Λίγο πριν από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, η ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδος και ο διοικητής της Κυριάκος Βαρβαρέσος φρόντισαν για τη διάσωση των αποθεμάτων χρυσού και συναλλάγματος της χώρας. Ετσι, 20 τόνοι χρυσού, σε ράβδους και νομίσματα, συσκευασμένοι σε 314 κιβώτια, μεταφέρθηκαν με αντιτορπιλικά του Πολεμικού Ναυτικού στην Κρήτη. Στο υποκατάστημα του Ηρακλείου υπήρχαν ασφαλή χρηματοκιβώτια, αλλά η Κρήτη δεν ήταν ασφαλής προορισμός για τον χρυσό της χώρας. Tον Μάιο το πολύτιμο φορτίο μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο θησαυροφυλάκιο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. Από εκεί, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, έφτασε στη Νότιο Αφρική και κατέληξε στην Πρετόρια, στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank.

Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ακολούθησε στην εξορία τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Χανιά, Αίγυπτος, Νότιος Αφρική, Λονδίνο. Τη διοίκηση ακολούθησαν, εθελοντικά, και τρεις υπάλληλοι στους οποίους στηρίχθηκε το διαχειριστικό έργο της κεντρικής τράπεζας. Ηταν ο Αριστείδης Λαζαρίδης, ο Μίνως Λεβής (1902-1986) και ο Σωκράτης Κοσμίδης (1898-1941), και οι τρεις υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας που μετατάχθηκαν το 1928 στη νεοσυσταθείσα Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά υπήρχε στην ομάδα και ένα τέταρτο μέλος, ο Λέανδρος Παλαμάς (1890-1958), γιος του ποιητή, που ίσως επειδή θα ταξίδευε με τη γυναίκα του, δεν επιβιβάστηκε ποτέ στο επιβατηγό «Ελση» της Ατμοπλοΐας Τόγια, με το οποίο την Τρίτη του Πάσχα του 1941 αναχώρησαν οι υπόλοιποι από τον Πειραιά για την Κρήτη.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω