Μια «σύνθεση-κολάζ ποιημάτων», όπως λέει ο ποιητής στο σημείωμά του, κατά το μοτίβο του Τερατώδους αριστουργήματος του Ρίτσου είναι το Σχεδόν αύριο (εκδ. Καστανιώτη) του Ντίνου Σιώτη: ένα ακατάπαυστο, δίχως μία τελεία κράμα ανάμεσα στην ημερολογιακή καταγραφή και στον θεατρικό μονόλογο, ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και στην ποιητική φαντασία, για τον άνθρωπο μόνο – τον ίδιο τον ποιητή -, για τον άνθρωπο ως κομμάτι ενός λαού – του ελληνικού λαού -, για τον λαό, για τον λαό ως κομμάτι της οικουμένης, για την οικουμένη. Παρά το χαρακτηριστικό ύφος του Σιώτη, με αυτήν την αγαθή σκωπτικότητα που ενισχύει ένας τύπος «ελεύθερης» ομοιοκαταληξίας, κρυμμένης μέσα στις στροφές από λέξη σε λέξη κι όχι στα άκρα τους, το Σχεδόν αύριο μοιάζει με διαδικασία προσγείωσης από τον έβδομο ουρανό του νεο-αστικού προνομίου, του ψευδο-maudit καλλιτεχνικού ανθρωπότυπου, της βαμπιρικής λογιότητας κι όλων των άλλων όψεων της ελληνικής μετανεωτερικής μανίας που, είτε συνειδητή είτε όχι, είτε βλαβερή είτε αβλαβής για τον άνθρωπο και τον άλλο, είναι μια πανώλη που δεν διαβρώνει τον υπαρκτικό ιστό με τίποτε άλλο παρά με την αποκοπή του από την πραγματικότητα.
Με θεατρικό ύφος, είτε πισωγυρίζει στον ρου της ύπαρξής του είτε απαριθμεί τα καθημερινά του, ο ποιητής δείχνει φυλακισμένος και ελεύθερος μέσα σε μια μονότονη συμφιλίωση. Ο,τι λέει για τον εαυτό δεν το λέει αλληγορικά ούτε αναιρετικά: είναι πράγματι γνώστης του παρελθόντος και του παρόντος του, γνώστης των προνομίων του, γνώστης των δυνατοτήτων του. Αν και ξεκινάει το ποίημά του με έναν τρόπο μεγαλειώδη, δεν τοποθετεί τον εαυτό του σε απόσταση, στο μεταφυσικό άβατο του ποιητή-παρατηρητή, παρά τον διατηρεί στην προσιτή, ανθρώπινη θέση του. Με άλλα λόγια, ο ποιητής κατεβαίνει από το γνωστό βάθρο και γίνεται ίσος με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.