Πέρασαν σχεδόν πάνω από τέσσερις δεκαετίες από τότε που εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιουέλ (1900-1983) Η τελευταία μου πνοή – το 1982, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του κορυφαίου σκηνοθέτη του κινηματογράφου – και το βιβλίο εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο γοητευτικό, συναρπαστικό και επίκαιρο.

Θα έλεγα όσο και μερικές από τις εμβληματικότερες ταινίες του, όπως οι Λος Ολβιδάδος (1950), η Βιριδιάνα (1961), η Ωραία της ημέρας (1966), η Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (1972) και βέβαια το κύκνειο άσμα του, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου (1977). Ο φανατικός σινεφίλ θα μπορούσε να προσθέσει άλλες τόσες.

Ενας ανθρωπολογικός γαλαξίας

Εχουν γραφτεί πολλά σχετικά με το πόσο γρήγορα «γερνάει» ο κινηματογράφος. Αλλά καμία από τις κορυφαίες ταινίες αυτού του απίστευτου σκηνοθέτη δεν σου δίνει, ακόμη και αν την έχεις δει παλαιότερα, την αίσθηση ότι έχει γεράσει. Το ίδιο συμβαίνει και με την αυτοβιογραφία του. Θα έλεγα πως ό,τι ο Μπουνιουέλ αποτύπωσε στο σελιλόιντ το συνόψισε και το αποτύπωσε στο χαρτί.

Ο θεατής και ο αναγνώστης ταυτίζονται. Και για να παραπέμψω, έστω και μεταφορικά, σε αυτό που έλεγε ο Ναμπόκοφ για τον Τολστόι, «τον διαβάζεις [τον Μπουνιουέλ] και δεν μπορείς να σταματήσεις».

Η Τελευταία μου πνοή δεν είναι μόνο αυτοβιογραφία και προσωπική εξομολόγηση. Είναι και χρονικό μιας ολόκληρης εποχής, η καταγραφή, η σύνοψη και η προβολή της στον κόσμο που ερχόταν· είναι το άθροισμα των μικρών αλλά χαρακτηριστικών πορτρέτων όσων σημάδεψαν τις αναζητήσεις, τους πειραματισμούς και τα έργα της πρωτοπορίας, οι εμπνεύσεις, οι αφορμές και οι προϋποθέσεις της δημιουργίας τους, ένας ανθρωπολογικός «γαλαξίας» που σε μεγάλο βαθμό άλλαξε την αισθητική μας.

Φαντασία και μνήμη

Τι συμβαίνει όταν ένας δημιουργός καταγράφει τα όσα έζησε στας δυσμάς του βίου του; Ο Ναμπόκοφ την πρώιμη αυτοβιογραφία του την τιτλοφορεί Μίλησε, μνήμη. Και Μνήμη τιτλοφορεί το πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του ο Μπουνιουέλ, όπου λέει πολύ χαρακτηριστικά: «Πρέπει να αρχίσεις να χάνεις τη μνήμη σου, έστω και μερικώς, για να συνειδητοποιήσεις ότι η μνήμη είναι το στοιχείο που συνέχει τη ζωή μας ολόκληρη. Μια ζωή χωρίς μνήμη δεν θα ήταν ζωή, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας νους που δεν θα μπορούσε να εκφραστεί δεν θα ήταν νους. Η μνήμη μας είναι η συνεκτική μας ενότητα, είναι η λογική μας, η πράξη μας, το αίσθημά μας. Χωρίς αυτή δεν είμαστε τίποτα».

Στη μνήμη του ανατρέχει ο Μπουνιουέλ, αλλά μας θυμίζει από την αρχή ότι αυτή «δέχεται ασταμάτητες επιθέσεις της φαντασίας και της ονειροπόλησης». Οι μνημονικές του ανακλήσεις, επομένως, στο βιβλίο αυτό, όπως και στις ταινίες του, καταγράφουν εκείνες τις επιθέσεις της φαντασίας που σημάδεψαν τον δημιουργικό του βίο, που ανακαλώντας τες με ρεαλιστική ακρίβεια και άλλη τόση ειρωνεία ονειροπολεί κοροϊδεύοντας, στο τέλος, τον θάνατο.

Αυτός ο αναρχικός και κατά δήλωσή του άθεος αποφαίνεται πικρά πως «το να εγκαταλείπεις τον κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία είναι σαν να αφήνεις ένα φτηνό μυθιστόρημα στη μέση». Και εμείς καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι μια πελώρια αντίφαση. Αλλά μήπως και η ίδια η δημιουργία δεν είναι παρά μια παρόμοια αντίφαση;

Ειρωνεία και περιπέτεια ζωής

Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος στο Καντάκες της Αραγωνίας, καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Και από τα παιδικά του χρόνια ξεκινά την αφήγησή του για να μας δώσει, στη συνέχεια, πάνω στο χαρτί το ριμέικ της ζωής του. Οχι μόνο της δικής του αλλά και του πλήθους των δημιουργών που συναναστράφηκε: συγγραφέων (ποιητών κυρίως), ζωγράφων, ηθοποιών, παραγωγών του κινηματογράφου.

Οι σελίδες που αφιερώνει στα παιδικά του χρόνια έχουν μια απίστευτη δύναμη, μια ειρωνεία που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ και μια πειθώ που δεν σε αφήνει ασυγκίνητο. Και εξηγούν την περιπέτεια της ζωής του: από τη Σαραγόσα της Ισπανίας και τη σχολή των Ιησουιτών όπου φοίτησε, τις σκανταλιές και τους καβγάδες του, ως τη Μαδρίτη, όπου συναναστράφηκε δύο μείζονες ισπανούς ποιητές, τον Λόρκα και τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, τη ζωή του στο Παρίσι στη δεκαετία του 1920, όπου συναρπάζεται από τον κινηματογράφο αλλά και από τον υπερρεαλισμό, στον οποίο έμεινε πιστός ως το τέλος της ζωής του.

Και έπειτα μας δίνει το κλίμα του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, τη μετοικεσία του στις Ηνωμένες Πολιτείες και από εκεί στο Μεξικό, όπου γυρίζει την πρώτη σπουδαία ταινία του Λος Ολβιδάδος το 1950. (Σημειώνω πως στη χώρα μας παίχτηκε με τον απερίγραπτο τίτλο Ξεχασμένοι από την κοινωνία, σαν να ανήκε σε ένα από εκείνα τα γελοία ελληνικά μελό της εποχής. Δεν είναι βέβαια ο μόνος παραπειστικός τίτλος στα ελληνικά των ταινιών του Μπουνιουέλ. Λ.χ., Το Κορίτσι, του 1960, παίχτηκε με τον τίτλο Μετά τον βιασμό.)

Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία μου πνοή, Μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής. Εκδόσεις Δώμα, 2024,σελ. 391, τιμή 22 ευρώ

Ο ομοφοβικός Μπρετόν

Ο νεαρός και ανήσυχος Μπουνιουέλ ήταν επόμενο να ενθουσιαστεί με την ιδέα του υπερρεαλιστικού σκανδάλου. Η αυθάδεια, η βεβήλωση των ιερών και των οσίων, οι συνεχείς προκλήσεις των υπερρεαλιστών, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν σε εύπορες αστικές οικογένειες, τον είχαν συναρπάσει. Θαύμαζε τον Μπρετόν, ο οποίος διακρινόταν από απαράμιλλη αστική ευγένεια, ιδίως απέναντι στις κυρίες, αλλά συχνά ξεσπούσε σε εκρήξεις οργής όταν δεν συμφωνούσε με κάτι.

Ηταν επιπλέον ομοφοβικός, γι’ αυτό και ο Αραγκόν, όσο υπήρξε μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας, έκρυβε επιμελώς την ομοφυλοφιλική πλευρά του (και τότε αλλά και αργότερα, όταν διαφώνησε και μπήκε στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας, για να εκδηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του μετά τον θάνατο της γυναίκας του Ελσα Τριολέ).

Για ομοφοβία – αδίκως – κατηγορήθηκε και ο Μπουνιουέλ και δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από τις υπέροχες σελίδες τις οποίες αφιερώνει στη συναναστροφή του με τον Λόρκα, που τον επηρέασε όσο κανείς και που η εκτέλεσή του από τους φρανκιστές τον σημάδεψε ως το τέλος της ζωής του.

Η ωραία της ημέρας

Οταν ο Μπουνιουέλ γύρισε το 1966 την Ωραία της ημέρας, η πρωταγωνίστριά του Κατρίν Ντενέβ ήταν 23 ετών και αρκετά γνωστή, αλλά η ταινία αυτή την καθιέρωσε ως σπουδαία ηθοποιό. Το βιβλίο του Ζοζέφ Κεσέλ πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία ο Μπουνιουέλ το έβρισκε μελοδραματικό, αλλά «στέρεα δομημένο» ώστε να χρησιμοποιηθεί για ένα καλό σενάριο.

Η ταινία έσπασε, για την εποχή, ταμεία και δικαίως θεωρείται μία από τις ωραιότερες ερωτικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον είρωνα Μπουνιουέλ να γράψει με καυστικό χιούμορ: «Ηταν ίσως η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της ζωής μου, επιτυχία που αποδίδω πιο πολύ στις πόρνες της ταινίας παρά στη δική μου δουλειά».

