Η Ελένη Βαροπούλου ανήκει στις απαιτητικές και διεξοδικές συνομιλήτριες. Προτού ξεκινήσει το βασικό μέρος της κουβέντας μας για το θέατρο στη Μεταπολίτευση, επόπτευσε πρώτα εκείνα τα χρόνια μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και ύστερα επισήμανε ότι «ως μεταπολιτευτική περίοδο αντιλαμβάνομαι τελικά μια εικοσαετία, από το 1974, έτσι ώστε να συμπεριλάβουμε τη μετάβαση σε νέους τρόπους οργάνωσης του κοινωνικού χώρου. Να συνυπολογίσουμε την εργασία για καινούργιες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, για επανεξέταση και ανασύνθεση προγενέστερων αξιών. Να λάβουμε υπ’ όψιν τη συλλογική πορεία καθώς διαμορφωνόταν μέσα από αντιπαραθέσεις και ζυμώσεις».
Η διακεκριμένη θεατρολόγος, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια, απάντησε στις ερωτήσεις του «Βήματος», σκιαγραφώντας αλλαγές και κατακτήσεις που δημιούργησαν μια σημαντική κληρονομιά.
Στη σύζευξη Μεταπολίτευσης και θεάτρου, κυρία Βαροπούλου, ποια θεωρείτε ότι είναι η πιο κρίσιμη διάσταση; Τι κρατάμε;
«Η έξαρση του Πολιτικού συνδεδεμένη με την αναζήτηση του καινούργιου, είναι το σήμα κατατεθέν εκείνων των χρόνων. Τότε έδωσαν ένα δυναμικό «παρών» πολλοί θίασοι με διαφορετικές αποκεντρωτικές λογικές και με ανόμοιο περιεχόμενο της έννοιας «λαϊκό». Τότε οι άνθρωποι του θεάτρου προχώρησαν σε ομαδοποιήσεις πλαισιώνοντας τις δράσεις τους με θεωρητικά κείμενα για την πολιτική και πολιτιστική χειραφέτηση όλων.
Αυτή η έξαρση του Πολιτικού ήταν οπωσδήποτε ένα ξέσπασμα ενέργειας που έχοντας συσσωρευθεί λόγω καταπίεσης, εκδηλώθηκε τόσο ως εκτίναξη κοινωνικών, επαγγελματικών και πολιτιστικών διεκδικήσεων όσο και ως έκφραση μιας βαθιάς επιθυμίας από μέρους της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας για επανάκτηση του χαμένου χρόνου.
Από εκείνη την περίοδο κρατάμε την ανάγκη για εκδημοκρατισμό των κρατικών μηχανισμών και για υπέρβαση συντηρητικών νοοτροπιών. Τους προβληματισμούς για την κοινωνική λειτουργία της τέχνης και τους τρόπους παρέμβασης του κράτους πρόνοιας ή των ιδιωτικών φορέων. Την ανάγκη ενός συνεχούς δημόσιου διαλόγου για τις νέες πολιτικές θεωρίες, τον ακτιβισμό, τα κινήματα ανά την υφήλιο, τα ζητήματα των φύλων, τον καταναλωτισμό, την αλλοτρίωση».
Αν δούμε το μεταπολιτευτικό θέατρο συγκριτικά με άλλες τέχνες της εποχής, διακρίνουμε κάποια διαφορά, κάποια ιδιαιτερότητα, κατά τη γνώμη σας;
«Διακρίνουμε συμπλεύσεις αλλά και διαφορές. Το μεταπολιτευτικό θέατρο ενδιαφέρθηκε για θέματα χωρικότητας, για τη θεατρική χρήση εξωθεατρικών χώρων και ιδιαίτερων τόπων. Αντίστοιχο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε και από τις άλλες τέχνες ενώ κοινή ήταν και η στροφή προς την ιδέα της συλλογικότητας, με το θέατρο να δοκιμάζει τη συλλογική γραφή και σκηνοθεσία. Στις σκηνές άνθησαν οι προσεγγίσεις γεγονότων και φαινομένων από την Ελληνική Ιστορία, με ανανεωμένους αφηγηματικούς, αυτοσχεδιαστικούς, κωμικούς τρόπους.
Η επί σκηνής διαπραγμάτευση της Ιστορίας εμφανίστηκε ως συνοπτική εργασία μνήμης, αναψηλάφηση συλλογικών εμπειριών μέσω του υπονομευτικού γέλιου, παραγωγική οικειοποίηση του επιθεωρησιακού ύφους. Παρόμοια ερωτήματα σχετικά με την ελληνική ταυτότητα, την ελληνικότητα, τις έννοιες λαϊκό, ντόπιο και αυθεντικό, ξενικό, ανατολικό ή ευρωπαϊκό αντιμετώπισαν και άλλες τέχνες».
Σκέφτομαι και τις δύο πλευρές του ζητήματος που συζητούμε, και την εγχώρια και τη διεθνή. Πώς συνομίλησε άραγε το «έξω» με το «μέσα»;
«Ενα βλέμμα στραμμένο συνειδητά προς τις ξένες κουλτούρες χαρακτήρισε τη μεταπολιτευτική περίοδο. Συνεπές προς αυτό ήταν και το άνοιγμα της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη με την «Αθήνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» (1985) που αποτέλεσε πτυχή σε μια μακρά, πολύπλευρη εργασία εκδημοκρατισμού, εκσυγχρονισμού των θεσμών, εξωστρέφειας και ανταλλαγής με άλλους πολιτισμούς.
Χωρίς τη συνομιλία του «μέσα» με το «έξω», τα τελευταία πενήντα χρόνια, δεν θα είχε καλλιεργηθεί σε τέτοιο βαθμό μια άλλη αντίληψη για τους τόπους και τους χώρους της θεατρικής δράσης. Δεν θα είχε σημειωθεί η θεαματική αναβάθμιση της σωματικότητας, ούτε η αναζήτηση μιας νέας χορευτικής και κινησιολογικής έκφρασης ή η συνύφανση χορού, θεάτρου, ήχων και εικαστικών τεχνών. Δεν θα είχε επιδιωχθεί η επιτελεστική και καταστασιακή διάσταση της θεατρικής έκφρασης αλλά και δεν θα είχαν ευδοκιμήσει οι ανακατατάξεις και οι νέες ιεραρχήσεις στο εσωτερικό της καλλιτεχνικής διαδικασίας.
Η απαίτηση για ανανεωμένους πολιτιστικούς φορείς, ισχυρούς θεσμούς και ευρύτερη διάδοση των πολιτιστικών αγαθών μάς οδήγησε στα μοντέλα του πολυχώρου, του πολυσυλλεκτικού βήματος, των πειραματικών και εναλλακτικών σκηνών κι εδώ υπενθυμίζω ότι όλα αυτά, πρώτα δοκιμάστηκαν στα μικρότερα αποκεντρωμένα σχήματα και ύστερα υιοθετήθηκαν από κρατικούς φορείς, συστηματοποιήθηκαν από ισχυρούς δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς και μεγάλα φεστιβάλ».
Η Μεταπολίτευση μετασχημάτισε την ελληνική κοινωνία. Πώς εκτιμάτε τον ρόλο που διαδραμάτισε το θέατρο σε αυτή τη διαδικασία; Και πέραν της αισθητικής, σε επίπεδο πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό, εννοώ.
