Στο Ονομα του ρόδου, το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Εκο, ένας πολυμαθής ηγούμενος του Μεσαίωνα απευθύνεται σε έναν νέο μοναχό και του λέει: «Μοναστήρι δίχως βιβλία είναι σαν κήπος χωρίς χλόη, λειμώνας χωρίς άνθη, δέντρο χωρίς φύλλα…» και συνεχίζοντας τονίζει ότι το μοναστικό του τάγμα έσωσε έργα της αρχαίας διδασκαλίας που απειλούνταν με αφανισμό από πυρκαγιές και λεηλασίες.
Η Κάθριν Νίξεϊ παραθέτει το απόσπασμα αυτό από το βιβλίο του Εκο σχολιάζοντας ότι πράγματι ο χριστιανισμός στις καλύτερες στιγμές του έκανε σπουδαία έργα σώζοντας αρχαία κείμενα. Αλλά η χριστιανική αυτή ιστορία έχει και μια άλλη όψη, που βρίσκεται μακριά από τους βιβλιόφιλους μοναχούς και τους αντιγραφείς έργων. Είναι μια σκοτεινή ιστορία με φιλοσόφους που βασανίστηκαν και με την καταστροφή έργων τέχνης, κτηρίων και βιβλίων. Αυτή την ιστορία παρουσιάζει στο βιβλίο της η Νίξεϊ καταδεικνύοντας ότι το διάταγμα των Μεδιολάνων του 313, που δήλωνε ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να λατρεύει τη θρησκεία που έχει επιλέξει, έμεινε στα χαρτιά.
Δέκα χρόνια περίπου αφότου ο χριστιανός Κωνσταντίνος πήρε την εξουσία πέρασαν νόμοι που απαγόρευαν το «μίασμα της ειδωλολατρίας». Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους Ρωμαίους που δεν ήταν δογματικοί και δέχονταν ξένους θεούς. Ο μονοθεϊσμός ήταν κάτι αδιανόητο γι’ αυτούς και απορούσαν γιατί οι χριστιανοί δεν πρόσθεταν τη λατρεία αυτού του νέου Θεού σε εκείνη των παλιών.
Η ανεκτικότητα των Ρωμαίων, υποστηρίζει η Νίξεϊ, φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν υπήρξαν και ιδιαιτέρως πολλά χρόνια διωγμών των χριστιανών με αυτοκρατορική εντολή, με εξαίρεση τον Νέρωνα που τους κατηγόρησε για τη μεγάλη πυρκαγιά το 64. Οι διωγμοί γίνονταν σε τοπικό επίπεδο, ενώ οι χριστιανοί παροτρύνονταν να πεθάνουν για την πίστη τους για να φθάσουν γρήγορα στον Παράδεισο.
Για τους χριστιανούς ο Χριστός ήταν η αλήθεια και το φως και οτιδήποτε άλλο βύθιζε τον πιστό στο σκοτάδι των δαιμόνων. Καθήκον τους, λοιπόν, ήταν να προσηλυτίσουν τους αιρετικούς, ακόμα και με τη βία, και αυτό ήταν πράξη αγάπης διότι έτσι τους έσωζαν από τον Σατανά. Εκείνοι που εκτελούσαν και ενθάρρυναν τις επιθέσεις και τις καταστροφές έργων του κλασικού κόσμου δεν ήταν άτομα βίαια, αλλά απλώς ευσεβείς που έδειχναν «υπερβάλλοντα ζήλο», γράφει η Νίξεϊ. Το 392 «ένθερμοι» έκαψαν στην Αλεξάνδρεια το Σαράπειο και τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου και το 415 οι Παραβαλάνοι (παράτολμοι), φανατικοί χριστιανοί με φιλανθρωπική δράση, εκτέλεσαν με φρικτό τρόπο τη φιλόσοφο και διανοούμενη Υπατία.
Το βιβλίο της Νίξεϊ, σε πολύ καλή μετάφραση του Μιχάλη Λαλιώτη, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζει μια πλευρά της ιστορίας που δείχνει ότι η νίκη του χριστιανισμού επί του παλαιού κόσμου δεν πανηγυρίστηκε από όλους.
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.