Κάθε 24 Δεκεμβρίου, το κοριτσάκι που πουλάει σπίρτα για να βγάλει κάνα φράγκο και να επιβιώσει ανοίγει τα μάτια ξέροντας ότι η πόλη ή τουλάχιστον εκείνη η ασήμαντη μικρή γειτονιά της πόλης, όπου θα επαναληφθεί ο γολγοθάς της, έχει σκεπαστεί από χιόνι. Για να προστατευθεί, το κορίτσι θα έπρεπε να κλείσει τα παντζούρια και τις κουρτίνες, όμως δεν μπορεί, γιατί ούτε παντζούρια έχει, ούτε κουρτίνες, ούτε παράθυρο, ούτε καν δωμάτιο για να ζεσταθεί. Θυμόταν ότι πάντα είχε χρόνο να το κάνει (εξού και η παρόρμηση να κλείσει παντζούρια και κουρτίνες), αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ. Η καθιερωμένη της ανάσταση γινόταν πάντα στον δρόμο. Τώρα είναι ήδη ξυπόλητη με πρησμένα πόδια που αστράφτουν σαν μελιτζάνες. Γιατί κυκλοφορεί ξυπόλητη με τόσο χιόνι; Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται – στην πραγματικότητα ούτε αυτό το θυμάται, το μόνο που θυμάται είναι ότι ανέκαθεν αυτό έπρεπε να θυμάται -, έχασε το ένα παπούτσι όταν έκανε στην άκρη για να περάσει μια άμαξα που έσερναν κάτι τρομαγμένα άλογα που παραλίγο να την πατούσαν. Το άλλο παπούτσι το είχε κλέψει ένα αγόρι για να φτιάξει μια φωλιά για πουλιά, μια συγκινητική και ειρωνική λεπτομέρεια που εκείνη πάντα έβρισκε φτηνού μελοδραματικού ύφους. Τέλος πάντων. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα ανέκαθεν τα ήξερε αυτά, όπως επίσης ξέρει ότι είναι μονίμως ορφανό γιατί οι γονείς της πέθαναν πριν κάποιους μήνες. Κάθε Χριστούγεννα είναι ορφανή εδώ και κάποιους μήνες, ξέροντας ότι τα επόμενα Χριστούγεννα, οι γονείς της, γονείς που ποτέ δεν γνώρισε, για μια ακόμη φορά θα έχουν πεθάνει πριν λίγους μήνες και εκείνη θα περιπλανιέται στους δρόμους δίχως σπίτι. Ή μήπως έχει σπίτι; Εκείνες οι σοφίτες με τα σπασμένα παράθυρα; Ακόμα μια ανάμνηση που ποτέ δεν έχει ζήσει. Για τη μιζέρια, την ορφάνια και την εγκατάλειψη, πρέπει να πουλήσει τα σπίρτα που κουβαλάει στην ποδιά της. Σπίρτα που, το είχε ξεχάσει, πρέπει να τα πουλήσει με θλιμμένη φωνή. Μηχανικά, ανοίγει το στόμα και φωνάζει: «Σπίρτα! Εχω σπίρτα!».

***

Δεν θα πουλήσει κανένα. Ποτέ δεν πούλησε ούτε ένα. Εχει τόσο αδύναμη φωνή που δεν την ακούει κανείς, οπότε ακόμα κι αν κάποιος ενδιαφερόταν να αγοράσει σπίρτα – ίσως κάποιος που τα χρειαζόταν για να ανάψει φωτιά, το καμινέτο, ένα πούρο ή ένα τσιγάρο – δεν θα την άκουγε, δεν θα την πρόσεχε, τόσο μικρή κι αδύνατη που είναι. Εχει αποφασιστεί εκ των προτέρων ότι οι άντρες και οι γυναίκες θα περνούν δίπλα της βιαστικοί για να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι, να ζεσταθούν μπροστά απ’ το τζάκι και να ετοιμάσουν το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν.

***

Πόσα βράδια Χριστουγέννων έχει ζήσει το κοριτσάκι μέχρι τώρα; Πάνω από εκατό, σίγουρα. Και πάντα συμβαίνει το ίδιο: εκείνη πουλάει το εμπόρευμα και ο κόσμος περνάει από μπροστά της δίχως να της δίνει σημασία. Ισως θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και αντί για σπίρτα να πουλάει χαρτομάντιλα, ξεσκονόπανα ή πακέτα τσιγάρα. Αλλά ίσως να μην το έχει μάθει, γιατί στον κόσμο της κανείς δεν πουλάει χαρτομάντιλα, ξεσκονόπανα ή πακέτα τσιγάρα. Πώς είναι η ζωή της τον υπόλοιπο χρόνο, τις τριακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες (τριακόσιες εξήντα πέντε, τα δίσεκτα χρόνια) από τη στιγμή που πεθαίνει από το κρύο στο κατώφλι ενός σπιτιού, μέχρι τη στιγμή που ξαναγεννιέται έναν χρόνο μετά, για να ζήσει το ίδιο παραμύθι; Θα ήθελε κι εκείνη να το μάθει αυτό. Απλώς εξαφανίζεται και τέρμα; Θα ήθελε, επίσης, να γνωρίσει, έστω και για μια φορά, τους γονείς της που κάθε χρόνο πεθαίνουν λίγους μήνες πριν. Πώς ήταν, γιατί δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ, γιατί κάθε φορά όλα αρχίζουν απ’ το ίδιο σημείο, λίγο πριν την εφηβεία της;

***

Πάντα ξέρει τι θα συμβεί σε κάθε στιγμή. Τώρα, για παράδειγμα, ξέρει ότι ξαφνικά θα ακούσει το γέλιο κάποιου παιδιού που στη συνέχεια θα ανακαλύψει πως έρχεται από εκείνο το φωτισμένο παράθυρο. Πράγματι, μόλις το σκέφτεται, ακούγεται το γέλιο του παιδιού, ζωηρό και μελωδικό όπως κάθε χρόνο. Τρέχει προς το παράθυρο με σπινθηροβόλα μάτια, με προσποιητή περιέργεια, παρόλο που δεν έχει καθόλου περιέργεια. Τώρα πρέπει να πλησιάσει τρέμοντας από το κρύο – προς στιγμή ξεχνάει ότι πρέπει να τρέμει από το κρύο -, να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών και να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώμο της. Δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι θα δει ένα αγόρι και ένα κορίτσι να παίζουν κάτω από ένα ψηλό και αληθινό χριστουγεννιάτικο δέντρο, φανταχτερά πράσινο, καθώς ο πατέρας βάζει ξύλα σε μια στόφα που καίει.

***

Είναι το ίδιο αγόρι και το ίδιο κορίτσι κάθε χρόνο. Η κατάσταση επαναλαμβάνεται και για αυτούς. Και για αυτούς η ζωή κάθε χρόνο αρχίζει εκείνο το απόγευμα και τελειώνει την επόμενη μέρα το πρωί, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα βρίσκουν νεκρό το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Ή ίσως ούτε καν αυτό. Ισως η ύπαρξή τους να είναι ακόμα πιο σύντομη και δεν πρέπει ούτε καν να περιμένουν να πεθάνει το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αφού υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα δει το κοριτσάκι σε εκείνη τη σκηνή. Κοίτα να δεις που θα πρέπει να αισθάνεται και τυχερή! Τουλάχιστον αυτή είναι πρωταγωνίστρια στο παραμύθι! Κάνουν τίποτε άλλο το αγόρι, το κορίτσι και ο πατέρας τον υπόλοιπο χρόνο; Διαβάζουν, εμφανίζονται και σε άλλα παραμύθια ή απλώς εξαφανίζονται; Εάν μπορούσε να τους κοιτάξει, θα διάβαζε στα μάτια τους, πέρα από τη ψεύτικη χαρά που δείχνουν κάτω απ’ το δέντρο, τη βαρεμάρα της ετήσιας επανάληψης. Αλλά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Δεν προβλέπεται να τους κοιτάξει. Αυτό που προβλέπεται είναι ότι το κοριτσάκι θέλει να πλησιάσει τα χέρια της στη σόμπα, ότι ζηλεύει τα κεριά, ότι τους φαντάζεται να νιώθουν τόσο άνετα σε εκείνο το σπίτι, να είναι τόσο χαρούμενοι και γελαστοί οι τρεις τους, καθώς ετοιμάζουν το χριστουγεννιάτικο φαγητό. Μαγεύεται όμως κοιτάζοντάς τους και πρέπει να αρχίσει να ανάβει τα σπίρτα μέχρι που να της μείνει ένα. Εκεί είναι όλο το παραμύθι. Παίρνει το πρώτο σπίρτο ανάμεσα στα μεθοδευμένα, τρεμάμενα δάχτυλα και σκέφτεται: «Ισως αν άναβα ένα σπίρτο να ζεσταινόμουν λίγο…». Το έχει ήδη σκεφτεί, οπότε, έχοντας ολοκληρώσει τη διαδικασία, μπορεί ήδη να το ξύσει πάνω στον λείο τοίχο. Είναι δύσκολο να ξύσει το σπίρτο, γιατί τα χέρια της είναι σαν παγωμένα ξύλα. Υστερα από λίγο όμως το σπίρτο ανάβει. Η φλόγα τής φωτίζει το ατάραχο πρόσωπο και με τη φαντασία της μεγαλώνει, για να μετατραπεί στη στόφα του σπιτιού που φαίνεται από το παράθυρο, μια στόφα που ανυψώνεται, που την πλησιάζει και της προσφέρει γλυκιά ζεστασιά.

***

Αλλά, όπως κάθε χρόνο, το σπίρτο σβήνει γρήγορα και η μαγεία, πλαφ, εξαφανίζεται. Κρύο ξανά, χιόνι, πείνα και θλίψη. Η ριπή παγωμένου αέρα, συνεπής στην ώρα της, την υποχρεώνει να βρει καταφύγιο στο κατώφλι όπου όλα θα πρέπει να τελειώσουν για ακόμα μια φορά. Κουλουριασμένη, συνεχίζει να πουλάει το εμπόρευμα. Αχ, ας μπορούσε τουλάχιστον να νιώσει πραγματικά το κρύο και τη θλίψη, ας μπορούσε πραγματικά να τρέμει, να υποφέρει και να παγώνει! Αλλά όλα είναι ψεύτικα, μηχανικά και προβλεπόμενα. Τώρα, για παράδειγμα, έρχεται η στιγμή που, επειδή κανείς δεν αγοράζει σπίρτα, αποφασίζει να ανάψει ένα δεύτερο σπίρτο. Εδώ είναι σημαντική η φράση που χρησιμοποιεί ως δικαιολογία:

– Εχω τόσα πολλά!

***

Εχει τόσα πολλά, αλλά σε λίγο θα της μείνει μόνο ένα. Ξύνει το δεύτερο σπίρτο στον τοίχο και αυτή τη φορά η φλόγα τής παρουσιάζεται σαν ένα τραπέζι γεμάτο από φαγητά, έτοιμο για το αποψινό δείπνο, με μια τεράστια ψητή γαλοπούλα, ένα κέικ με λιχούδικα χρώματα, μπαρόκ γλυκά και αστραφτερά φρούτα. Εχει την ψευδαίσθηση ακόμα και της μυρωδιάς από το ψητό που παλιότερα πλημμύριζε το σπίτι της τα Χριστούγεννα, εκείνο το σπίτι όπου υποτίθεται ότι έμενε με τους γονείς και τους παππούδες της μέχρι που οι δυστυχίες – ποιες δυστυχίες παρεμπιπτόντως; – έπεσαν πάνω της. Πιστό στο σενάριο, το κορίτσι σηκώνει τα τρεμάμενα χέρια και κάνει σαν να προσπαθεί να πιάσει το μπούτι από την υποτιθέμενη γαλοπούλα, μέχρι που, με μαθηματική ακρίβεια, σβήνει και το δεύτερο σπίρτο. Γι’ αυτό ανάβει ακόμα ένα, το τρίτο, κι αυτή τη φορά, στη φαντασία της, η φλόγα μετατρέπεται σε μια ολόκληρη οικογένεια που γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Βλέπει μια μητέρα που κοιτάζει συνεπαρμένη τον γιο και την κόρη της, βλέπει έναν παππού, βλέπει κι έναν καλοσυνάτο πατέρα. Ποιοι είναι αυτοί; Το ίδιο τής κάνει: είναι χαρούμενοι κι αυτό είναι αρκετό. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα αφήνει να κυλήσει ένα δάκρυ στο μάγουλό της. Είναι κορυφαίο σημείο, γιατί τώρα ακριβώς, με μια απότομη κίνηση, θα πρέπει να σκορπίσει τα υπόλοιπα σπίρτα στο χιόνι και θα είναι τόσο κακότυχη που θα της μείνει μόνο ένα σπίρτο στην ποδιά. Μόνο ένα στεγνό, της καημενούλας. Το ‘πε κι έγινε. Με μια απότομη κίνηση, τα σπίρτα σκορπούν στο χιόνι και μουλιάζουν ανεπανόρθωτα. Της μένει μόνο ένα, το ένα αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Το ξέρει τόσο καλά που θα μπορούσε να του δώσει όνομα, Παναγιωτάκη, ας πούμε. Ετσι, την επόμενη χρονιά που θα το έβλεπε θα του έλεγε: «Πώς πάει, Παναγιωτάκη; Πώς τα πέρασες φέτος;».

