Κόντρα στην εποχή των Σκανδιναβών, το κύμα των έργων των οποίων κατέκλυσε την τελευταία δεκαετία την αστυνομική λογοτεχνία με προεξάρχοντες τους Στιγκ Λάρσον και Τζο Νέσμπο, δεν είναι εύκολο να πάει κανείς. Ποιοτική νουάρ λογοτεχνία ωστόσο μπορεί σίγουρα να μη γράφεται βορειότερα λόγω των περιορισμών του κλίματος, οπωσδήποτε όμως ενδέχεται να βρεθεί και σε νοτιότερα γεωγραφικά πλάτη. Μία ενδεικτική τέτοια περίπτωση είναι αυτή του βραβευμένου γάλλου Ερβέ Λε Κορ. Συγγραφέας με έκδηλες επιρροές από το αμερικανικό νουάρ και έντονο το πολιτικοκοινωνικό στοιχείο στη γραφή του, ο 63χρονος Λε Κορ αποφεύγει τον κόσμο του Παρισιού, των τυπικών αστυνομικών θρίλερ, των στρωτών υποθέσεων και των καλογυαλισμένων λύσεων. Γράφει για τη γαλλική ύπαιθρο, το Μπορντό, τόπο καταγωγής του, για χαρακτήρες που κυριεύονται εύκολα από πάθη, που αναζητούν κανονική δικαιοσύνη και, επομένως, ενίοτε καταλήγουν στην εκδίκηση. Με την ευκαιρία μιας σύντομης επίσκεψής του στην Ελλάδα μιλήσαμε για τα πράγματα που τον απασχολούν στη ζωή όπως και στη γραφή – το νουάρ, την Ιστορία, την πολιτική.
Οι συμπατριώτες του εμφανίζονται στα ελληνικά ράφια τακτικά τα τελευταία χρόνια παρά την κυριαρχία των Βορείων: Καρίλ Φερέ, Φρεντ Βαργκάς, Αντουάν Σενάς, Ντομινίκ Μανοτί, Ζερόμ Λερουά, Πιερ Πουσερέ, Ζιλ Βενσάν είναι μερικά μόνο ονόματα από μια μεγάλη λίστα συγγραφέων. Αν δεν πρόκειται για μια δική μας εκδοτική σύμπτωση, η πυκνότητα μοιάζει να δείχνει ένα αναπτυσσόμενο λογοτεχνικό δυναμικό. Είναι η Γαλλία ανερχόμενη δύναμη στον χώρο του νουάρ; Για τον Ερβέ Λε Κορ, όχι ακριβώς, γιατί πρώτα πρέπει να προβούμε σε λεπτότερες διακρίσεις. «Στη Γαλλία ένα στα τέσσερα βιβλία που πουλιέται σήμερα είναι αστυνομικό» παραδέχεται. «Βέβαια, όταν λέμε «αστυνομικό», δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη «νουάρ». Αυτό που αρέσει πολύ στον κόσμο είναι το θρίλερ. Οι συγγραφείς τους πουλάνε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Οσο για το νουάρ, κάποιοι συγγραφείς τα καταφέρνουν. Δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματική άνθηση του γαλλικού νουάρ. Προσωπικά, άλλωστε, βλέπω το νουάρ ως ένα είδος πολύ ρεαλιστικό, που δεν διστάζει να απεικονίσει τις σταθερές της κοινωνίας – της κρίσης, της βίας, κυρίως της κοινωνικής βίας».
Πράγματι, στα βιβλία του Λε Κορ, είτε αυτά πραγματεύονται όψεις της μεταπολεμικής Γαλλίας, όπως το «Μετά τον πόλεμο» είτε την απόπειρα διαφυγής ενός βάσκου αυτονομιστή έπειτα από μια «επιχείρηση» στη Νοτιοδυτική Γαλλία, όπως το «Αμμος στο στόμα», τόσο η βία όσο και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εκδηλώνεται βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Θα έλεγε κανείς ότι το έργο του είναι ένα είδος κοινωνικού μυθιστορήματος με εξωτερική μορφή νουάρ. «Ναι, γιατί όπως και άλλοι νουάρ συγγραφείς – σκέφτομαι τον Ζερόμ Λερουά, την Ντομινίκ Μανοτί – δεν κάνουμε ακριβώς κριτική στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά διαπίστωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είμαστε, όπως σας είπα και πριν, οπαδοί του ρεαλισμού. Μιλάμε για την πραγματικότητα, προσπαθούμε να καταδείξουμε τις όψεις της».