«Σε γενικές γραμμές θα αποτιμούσα θετικά τον ρόλο του θεάτρου ως πεδίου σκέψης, έρευνας, αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης μπροστά στα κοινωνικά προβλήματα. Τόσο οι άνθρωποι του θεάτρου όσο και το κοινό ωφελήθηκαν ουσιαστικά από όσα πραγματοποίησαν ομάδες και θεατρικά ανσάμπλ, εταιρικοί θίασοι, περιφερειακοί και δημοτικοί φορείς διαδίδοντας μηνύματα εκδημοκρατισμού, ενθαρρύνοντας την κινητικότητα, διακηρύσσοντας συνεργασίες, κάνοντας πιο προσβάσιμη τη νεοελληνική δραματουργία ή αναδεικνύοντας τις νέες σκηνικές τάσεις. Οπως επωφελήθηκαν κι από την πολυσυλλεκτική, πλουραλιστική, διαπολιτιστική πολιτική που άσκησαν ισχυροί πολιτιστικοί φορείς.
Κριτική αρνητική για συγκεκριμένα φαινόμενα θα μπορούσα να διατυπώσω όμως χρειάζεται να επεκταθώ, να αναπτύξω επιχειρήματα, να αναφέρω παραδείγματα, πράγμα που αποκλείεται σε τούτη τη συνομιλία».
Να σταθούμε και στο αρχαίο δράμα, στις προσεγγίσεις και τα ανεβάσματα της περιόδου. Η Μεταπολίτευση, ως πραγματικότητα, ως ατμόσφαιρα και πολιτισμική συνθήκη, ανακαθόρισε και σε ποιον βαθμό την κατάσταση;
«Βεβαίως. Αφότου μερικοί σκηνοθέτες της μεταπολιτευτικής γενιάς απέρριψαν την αρχαιολατρία της ελληνικής σκηνής, κάτι αναμενόμενο αφού προηγήθηκε η διαστρέβλωση, η ιδεολογική εκμετάλλευση της αρχαιολατρίας από τη χούντα. Επεμβαίνοντας χωρίς ενοχές στο ποιητικό σώμα των τραγωδιών καταπιάστηκαν με το να τις εκσυγχρονίσουν μέσω επικαιρικών εικόνων, να τις διασκευάσουν με κριτική διάθεση, να τις μεταγράψουν.
Η άγονη προσκόλληση στην ιερότητα του κλασικού κειμένου και η εμμονή στο φάντασμα μιας σκηνικής αναβίωσης του αρχαίου δράματος έχουν αποσυρθεί από τον ορίζοντα των νέων δημιουργών που δουλεύουν πλέον με τα πολυμέσα και την προηγμένη τεχνολογία, με κατακτήσεις από τις περιοχές της σύγχρονης μουσικής, της περφόρμανς, του χορού, του οπτικοακουστικού περιβάλλοντος. Το αρχαίο δράμα πάντως παραμένει πεδίο συγκρούσεων με βίαιες αντεγκλήσεις και διαμετρικά αντίθετες προσδοκίες από το κοινό».
Υπάρχει και το ζήτημα της μετάφρασης του αρχαίου δράματος. Ρωτώ επειδή έχετε καταπιαστεί και με αυτό το πεδίο. Πώς θα προσδιορίζατε το μεταφραστικό ήθος ανάμεσα στα κείμενα του παρελθόντος και τον ορίζοντα των σημερινών προσδοκιών;
«Αναφερόμενη μόνο στις τραγωδίες που μετέφρασα για τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, δηλαδή την πρόσφατη «Ορέστεια», τους «Πέρσες», τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και τα σωζόμενα αποσπάσματα του Αισχύλου για την παράσταση «Επίγονοι», ομολογώ ότι γνώμονάς μου ήταν η τριβή ανάμεσα στο φιλοσοφικό, γλωσσικό σύμπαν των αισχυλικών κειμένων με το νεωτερικό τελετουργικό ιδίωμα του σκηνοθέτη.
Δεν αποκρύπτω από τους θεατές ότι ο λόγος του ποιητή είναι δυσπρόσιτος και όχι εύπεπτος, ούτε τους κολακεύω συναισθηματικά. Η συμμετοχή στην ποίηση και την τέχνη του θεάτρου έχει αξιώσεις και κινδύνους ρήξης».