Η νουβέλα Μερκάντο (σημαίνει τον εξαγορασμένο από τον Αγγελο του Θανάτου, αυτόν δηλαδή που θα επιζήσει, στα ισπανοεβραϊκά) της Μαρίας Μαμαλίγκα ανήκει κατά τη γνώμη μου στα τρία-τέσσερα καλύτερα ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τόλμησαν να αγγίξουν το θέμα της εξόντωσης των Εβραίων από τους Ναζί, αλλά και της ζωής των προπολεμικών κοινοτήτων.

Η «Holocaust literature», η λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος, μετρά χιλιάδες τίτλους πια σε πάμπολλες γλώσσες. Οταν ο Ραούλ Χίλμπεργκ, συγγραφέας του μείζονος έργου Η καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης (Σικάγο, 1961), είδε να δημοσιεύονται κάποια πρώτα λογοτεχνικά βιβλία, αναρωτήθηκε τι γυρεύουν αυτοί οι συγγραφείς στα «χωράφια του».

Η εξόντωση όμως των 6.000.000 Εβραίων της Ευρώπης δεν είναι αποκλειστικότητα των ιστορικών. Σήμερα πια, που οι προσεγγίσεις έχουν τόσο πολλαπλασιαστεί από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές τέχνες, συγκροτώντας το σύνολο της πολιτισμικής μνήμης του Ολοκαυτώματος, γνωρίζουμε πως η τέχνη είναι μια βασιλική οδός για να προσεγγιστεί το ανείπωτο. Βλέπω λοιπόν τον Μερκάντο σαν μια μικρή ψηφίδα του μεγάλου μωσαϊκού της διεθνούς λογοτεχνίας του Ολοκαυτώματος.

Και αν για τα γκέτο της Μεσευρώπης και τα shtetl (μικροί οικισμοί ή χωριά, στα γίντις) της Γίντισλαντ υπάρχουν αμέτρητα βιβλία, είναι πολύ λιγότερα τα βιβλία που ενδιαφέρθηκαν και τόλμησαν να μιλήσουν για τις δικές μας «οβριακές». Ο γαλλόφωνος Αλμπέρ Κοέν ζωντάνεψε την Οβριακή της Κέρκυρας στον Σολάλ (1930) και στον Καρφοχάφτη (1938). Ο Μερκάντο εισάγει τη σεφαραδίτικη «τζουντερία», την Οβριακή της Ρόδου, σε αυτή τη μεγάλη τοιχογραφία.

Σιωπηλό παρελθόν

Η Μαρία Μαμαλίγκα είναι γέννημα θρέμμα Ροδίτισσα. Είναι όμως χαρακτηριστικό πως ξεκίνησε την ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό (25/6/2024) λέγοντας πώς ανακάλυψε την ιστορία από το τέλος και μακριά από την πατρίδα της.

Σε «ένα ταξίδι στην Κρακοβία», είπε, έμαθε πως οι εβραίοι συντοπίτες της επιβιβάστηκαν σε φορτηγά πλοία από τους Ναζί τον Ιούλιο του 1944, έμειναν στο Χαϊδάρι κάποιες μέρες και τελικά εκτοπίστηκαν με την τελευταία αποστολή από την Ελλάδα και δολοφονήθηκαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς.

Αν και η Πλατεία Εβραίων Μαρτύρων με το σιντριβάνι και η Συναγωγή Καχάλ Σαλόμ (η ωραιότερη και η αρχαιότερη της Ελλάδας εν λειτουργία) ήταν κοντά στο σπίτι της, είχαν μείνει σιωπηλοί μάρτυρες σε παιδικά και εφηβικά χρόνια. Εντάσσεται και αυτό στη μεταπολεμική σιωπή, που κράτησε αρκετές δεκαετίες.

Όταν «μαθαίνει», όταν συνειδητοποιεί εις βάθος αυτό που ίσως ήδη ψυχανεμιζόταν, η γνώση αυτή τη σημαδεύει. Αρχίζει μια πολυετή έρευνα και ασκεί τη γραφή της δουλεύοντας και ξαναδουλεύοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Το αποτέλεσμα είναι μια περίπλοκη και περίτεχνη αφήγηση που κατορθώνει να ανασυστήσει με μια εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη γραφή την προπολεμική γειτονιά στην Κατοχή, με τους χαρακτηριστικούς τύπους της, τις συνήθειές της, τα επαγγέλματα, τα ονόματα και τη γλώσσα τους. Αυτοί οι Εβραίοι μιλούν ακόμη τα ισπανοεβραϊκά όπως διαμορφώθηκαν στους αιώνες της εξορίας από την Ισπανία.

Λίγο αφού οι Οθωμανοί κατακτήσουν τη Ρόδο, το 1522, σεφαραδίτες Εβραίοι έγιναν δεκτοί για να συγκατοικήσουν με τους μουσουλμάνους μέσα στο κάστρο, ενώ οι Ρουμ (οι χριστιανοί ορθόδοξοι) έπρεπε να κατοικούν πλέον στις γειτονιές έξω από το κάστρο. Η συγγραφέας δίνει το πλαίσιο αυτής της συνύπαρξης, τα όριά της και τις εντάσεις της με μικρές πινελιές.

Τεμνόμενες αφηγήσεις

Η ιστορία ξεκινά τον Ιανουάριο του 1943. Μπορεί η βιαιότητα της Κατοχής να μην ήταν η ίδια με την υπόλοιπη Ελλάδα, εφόσον η Ρόδος ήταν ήδη υπό ιταλική διοίκηση από το 1912, όμως υπάρχουν Γερμανοί στο νησί και οι δυνάμεις του Γ’ Ράιχ ρίχνουν παντού τη σκιά τους σε στεριά και θάλασσα.

