Στις 27 Σεπτεμβρίου 1938 μια ισχυρή δύναμη, αποτελούμενη από πεζικό, άρματα μάχης και αντιαεροπορικές μονάδες, παρήλαυνε στο κέντρο του Βερολίνου υπό το βλέμμα του Φύρερ. Η σουδητική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της και ο γερμανός δικτάτορας είχε ήδη απευθύνει τελεσίγραφο στην Τσεχοσλοβακία απαιτώντας την άμεση παραχώρηση των συνοριακών περιοχών όπου κατοικούσε η γερμανική μειονότητα. Ενώ η Ευρώπη προετοιμαζόταν ψυχολογικά για πόλεμο, οι Βερολινέζοι παρακολουθούσαν με ασυνήθιστη απάθεια την επίδειξη δύναμης: χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς ζητωκραυγές, «σαν δαρμένοι σκύλοι», αναφέρει μια αυτόπτης μάρτυρας. Εκνευρισμένος ο Χίτλερ εγκατέλειψε το μπαλκόνι του και μπαίνοντας στο εσωτερικό της Καγκελαρίας είπε στον Γιόζεφ Γκέμπελς και στους υπόλοιπους παρισταμένους: «Με τέτοιον λαό δεν μπορώ να κηρύξω πόλεμο ακόμη». Τις επόμενες μέρες Βρετανία και Γαλλία θα έσπευδαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα υπέγραφαν τη Συμφωνία του Μονάχου ακρωτηριάζοντας την Τσεχοσλοβακία και η επιχείρηση κατευνασμού του Χίτλερ θα εξαγόραζε έναν χρόνο ειρήνης. Τους δώδεκα αυτούς μήνες ως την 1η Σεπτεμβρίου 1939, την ημέρα που πριν από 80 χρόνια η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία σηματοδοτώντας την κάθοδο στην κόλαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περιγράφει ο βρετανός ιστορικός Φρέντερικ Τέιλορ στο πρόσφατο βιβλίο του «1939. A People’s History».

Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία του έργου του τη Γερμανία, ο Τέιλορ θεμελιώνει τη βασικότερη θεματική του: τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κανείς στην Ευρώπη δεν επιθυμούσε πραγματικά μια σύγκρουση. Οπωσδήποτε για τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία κάτι τέτοιο ήταν δεδομένο, η Γερμανία όμως, ως μείζων αναθεωρητική δύναμη του καθεστώτος που είχε προκύψει από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν φιλοπόλεμη – σε επίπεδο ηγεσίας. Στην πράξη οι καθημερινοί Γερμανοί, που ο Τέιλορ περιγράφει να παρακολουθούν αμίλητοι την παρέλαση στη Βίλχελμπλατς, είχαν ως τότε πανηγυρίσει μια σειρά άκαπνων χιτλερικών θριάμβων: η αποχώρηση από την Κοινωνία των Εθνών το 1933, η κατάληψη της Ρηνανίας το 1936, το «Ανσλους», η ένωση της Αυστρίας με το Ράιχ, το 1938, είχαν επέλθει έπειτα από διαδοχικές υποχωρήσεις των δυτικών δημοκρατιών. Πολεμική εμπλοκή απειλούνταν για πρώτη φορά με τέτοια ένταση και η γερμανική κοινωνία εμφανιζόταν απρόθυμη στο ενδεχόμενό της. «Κανείς δεν θέλει πόλεμο – αν και πολλοί θα ήθελαν τη Σουδητία» έγραφε στο ημερολόγιό του ο συγγραφέας Εριχ Εμπερμαγερ. «Εχουμε αυτοκίνητα, ψυγεία, ραδιοτηλεγραφήματα, γιατί να θέλουμε έναν πόλεμο;». Αντίστοιχη, σημειώνει ο Τέιλορ, ήταν και η κατάσταση στη Βρετανία, όπου στον Μεσοπόλεμο είχε αναπτυχθεί ένα ισχυρό φιλειρηνικό κίνημα. Ασκώντας πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ, οι ηγέτες του κυρίαρχου Συντηρητικού Κόμματος δεν ακολουθούσαν μόνο την κοντόθωρη εκτίμησή τους για τον γερμανό δικτάτορα ως αξιόπιστο συνομιλητή, αλλά και τη διαφαινόμενη απέχθεια του εκλογικού σώματος για στρατιωτικές περιπέτειες. Τις μέρες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου ο πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν ήταν τόσο δημοφιλής ώστε στα καταστήματα παιχνιδιών εμφανίστηκαν κούκλες του να κρατούν το σύμβολο του αγαπημένου του χόμπι, ένα καλάμι ψαρέματος, στο ένα χέρι και μια πινακίδα που έγραφε «Ειρηνοποιός» στο άλλο.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω