Ο σταδιακός εμπλουτισμός της ιστοριογραφίας για την περίοδο 1919-1922, εμφανής στα χρόνια γύρω από την εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, σηματοδοτεί την επέκταση του ιστορικού βλέμματος σε πεδία ως τώρα υποφωτισμένα.
Μελέτες γύρω από θεματικές όπως αυτές της εμπειρίας του μετώπου ή του κινήματος των παλαιών πολεμιστών διευρύνουν τις γωνίες πρόσληψης μιας στιγμής που οι συνθήκες και η κληρονομιά του Εθνικού Διχασμού είχαν στρέψει ετεροβαρώς στην πολιτική ιστορία. Μένουν οπωσδήποτε ανοικτά σημαντικά ζητήματα. Ενδεικτικά μπορεί να αναφέρει κανείς τη διάνοιξη του ορίζοντα ώστε η ρήξη της ελληνικής κοινωνίας να εγγραφεί στα συμφραζόμενα και τις αναλογίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (για παράδειγμα, παρατεταμένη, σκληρή εσωτερική σύγκρουση με παρόμοια χαρακτηριστικά παρατηρείται στην Ιταλία) που επικαθορίζει κομβικές παραμέτρους της διαμάχης βενιζελικών και αντιβενιζελικών ή την εξέταση, πέρα από την ελλαδική οπτική, κυρίαρχη στις περισσότερες προσεγγίσεις, της πολιτικής και ιδεολογικής στάσης των ελληνικών κοινοτήτων της άλλης όχθης του Αιγαίου. Τη σημασία αυτής της τελευταίας κατεύθυνσης αναδεικνύει η πρόσφατη μονογραφία του ιστορικού και ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δημήτρη Καμούζη Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη (εκδ. Εστία).
Ισορροπίες και ανακατατάξεις
Μεθοδολογική αφετηρία του Δημήτρη Καμούζη είναι η μελέτη του εθνικισμού, συγκεκριμένα η διαδικασία της διάχυσης της εθνικής ιδεολογίας. Ο λεγόμενος «εθνικισμός των ελίτ» αποσκοπεί στην οικοδόμηση πολιτικής ταυτότητας σε εθνοτικές γραμμές και στην κινητοποίηση των στρωμάτων που δεν ανήκουν σε αυτές με στόχο τη δημιουργία ή τη διαμόρφωση ενός εθνικισμού των μαζών. Η διαμεσολαβητική λειτουργία των ελίτ στην ανάπτυξη του εθνικού κινήματος υπαγορεύει στη συγκεκριμένη περίπτωση την παρακολούθηση της διαδρομής των ηγεσιών της ελληνορθόδοξης εθνοθρησκευτικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης με αρχικούς σταθμούς την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και το Τανζιμάτ (1839-1876).
Συνέπεια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων υπήρξε η αναδιάταξη των εσωτερικών ισορροπιών της ελληνικής ελίτ, της μεγέθυνσης των χασμάτων, της εκ νέου διαμόρφωσης συμμαχιών. Ενας αδρός καταμερισμός δυνάμεων θα διέκρινε μεταξύ αρχαίας αριστοκρατίας του Φαναρίου, ανώτερου κλήρου και ανώτερης αστικής τάξης που στήριζε τον «ελληνοθωμανισμό» και μεσαίας τάξης, «ιατρικού, νομικού και λογοτεχνικού επαγγέλματος» που έκλινε προς τον αλυτρωτισμό, την «εθνική και εδαφική ένωση με το ελληνικό έθνος και την Ελλάδα». Μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 το πολιτικό τοπίο θα διαρραγεί ακόμα περισσότερο: ο Ελληνικός Πολιτικός Σύνδεσμος Κωνσταντινουπόλεως, η ελληνική πρεσβεία, υποστηρικτές και αντίπαλοι του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, φατρίες «εθνικών» και «αντεθνικών» διαγκωνίζονταν για την εξασφάλιση επιρροής.
Ο Διχασμός και η πρόωρη Εξοδος
Λαϊκοί και κληρικοί υπέστησαν στην επόμενη φάση τη βαρυτική έλξη του διχασμού. Τον Οκτώβριο του 1918 η παραίτηση του αντιδημοφιλούς πατριάρχη Γερμανού Ε’, ο οποίος κατηγορούνταν από την αντιπολίτευση για σχέσεις με τη νεοτουρκική Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου, οικονομικά σκάνδαλα και παθητική στάση στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε στην ηγεσία των Ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης πρόσωπα αποφασισμένα να διεκδικήσουν την ένωση «μετά της μητρός Ελλάδος». Διαρκείς διπλωματικές ενέργειες και δημόσιες εκδηλώσεις εξέφραζαν τη στάση αυτή: υπομνήματα από τους έλληνες βουλευτές του οθωμανικού κοινοβουλίου προς τις δυνάμεις της Αντάντ από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 1919 διατύπωσαν το αίτημα «να ενωθώμεν με την Ελλάδα και να σχηματίσωμεν ενιαίον εθνικόν κράτος»∙ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς η ονομαστική εορτή του Ελευθέριου Βενιζέλου εορτάστηκε σαν εθνική εορτή∙ στις 27 Ιουνίου 1920 μια μεγαλειώδης γιορτή προς τιμήν του νικηφόρου ελληνικού στρατού έλαβε χώρα στους κήπους της πλατείας Ταξίμ με ανάρτηση ελληνικών και συμμαχικών σημαιών, πώληση εικόνων και προτομών του Βενιζέλου και ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου από βρετανική στρατιωτική ορχήστρα.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου και την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο η βενιζελική ελίτ αντέδρασε δυναμικά στο νέο καθεστώς: η δημιουργία της «Επιτροπής Εθνικής Αμύνης», η έκκληση της Ιεράς Συνόδου και του Διαρκούς Μεικτού Εθνικού Συμβουλίου προς τον βασιλιά να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 1920, η αποστροφή του ηγετικού στελέχους Αλέξανδρου Βουτυρά ότι «η ακρόπολις του Βενιζελισμού εις το μέλλον είναι η Κωνσταντινούπολις» ήταν ενδεικτικές κινήσεις.
Αργότερα, η διαμάχη θα εκτρεπόταν σε ξυλοδαρμούς και απόπειρες δολοφονίας, ενώ οι λεγόμενοι «Αμυνίτες» αξιωματικοί με προεξάρχοντα τον Γεώργιο Κονδύλη θα απεργάζονταν σχέδια πραξικοπηματικής ανάληψης της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων στη Μικρά Ασία. Στο πλαίσιο αυτό η συζήτηση για συγκρότηση αυτόνομου κράτους στη Μικρά Ασία μεταξύ 1921 και 1922, όπως εκπορευόταν τουλάχιστον από την Κωνσταντινούπολη, είχε έντονο τον χαρακτήρα της ουσιαστικής απόσχισης μιας βενιζελικής επικράτειας από τη «βασιλική Αθήνα» – σχέδιο από το οποίο ο ίδιος ο Βενιζέλος θα αποστασιοποιούνταν τον Μάρτιο του 1922.
Πολλά μέλη των κύκλων αυτών θα διέφευγαν στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς, μετά την οριστική ήττα και την καταστροφή, φοβούμενα τουρκικά αντίποινα. Προπομποί μιας μεγάλης εξόδου από την Κωνσταντινούπολη, η οποία υπολογίζεται ότι έφτασε τα 40.000 άτομα ως το τέλος του 1922, οι «απόντες» δεν αποχώρησαν από το προσκήνιο – αντίθετα, θα επιχειρούσαν τα επόμενα χρόνια να ασκήσουν από την εξορία διπλή επιρροή τόσο ως προς την πολιτική του ελληνικού κράτους έναντι των προσφύγων όσο και ως προς την εναπομείνασα ελληνορθόδοξη κοινότητα της Πόλης.
Μια ημιτελής εθνική ολοκλήρωση
«Επιγραμματικά, το 1923 αποτέλεσε για τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης την κατάληξη μιας διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης στο ελληνικό έθνος που παρέμεινε ημιτελής, αποτέλεσμα της κατάρρευσης της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας και της φυγής της ελληνοκεντρικής κωνσταντινουπολίτικης ελίτ», σημειώνει στον επίλογό του ο Καμούζης. Υποδεικνύει επίσης την αποφυγή ανάληψης των ευθυνών που χαρακτηρίζει την ηγεσία της περιόδου 1918-1922 αλλά και το ότι είναι αμφίβολο αν η συγκυρία (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, γενοκτονική πολιτική των Νεότουρκων) άφηνε περιθώρια διαφορετικών επιλογών.
Αδιέξοδη υπήρξε και η στιγμή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: εγγυήσεις ασφαλείας δεν εξασφαλίστηκαν για το Πατριαρχείο και την κοινότητα, η πολιτική εκτουρκισμού διευρύνθηκε, η ελληνορθόδοξη μειονότητα επέστρεψε στην αυτοθεώρηση του παρελθόντος – αντί του προσδιορισμού «Οθωμανοί υπήκοοι / Ρωμιοί» προβάλλονταν πλέον ως «Τούρκοι πολίτες / Ρωμιοί» επιδιώκοντας συνειδητά χαμηλό προφίλ και προσπερνώντας το σύντομο διάλειμμα της ελληνικής ταυτότητας. Προσεκτική καταγραφή των ενδοκοινοτικών διαιρέσεων, ανάλυση των μεταβαλλόμενων ισορροπιών, ιχνηλασία της κατίσχυσης του αλυτρωτισμού, αποτύπωση των συνεπειών του Εθνικού Διχασμού, η μονογραφία του Δημήτρη Καμούζη αποτελεί πολύτιμη συμβολή σε πολλαπλά ερευνητικά πεδία μιας κρίσιμης περιόδου.