Υπάρχουν βομβαρδισμοί και πείνα. Σε όλα αυτά μας εισάγει η συγγραφέας, μέσα από τη φωνή του αφηγητή, από τις πρώτες φράσεις του κειμένου: «Στο διαπεραστικό κρύο του Γενάρη του ’43, ένα μηχανοκίνητο καΐκι ξεκινά από το Μαρμαρίς, αρκετά πριν από την ανατολή του ήλιου. Σκουρόχρωμο για να μην αποτελεί στόχο καταδρομικών αεροπλάνων, μεταφέρει σακιά γεμάτα τρόφιμα και τέσσερις επιβάτες».

Οι επιβάτες είναι ο τούρκος πρόξενος Σελαχετίν Ουλκουμέν (έσωσε γύρω στα 200 άτομα προμηθεύοντάς τα με τουρκικά διαβατήρια ώστε να φύγουν· τιμήθηκε ως Δίκαιος των Εθνών από το Γιαντ Βασέμ) και η γυναίκα του, μια καμαριέρα και ο νεαρός μορφωτικός ακόλουθος του προξενείου, τον οποίο η συγγραφέας μας συστήνει ως «παλαιάς καλής οθωμανικής κοπής». Αυτός ο τελευταίος θα είναι ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά της ιστορίας και ας είναι παρών-απών.

Την ιστορία την ακούμε από δύο φωνές. Υπάρχει η φωνή της αφηγήτριας και η φωνή της ηρωίδας, μιας δεκαεπτάχρονης στην αρχή εβραιοπούλας, εγγονής του ραβίνου και κόρης τυπογράφου, που την ακούμε μέσα από τις εγγραφές του ημερολογίου της. Οι δύο αφηγήσεις τέμνονται. Η νεαρή δηλώνει από την αρχή πως σκέφτεται διαφορετικά, πως αδημονεί να ζήσει «τώρα, χωρίς αναβολές».

Η ηρωίδα, που δεν κατονομάζεται με το πραγματικό της όνομα παρά μόνο στη σελίδα 95 – όταν θα δει το όνομά της γραμμένο σε ένα τουρκικό διαβατήριο –, η νεαρή Εστρέλα Τουριέλ λοιπόν θα κάνει τη μεγάλη υπέρβαση.

Θα συνδεθεί με τον νεαρό γαλλόφωνο μορφωτικό ακόλουθο, ο οποίος της παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών ώστε να τελειοποιήσει τα γαλλικά της. Διαβάζει Ουγκό και Ζολά ήδη πριν τον γνωρίσει και γράφει στο ημερολόγιό της: «Πιστεύω πολύ στα βιβλία, όπως ο παππούς. Διαβάζοντάς τα, αλλάζω. Βλέπω τον εαυτό μου με καινούργιο βλέμμα κάθε φορά. Ο παππούς όμως διαβάζει μόνο την Τανάχ».

Η υπέρβαση και η Ιστορία

Αν ο ραβίνος διαβάζει μόνο θρησκευτικά βιβλία γιατί ανήκει στον κόσμο του χθες, η εγγονή του ανήκει στον κόσμο του αύριο. Η γαλλοφωνία, η λογοτεχνία σηματοδοτούν το πέρασμα στη νεωτερικότητα και στη χειραφέτηση της κοπέλας.

Μια άλλη αντίληψη, ριζικά καινούργια: οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν τον βίο τους στην εθνοθρησκευτική κοινότητα στην οποία γεννήθηκαν, η ενδογαμία μπορεί να παραβιαστεί και τα σύνορα του κόσμου στον οποίο ανήκουν να διευρυνθούν.

Υπάρχουν πράγματα πιο δυνατά από τις θρησκείες που ενώνουν τους ανθρώπους. Έτσι το νεαρό ζευγάρι θα παραβεί την εντολή της ενδογαμίας, υπέρβαση που κάνει τη μητέρα της να κλαίει με μαύρο δάκρυ.

Τη συνέχεια θα την ανακαλύψει ο αναγνώστης. Θα πω μόνο πως η υπέρβαση αυτή, που έχει ένα τεράστιο τίμημα, είναι αυτή που τελικά θα τη σώσει. Μέσα από σκληρές δοκιμασίες, από μεταναστεύσεις, πρώτα στο Μαρμαρίς, έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, στην Κεντρική Ευρώπη και τέλος στις ΗΠΑ, μέσα από αλλαγές ταυτοτήτων και πολλές περιπέτειες η ηρωίδα θα επιζήσει.

Η οικογένειά της θα χαθεί, καθώς θα μοιραστεί την τύχη των 1.673 Ροντεσλίς, αλλά και των 98 Εβραίων της Κω και του μοναδικού Εβραίου της Λέρου, που εκτοπίστηκαν στις 23 Ιουλίου του 1944 και έφτασαν στο Αουσβιτς όταν πια η «τελική λύση» είχε σχεδόν ολοκληρωθεί… Ογδόντα χρόνια μετά, είναι ένα μνημόσυνο των Ροδιτών Εβραίων αλλά και η ιστορία ενηλικίωσης μιας γυναίκας που κατόρθωσε να επιζήσει και να γίνει ο εαυτός της…

Η κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» (εκδ. Εστίας, 2013, β΄ έκδοση, επαυξημένη). Εχει μεταφράσει τον «Σολάλ» και τον «Καρφοχάφτη» του Αλμπέρ Κοέν.