Η πραγματικότητα του Λε Κορ έχει την ιδιότητα να θυμίζει πράγματα και καταστάσεις που έχουν σπρωχτεί έντεχνα κάτω από το χαλάκι της μνήμης. Παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο γράφει στο «Μετά τον πόλεμο» για τους πολέμους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο: «Η Γαλλία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1945 ως το 1962. Πόλεμος της Ινδοκίνας, πόλεμος της Αλγερίας. Οπως έγραψα σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, «μετά τον πόλεμο, ο πόλεμος συνεχίζεται». Πόλεμος περίπλοκος, μάλιστα, γιατί είναι πόλεμος αποικιακός». Και επομένως σκληρός και διχαστικός; «Κατά πρώτον», λέει ο Λε Κορ με τον αργό και προσεκτικό του τρόπο, «στην Αλγερία υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία 500.000 γάλλοι νέοι. Υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν, αν και δεν ήταν κατ’ επάγγελμα στρατιωτικοί. Ο πόλεμος αυτός στοίχισε στη Γαλλία πλήθη ολόκληρα νεκρών και τραυματιών. Οσοι επέζησαν αποκόμισαν τραυματικές εμπειρίες, τις οποίες μάλιστα δεν αφηγήθηκαν ποτέ. Την εποχή εκείνη, ας θυμηθούμε, δεν υπήρχε και κανείς να τους ζητήσει να μιλήσουν – δεν υπήρχαν οι εντεταλμένοι ψυχολόγοι, όπως σήμερα. Και κανείς βέβαια στη Γαλλία δεν ασχολήθηκε με το τι συνέβη στους Αλγερινούς. Επομένως, δεύτερον, ο πόλεμος παρήγαγε στη χώρα μου μια ατμόσφαιρα σιωπής, εχθρότητας και ρατσισμού απέναντι στους Αραβες. Ο σημερινός ρατσισμός στη Γαλλία, ο οποίος αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα από μόνο του, έχει τις ρίζες του σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση – στις τότε διαθέσεις κατά των Αλγερινών».
Η Γαλλία του Λε Κορ δεν είναι η πιο οικεία σε εμάς Γαλλία, αυτή των εμβληματικών διανοουμένων, του Παρισιού, της Αριστεράς («της Αριστεράς; Πάει αυτή – c’est finie» μου λέει αστειευόμενος). Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του που εκδόθηκε στα ελληνικά («Περνώντας τους λύκους για σκυλιά») βλέπουμε την ύπαιθρο της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, ανθρώπους που ζουν στην απομόνωση, σε καθεστώς μικροπαρανομίας που θυμίζει το κλίμα και τις καταστάσεις νουάρ στον αμερικανικό Νότο. Δεν πρόκειται για συνειδητό φόρο τιμής, μου λέει, προκύπτει όμως από την ατμόσφαιρα των αμερικανικών αναγνωσμάτων του. «Σκέφτομαι, για να δώσω δύο παραδείγματα, τον Λάρι Μπράουν, μεγάλο συγγραφέα νουάρ του αμερικανικού Νότου, και τον κάπως παλαιότερο Τζιμ Τόμπσον, λογοτέχνες που εστίαζαν σε μια προσέγγιση που μου αρέσει – στο μοιραίο πεπρωμένο και σε ανθρώπους δέσμιους των καταστάσεων».
Η πολιτική είναι διάχυτη στο έργο του Ερβέ Λε Κορ – όχι στο προσκήνιο, γύρω από τους χαρακτήρες και μέσα στην καθημερινότητά τους. Πώς είναι η σημερινή πολιτική καθημερινότητα στη Γαλλία; «Εχουμε όλο το απόγευμα να το συζητήσουμε; Οχι; Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, τότε! Ο Εμανουέλ Μακρόν κατασκευάστηκε από το σύστημα, από τους Σοσιαλιστές – θα έλεγα ότι είναι ο καρπός της προδοσίας των Σοσιαλιστών. Για ανθρώπους όπως εγώ, που ανήκουμε στην πραγματική Αριστερά, ο Μακρόν είναι το αντίστοιχο της Μάργκαρετ Θάτσερ. Εφαρμόζει ένα υπερφιλελεύθερο πρόγραμμα, μια πολιτική πολύ σκληρή, πολύ βίαιη, την οποία δικαιολογεί λέγοντας «αυτό είναι το πρόγραμμά μου, εσείς το ψηφίσατε» – αν και εκλέχθηκε γιατί αντίπαλός του ήταν η Ακρα Δεξιά. Ανησυχούμε, γιατί η Αριστερά που ενωμένη θα μπορούσε να αποσπάσει την πλειοψηφία αρκετά εύκολα είναι αυτή τη στιγμή κατακερματισμένη. Α, και δεν εννοώ με αυτόν τον όρο τους Σοσιαλιστές, γιατί – θα με συγχωρήσετε για τη σύγκριση – είναι κάτι σαν τους έλληνες σοσιαλιστές…».
«Ακόμα και στα ποσοστά» τον διακόπτω. «Ε, ναι» μου λέει, «είμαστε αδελφές χώρες!».