής όμως χαρακτηρίζει τους διαλόγους. Οι ήρωές του μιλούν ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη και το λεξιλόγιό τους ακολουθεί τους ιδιωματισμούς της δεκαετίας κατά την οποία εξελίσσεται η υπόθεση. Προϊόντος του χρόνου, η αναζήτηση του μίτου, καταστατικό στοιχείο της αστυνομικής λογοτεχνίας, χαλαρώνει. Τα πρόσφατα Perfidia και Θύελλα, μέρη της Δεύτερης τετραλογίας του Λος Αντζελες, εκκινούν μεν από ένα μυστήριο, στόχος τους είναι όμως να περιγράψουν εξαντλητικά το κλίμα στην Αμερική την επαύριον της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ελροϊ προβάλλει πια τη γλώσσα ως κινητήρια δύναμη της μυθοπλασίας. Ο Πανικός τρέχει με έναν πυρετώδη ρυθμό παραγράφων που συχνά δεν υπερβαίνουν τις τέσσερις γραμμές ή τις τρεις προτάσεις: «Δεν υπάρχουν παράθυρα απ’ όπου μπορεί κανείς να μας δει. Δεν περνάει κανείς πεζός από τη Τζόρτζια Στριτ. Δεν υπάρχουν μάρτυρες». Παρηχήσεις, επαναλήψεις, παρωνύμια, λεκτικά παιχνίδια αφθονούν σε κάθε σελίδα. Καθώς η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, η σλανγκ είναι κυρίαρχη όχι μόνο στους διαλόγους αλλά σε όλο το κείμενο: η σύνθεση των τρόπων των σκανδαλοθηρικών περιοδικών, της εντυπωσιοθηρικής παρουσίασης του κίτρινου Τύπου, των ιδιωμάτων του δρόμου, των μειονοτήτων, του υποκόσμου παράγει ένα μοναδικό ύφος. Η αποστροφή του πρωταγωνιστή στις πρώτες σελίδες του βιβλίου αποδίδει επιγραμματικά την επιδίωξη του συγγραφέα: «Πλάσε μια τρελή λαϊκίστικη γλώσσα. Κάνε την να τραγουδά, ακόλαστη και απολαυστική».
Η απόδοση τέτοιου λόγου αποτελεί ηράκλειο άθλο για τον μεταφραστή. Τις πραγματικές διαστάσεις του έργου του Ελροϊ μπορεί κανείς να τις εκτιμήσει σε όλο τους το μεγαλείο μόνο στο πρωτότυπο όπου ανοίγεται πλήρης η βεντάλια των λεκτικών σχημάτων, αξίζει όμως αληθινός έπαινος στον Μιχάλη Μακρόπουλο για τη συγκρότηση μιας αντίστοιχης τάξης λόγου στα ελληνικά, με μεγάλη ευελιξία, επινοητικές προσαρμογές και θαυμαστή συνέπεια. Βρώμικο έπος, σύνοψη των κύριων θεματικών και των εμμονών του Τζέιμς Ελροϊ, το μυθιστόρημα αυτό αποτυπώνει με λογοτεχνική ενάργεια το όραμα των ανθρώπων που ο ίδιος εκτιμά – χαρακτήρων με μικρές αρετές και μεγάλα ελαττώματα.