Η τριλογία Οι Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ είναι ένα μυθιστόρημα σε τρεις τόμους ή τρεις «φάσεις». Υποθέτω αυτό πρυτάνευσε ώστε οι εκδόσεις Ερμα να την εκδώσουν τώρα επίτομη. Ο συγγραφέας θέλησε – και σε μεγάλο βαθμό επέτυχε – να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, όπως ο Τζόις στον Οδυσσέα. Ο Μπροχ θαύμαζε τον Τζόις. Κι αν έχουν νόημα οι συγκρίσεις, θα έλεγε κανείς ότι όπως στους Υπνοβάτες ο συγγραφέας θέλησε να επεκτείνει τη δράση του δικού του έργου από τη μια μέρα του Οδυσσέα στα τριάντα χρόνια, έτσι και στο άλλο του μείζον μυθιστόρημα, το Βιργιλίου θάνατος, που κυκλοφορεί σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή από τις εκδόσεις Gutenberg, θέλησε να δώσει ένα ομόλογο του Ξυπνήματος των Φίνεγκαν του Τζόις. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο αριστουργήματα του Μπροχ είναι πως τους Yπνοβάτες τους προσλαμβάνουμε ως φιλοσοφικό μυθιστόρημα ενώ, αν πιστέψουμε τον Ελίας Κανέτι, το Βιργιλίου θάνατος θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως εκπληκτικό τεράστιο ποίημα σε πρόζα. Οπως γράφει ο Μορίς Μπλανσό στο θαυμάσιο δοκίμιό του «Οι Υπνοβάτες: ο ίλιγγος της λογικής», «ο Μπροχ δεν υπήρξε εν μέρει μυθιστοριογράφος, εν μέρει ποιητής, εν μέρει στοχαστής. Υπήρξε και τα τρία, και μάλιστα στο ίδιο βιβλίο». Κατά προέκταση, η τριλογία του, ακόμη κι αν δεν τη θεωρήσουμε ως «απόλυτο» μυθιστόρημα, είναι ένα ολοκληρωτικό μυθιστόρημα, από εκείνα που γράφονται πολύ σπάνια, όπως το κατά πολύ μεταγενέστερο Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας. Καταπληκτικός δοκιμιογράφος Ο Μπροχ ήταν καταπληκτικός δοκιμιογράφος, καλύτερος ακόμη κι από τον εξαιρετικό Ερνστ Μπλοχ. Και τμήμα ενός από τα δοκίμιά του, ειδικά για του Υπνοβάτες, περιλαμβάνεται τόσο στην παλαιότερη όσο και στη νέα ελληνική έκδοση. Εκεί εξηγεί τις προθέσεις του, αλλά ο αναγνώστης έχει ήδη αντιληφθεί πως η κύρια επιδίωξή του ήταν να παρουσιάσει ανθρώπους οι οποίοι όπως οι υπνοβάτες βρίσκονται μεταξύ ύπνου και ξύπνου, έτσι κι εκείνοι ζουν ανάμεσα σε συστήματα που εξαφανίζονται και σε όσα εμφανίζονται να τα αντικαθιστούν. Τρία είναι αυτά τα συστήματα: ο Ρομαντισμός, στον πρώτο τόμο, με πρωταγωνιστή τον ανθυπολοχαγό Γιοάχιμ φον Πάσενοβ, ο οποίος, αναγκασμένος από την οικογένειά του να γίνει αξιωματικός παρά τη θέλησή του, ζει μέσα στο νοσηρό (και ψευδορομαντικό) κλίμα του πρωσικού μιλιταρισμού. Η Αναρχία στον δεύτερο, με ήρωα τον λογιστή Αύγουστο Ες που απολύεται από τη δουλειά του, βρίσκει άλλη σε μεγάλη ναυτιλιακή επιχείρηση από όπου παραιτείται έπειτα από τη βίαιη καταστολή μιας απεργίας για την οποία θεωρεί υπεύθυνο τον πρόεδρο της εταιρείας Εντουαρντ φον Μπέρναρντ, έναν χαρακτήρα σκιώδη αλλά εξαιρετικά επιβλητικό. Στο τέλος ο Ες ονειρεύεται να μεταναστεύσει στην Αμερική, όμως αυτό δεν θα γίνει πραγματικότητα. Θα τον καταπιεί το μικροαστικό περιβάλλον από το οποίο ήθελε να ξεφύγει. Στο τρίτο βιβλίο (Ο Πραγματισμός) τον Πάσενοβ και τον Ες τους συναντούμε σε μια μικρή πολίχνη πάνω στον ποταμό Μόζελ. Ο Πάσενοβ είναι τώρα ταγματάρχης και στρατιωτικός διοικητής κι ο Ες διευθυντής της τοπικής εφημερίδας. Εκεί όμως έχει καταφύγει ο αλσατός επιχειρηματίας Χούγκεναου που έχει λιποτακτήσει και κρύβεται ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Η σχέση του