Τύχη και αναγκαιότητα

Ο Μπουνιουέλ παρέμεινε πιστός στον υπερρεαλισμό ως το τέλος της ζωής του. Σε όλες του τις ταινίες ο κόσμος των ονείρων είναι παρών, γι’ αυτό κι ένα κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του αρχίζει αφοριστικά: «Η τύχη είναι η μεγάλη αφέντρα όλων των πραγμάτων. Η αναγκαιότητα έπεται. Δεν έχει την ίδια καθαρότητα». Γι’ αυτό και θα πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο τον σκανδαλιστικό τίτλο που δίνει ο αθεόφοβος στο κεφάλαιο αυτό: «Δόξα τω Θεώ άθεος!».

Η πεποίθηση της πρωτοκαθεδρίας της τύχης είναι μείζον υπερρεαλιστικό γνώρισμα – και από εδώ προέρχεται κατά έναν τρόπο η θεωρία περί αυτόματης γραφής. Στην αυτοβιογραφία αυτή έχουμε πλήθος περιστατικών, όπου μια τυχαία ιδέα οδήγησε σε ένα σενάριο. Ο Μπουνιουέλ δεν παραλείπει να μας πει και κάποια από τα διάφορα που φαντάστηκε για σενάρια που δεν υλοποιήθηκαν.

Δεν είναι συμπτωματικό που το σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία» του γαλλικού Μάη του ’68 προέρχεται από τους υπερρεαλιστές. Ο κόσμος της φαντασίας είναι ο κόσμος της τύχης. Οι υπερρεαλιστές για ένα διάστημα ερωτοτρόπησαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά ήταν επόμενο η κομμουνιστική θεωρία, που ορίζει την αναγκαιότητα ως μοναδικό παράγοντα της ιστορικής διαδικασίας, τον κόσμο των υπερρεαλιστών να τον θεωρεί ξένο σώμα. Ετσι το κόμμα διέγραψε τους υπερρεαλιστές από τις τάξεις του, πράγμα για το οποίο εκείνοι βέβαια δεν πολυστενοχωρέθηκαν.

Οι υπερρεαλιστές ανακάλυψαν τον κρυφό Μεσαίωνα στις ρίζες του οποίου έβρισκαν τα σπέρματα της τέχνης που εκείνοι ήθελαν να δημιουργήσουν. Τέχνης πρωτογενούς, που μας παραπέμπει στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, γι’ αυτό νομίζω και ο Μπουνιουέλ το θαυμάσιο κεφάλαιο που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια το τιτλοφορεί «Αναμνήσεις από τον Μεσαίωνα».

Ο δικός του Μεσαίωνας είναι η παιδική του ηλικία – αλλά και η εποχή της συμπίπτει με την παιδική ηλικία του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και οι αναμνήσεις του έχουν τέτοια ενάργεια. Ετσι, αργότερα ανακαλύπτει την τέχνη, τον κινηματογράφο, τους φίλους και τους αντιπάλους. Η ζωή και η δημιουργία είναι και ένα παιχνίδι σε ατελεύτητες παραλλαγές, όπου κυριαρχεί το γέλιο.

Κάπως έτσι φαντάζεται ο Μπουνιουέλ το τέλος του. Αυτός ο άθεος καλεί προ του θανάτου του έναν παπά. «Μπροστά στους σκανδαλισμένους φίλους μου», γράφει, «κάνω την εξομολόγησή μου, ζητώ άφεση για όλες τις αμαρτίες. Ο παπάς με διαβάζει. Κι έπειτα γυρνάω στο πλάι και πεθαίνω». Ποιο είναι το ξόρκι, η «τελευταία πνοή» λοιπόν; Ενα νεκρικό γέλιο.

«Ο ανδαλουσιανός σκύλος»

Το 1929, με ελάχιστα χρήματα και με υποτυπώδη τεχνικά μέσα, γυρίστηκε μια ταινία που το σενάριό της το έγραψαν ο Μπουνιουέλ και ο Νταλί και τη σκηνοθέτησε ο πρώτος. Ηταν ο Ανδαλουσιανός σκύλος, σύνθεση των ονείρων ή των φαντασιώσεών τους. Εδώ η κινηματογραφική κάμερα είναι το μάτι – ή αντιστρόφως. Το μάτι είναι η εικόνα και η εικόνα είναι το όνειρο.

Σύμφωνα με το Πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού του Μπρετόν, «το όνειρο φέρει στοιχεία οργάνωσης». Και η οργάνωση βασίζεται στο μοντάζ, όπως και όλες οι κατοπινές ταινίες του Μπουνιουέλ. Καταστατικό έργο της πρωτοπορίας, μας εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα και προλέγει τα εκπληκτικά δημιουργήματα του σκηνοθέτη που ακολούθησαν.