βίος του αμερικανού πολωνοεβραίου νομπελίστα Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ (1903-1991) χωρίζεται στα δύο από μια μεγάλη διαιρετική τομή: αυτή του 1935, όταν εγκατέλειψε τη μεσοπολεμική Πολωνία και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την άνδρωσή του σε μια ραβινική οικογένεια στο στετλ και στη Βαρσοβία και τα μετέπειτα χρόνια στη νέα του πατρίδα συνδέει η γλώσσα και η λογοτεχνία. Γράφοντας από νωρίς στα γίντις, τη γλώσσα των Ασκενάζι Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης, ο Σίνγκερ δεν τα εγκατέλειψε στις ΗΠΑ – αν και τα έργα του από τη δεκαετία του ’50 άρχισαν να μεταφράζονται και στα αγγλικά προσεγγίζοντας ένα ευρύτερο κοινό. Τιμήθηκε με βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1978 «για την παθιασμένη αφηγηματική του τέχνη η οποία, ριζωμένη στην πολωνοεβραϊκή πολιτισμική παράδοση, ενσαρκώνει την καθολική ανθρώπινη συνθήκη».
Το Ερωτας και εξορία (εκδ. Δώμα) με τον υπότιτλο «αυτοβιογραφική τριλογία» είναι ακριβώς η εξιστόρηση της ζωής του ως τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στην Αμερική. «Πνευματική αυτοβιογραφία», «μυθοπλασία σ’ ένα υπόβαθρο αλήθειας» χαρακτηρίζει ο ίδιος το εγχείρημα αυτό το οποίο από την παιδική του ηλικία, τις νεανικές φιλοσοφικές αναζητήσεις που αποδοκιμάζονταν από τον πατέρα του, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα φτάνει στις αρχές της συγγραφικής καθιέρωσης σε δύο κουλτούρες. Καθαρή, ζωηρή, φρέσκια, η ματιά του Σίνγκερ αποδίδει ανάγλυφα τον κόσμο τού χθες: «Πήραμε το μετρό για τον σταθμό Γκραντ Σέντραλ. […] Πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν μόνες τους. Το καφεκόκκινο λινόλεουμ στο πάτωμα του βαγονιού ήταν σπαρμένο με εφημερίδες. Ολα τα κορίτσια μασούσαν τσίχλα. Ηξερα πως ήταν αδύνατο να ισχύει, αλλά όλοι μου φάινονταν ίδιοι. Νεγράκια γυάλιζαν παπούτσια. […] Οι γυμνές λάμπες έριχναν ένα κίτρινο φως. Εξω από τα παράθυρα περνούσαν μεγάλες μαύρες κοτρόνες, τα ανοιγμένα σωθικά της γης που κουβαλούσε πάνω της την πόλη της Νέας Υόρκης».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.