***

Το κορίτσι ξέρει πως όταν ανάψει αυτό το τελευταίο σπίρτο που σώθηκε απ’ την υγρασία θα δει τη μορφή της γιαγιάς. Ξέρει ότι θα της πει τον πόνο της κι η γιαγιά θα την παρηγορήσει και θα της πει ότι θα την πάρει μαζί της στον Παράδεισο όπου τώρα ζει με τους γονείς και τον παππού, σε ένα μέρος όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι και «δεν λείπει τίποτα σε κανέναν, γιατί κανείς δεν χρειάζεται τίποτα». Είναι μπουχτισμένη απ’ τη χριστουγεννιάτική καλοσύνη, είναι μπουχτισμένη απ’ τα καλά συναισθήματα του Δεκέμβρη, από τα ανυπόφορα κάλαντα που παίζουν στα ραδιόφωνα και που ξεγλιστρούν από τα παράθυρα που δεν έκλεισαν καλά, από τα ψεύτικα αστεράκια και από αυτό το αέναο χριστουγεννιάτικο παραμύθι που ζει και ξαναζεί και δεν προχωράει πουθενά. Είναι τόσο αηδιασμένη που σκέφτεται την πιθανότητα να τελειώνει μια και καλή, να ανάψει το σπίρτο και αντί να κοιτάζει τον ουρανό ψάχνοντας τη γιαγιά, να προσπαθήσει να το βάλει κοντά στην πόρτα του σπιτιού, ώστε το ξύλο – ίσως απλώς παπιέ μασέ –  ν’ αρχίσει να καίγεται τόσο γρήγορα που η φωτιά να επεκταθεί κατευθείαν στο υπόλοιπο σπίτι, εκεί που οι άνθρωποι ζουν μια ψεύτικη χαρά, σε όλη την πόλη – τουλάχιστον στους τέσσερις δρόμους που ξέρει, γιατί μπορεί να μην υπάρχουν άλλοι – και από εκεί στις σελίδες του βιβλίου, όπου όλα αυτά αναβιώνουν κάθε χρόνο, κι από το βιβλίο στο γραφείο του καταραμένου συγγραφέα που την καταδίκασε να επαναλαμβάνει κάθε χρόνο το ίδιο παιδικό μελόδραμα. «Να καούν όλα!» ψιθυρίζει, ενώ ξύνει το σπίρτο με λύσσα και πλησιάζει τη φλόγα στην πόρτα, που για κακή της τύχη μαυρίζει, αλλά είναι τόσο υγρή που δεν παίρνει φωτιά. Πριν μπορέσει να κάνει οτιδήποτε άλλο, μοιραία εμφανίζεται μπροστά της η γιαγιά, που θα την πάρει με τους γονείς της σ’ εκείνο το μέρος «όπου όλοι είναι χαρούμενοι», έτσι ώστε το πρωί ένας άντρας και μια γυναίκα να βρουν το πτώμα του παιδιού στο κατώφλι και να σχολιάσουν λυπημένα: «Καημενούλα, πέθανε απ’ το κρύο». Ενώ κοιτάζει με εχθρότητα το άγιο πρόσωπο της γιαγιάς, το κορίτσι αναρωτιέται αν το έχει προσπαθήσει παλιότερα κι αν του χρόνου θα ήταν χρήσιμο να κάνει πιο γρήγορες κινήσεις.

*Ο πολυβραβευμένος Κιμ Μονζό (Quim Monzo) γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1952. Ανήκει στους επιφανέστερους πεζογράφους της σημερινής Kαταλωνίας και είναι ιδιαιτέρως αγαπητός στους αναγνώστες για τις μικρές ιστορίες του. Ο πρωτότυπος τίτλος αυτού του διηγήματος είναι «La venedora de mistos» και περιλαμβάνεται στη συλλογή «El millor dels mons» (Ed. Quaderns crema, Barcelona, 2001). Η μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού έγινε απευθείας από την καταλανική γλώσσα, με τη φιλολογική επιμέλεια της Ευστρατίας Σοφού. «Το Βήμα» ευχαριστεί θερμά τον συγγραφέα και τον μεταφραστή του για την ευγενική τους χειρονομία και την πρώτη αποκλειστική δημοσίευση του κειμένου στα ελληνικά.