ψευδορομαντικού Πάσενοβ και του ξεπεσμένου πλέον ψευδοαναρχικού Ες με τον αδίστακτο πραγματιστή Χούγκεναου θα είναι καταστροφική. Προάγγελος του φασισμού Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της εξέγερσης του Νοεμβρίου του 1918, η οποία οδήγησε στην αποπομπή του Κάιζερ και τη μετατροπή της Γερμανίας σε δημοκρατία (αναγγέλθηκε με κωμικό τρόπο), ούτε ο ρομαντισμός ούτε η αναρχία έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Θα αντικατασταθούν από τον ρεαλισμό (ή πραγματισμό, όπως προτιμά η μεταφράστρια), ο οποίος εκφράζεται από τον οπορτουνιστή Χούγκεναου, μια σχεδόν εγκληματική φυσιογνωμία που αφήνει πίσω της το παρελθόν – και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει άλλωστε η λιποταξία του. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει σε καμία αξία, όχι γιατί ο ίδιος αποτελεί εξαίρεση ανάμεσα σε όσους διαπνέονται από αξίες -γιατί δεν έχουν αξίες, παρά μόνον αμφιβολίες – αλλά επειδή εκείνος είναι γνήσιο τέκνο μιας εποχής που έχει χάσει τις δικές της. Κατά μια έννοια, λοιπόν, θα τον θεωρούσαμε ως ένα είδος προάγγελου του φασισμού. Η χαμένη ανθρωπολογική ποιότητα, η οποία οδήγησε στον ναζισμό, την εποχή των δολοφόνων σύμφωνα με τον πρώιμο ανατριχιαστικό λόγο του Ρεμπό, χαρακτηρίζει και την κατοπινή απελπισία του Μπροχ όταν γράφοντας αργότερα το Βιργιλίου θάνατος, που εκδόθηκε το 1942, βάζει τον μεγάλο λατίνο ποιητή να αποφασίζει να καταστρέψει το χειρόγραφο της Αινειάδας γιατί το έργο του δεν είχε λόγο ύπαρξης σε μια ανάξια εποχή΄ κάτι που εξηγεί γιατί ο Μπροχ βυθίζεται εφεξής στον κόσμο των μαθηματικών ως τον θάνατό του από ανακοπή καρδιάς το 1951. Ενσωματώνοντας στο βιβλίο ποιήματα και δοκίμια, ακόμη και διαλόγους, ο Μπροχ διευρύνει τα όρια του μυθιστορήματος. Χωρίς να μεταβάλλει μάλιστα τον αφηγηματικό ρυθμό επιτυγχάνει να εντάξει ούτε ένα ούτε δύο άλλα δέκα διαφορετικά δοκιμιακά κεφάλαια φιλοσοφικού περιεχομένου με τίτλο «Η κατάρρευση του συστήματος αξιών». Ο συγγραφέας ως μέρος της αφήγησης Ας σημειωθεί πως ενώ η αφήγηση εκτυλίσσεται και στους τρεις τόμους σε τρίτο πρόσωπο, η παρουσία του συγγραφέα είναι εμφανέστατη΄ αποτελεί κι εκείνος μέρος της. Κι αυτό είναι ολοφάνερο στις εσωτερικές αλλαγές που επιφέρει η εποχή στο ύφος, λες κι ο συγγραφέας δεν παρακολουθεί μόνο τους χαρακτήρες του αλλά και τον εαυτό του μέσω της γραφής του. Από το πρώτο μέρος που είναι «μια κατά το δυνατόν αθώα» ή «απλοϊκή», όπως λέει ο Μπροχ, αφήγηση εμπλουτισμένη με νατουραλιστικά στοιχεία, μεταβαίνουμε στο δεύτερο, όπου ο ρυθμός επιταχύνεται για να μας δώσει την «εσωτερική αναταραχή των ηρώων». Κι από εκεί πάμε στο τρίτο, σε μια νέα αντικειμενική μορφή, η οποία «πλησιάζει το ρεπορτάζ». Ζούμε λοιπόν σ’ έναν καινούργιο κόσμο που δεν τον γνωρίζουμε Το «πολυϊστορικό» του θέματος εδώ επιβάλλει την αφηγηματική προσαρμογή στο περιεχόμενο. Μόνο έτσι αναδεικνύεται η φιλοσοφική διάσταση μέσω της οποίας ο Μπροχ φιλοδοξούσε να προβάλει ένα νέο είδος μυθιστορήματος: να συνθέσει τα κύρια και τα επί μέρους και να επιτύχει την ενότητα μέσα από τον ένταξη των κατακερματισμένων στοιχείων της πραγματικότητας εγγράφοντάς τα στην καλλιτεχνική πράξη. Η πράξη αυτή είναι κατά βάθος μοναχική, όπως και η καταβύθιση στον κόσμο των καθαρών μαθηματικών. Η λογοτεχνία είναι πράξη δημόσια – όχι όμως απαραιτήτως και ο δημιουργός. Γι’ αυτό και η κατάρρευση των αξιών δεν σημαίνει την επιστροφή σε οποιοδήποτε status quo ante αλλά την ανασύστασή τους από το μηδέν. Είναι μια διαπίστωση ειρωνική, όπως και τραγική ταυτοχρόνως: δεν υπάρχει τίποτε, αλλά θα πρέπει να υπάρξει. Τότε η μυθιστορηματική αφήγηση αναπληρώνει τα φιλοσοφικά κενά συμπληρώνοντάς τα με την ποίηση, την κύρια έκφανση του ανορθολογισμού. Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα δεν γράφονται αν ο δημιουργός τους δεν έχει δυο-τρία πρότυπα, τα οποία φυσικά δεν πρέπει να τα μιμείται. Ο Μπροχ θεωρούσε πολυϊστορικό μυθιστόρημα τους Υπνοβάτες – αλλά πολυϊστορικά μυθιστορήματα θεωρούσε και τα έργα του Ζιντ, τον Οδυσσέα του Τζόις και τον Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ. Εμείς θα μπορούσαμε να βάλουμε δίπλα τους και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να είχαμε μεταφράσεις κάποιων ποιημάτων και εξαίσιων δοκιμίων αυτού του συγγραφέα, για τον οποίο ο Τζορτζ Στάινερ είπε: «Ο Μπροχ είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος που παρουσιάστηκε στον χώρο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας μετά τον Τζόις». Πραγματολογικά στοιχεία Από την πρώτη έκδοση των Υπνοβατών έχουν περάσει 35 χρόνια. Η μετάφραση τότε του Κώστα Κουντούρη ήταν εξαιρετική, όπως είναι και η νέα της Σοφίας Αυγερινού. Η τελευταία πρόσθεσε και ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο με τίτλο «Υπερβαίνοντας τα όρια της αφήγησης: Αρμονία και ειρωνεία στους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ». Αναφέρεται με ευσύνοπτο τρόπο στα πραγματολογικά στοιχεία στα οποία παραπέμπουν περιστατικά της αφήγησης και της ζωής του συγγραφέα, που πλην της αυτοεξορίας του στις ΗΠΑ τη σημάδεψε ένα τραγικό γεγονός: η μητέρα του, που είχε αρνηθεί να μεταναστεύσει, εκτοπίστηκε το 1943 στο ναζιστικό στρατόπεδο Τερέζιενσταντ και εκεί δολοφονήθηκε. Ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951), γόνος εύπορης εβραϊκής οικογένειας της Βιέννης, μεταστράφηκε στον καθολικισμό το 1909, πούλησε το 1927 την πατρική υφαντουργία και σπούδασε στην ηλικία των 40 ετών μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία. Συνελήφθη από τους Ναζί μετά το Ανσλους το 1938 και του επετράπη να μεταναστεύσει στη Βρετανία και κατόπιν στις ΗΠΑ έπειτα από διεθνή εκστρατεία στην οποία πρωτοστάτησαν οι Τζέιμς Τζόις και Θόρντον Ουάιλντερ. Υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1950. Η φιλοσοφική διάσταση Αν οι Υπνοβάτες θεωρούνται ακόμη και σήμερα – αν όχι όσο στην εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκαν – πειραματικό μυθιστόρημα, αυτό οφείλεται στο ότι ο Μπροχ εισάγει στην αφήγησή του πλήθος παράλληλων ιστοριών και περιφερειακών χαρακτήρων. Η ιστορία έχει πολλαπλά επίπεδα, τα οποία συγκροτούν την εποχή και τις τεκτονικές αλλαγές που συνέβησαν μέσα σε τρεις δεκαετίες. Στον πυρήνα ωστόσο, από όπου προκύπτει και η φιλοσοφική διάσταση του έργου, αναγνωρίζουμε την άποψη του συγγραφέα πως το μείζον πολιτικά (όπως και ψυχολογικά και οντολογικά) ζήτημα δεν είναι η σχέση ανάμεσα στον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό΄ είναι το ότι αυτή η διαταραγμένη σχέση καταστρέφει όχι μόνο το κοινωνικό, παρά και το ψυχολογικό τοπίο μέσα στο οποίο διαλύεται και το οποιοδήποτε σύστημα ηθικών αξιών.