Μια μέρα, στην προεφηβεία του ακόμη, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά στο σπίτι ενός θείου του. Κάποια στιγμή αποσπάστηκε από τους μικρούς και, χωρίς να το επιδιώκει, βρέθηκε να ακούει τι έλεγαν μεταξύ τους οι μεγάλοι. Το αντικείμενο της συζήτησής τους; Ο Νίκος Καζαντζάκης, όλως παραδόξως. Διότι δεν επρόκειτο για μια συντροφιά φιλολόγων, ούτε ακριβώς… σεσημασμένων βιβλιόφιλων, αλλά μάλλον συνηθισμένων, περιστασιακών αναγνωστών. «Οι συγγενείς μου, λοιπόν, μιλούσαν για τον Καζαντζάκη με μεγάλο θαυμασμό, όχι τόσο για την καλλιτεχνική του αξία, την οποία άλλωστε δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν συνολικά, όσο για την προσωπικότητά του. Τον θεωρούσαν φαινόμενο. Το Κράτος και η Εκκλησία, όπως ξέρουμε όλοι, τα είχαν βάλει επισήμως μαζί του. Εξέπεμπε κάτι ο Καζαντζάκης, κάτι αιρετικό, αντισυμβατικό και με σημερινούς όρους αντισυστημικό, με αποτέλεσμα να φαντάζει στα μάτια τους ένα είδος κυνηγημένου επαναστάτη, ας πούμε. Αυτό μου είχε κάνει τότε τεράστια εντύπωση. Κατόπιν, τα συστηματικά διαβάσματα των βιβλίων του εδραίωσαν την επιρροή που είχε πάνω μου. Αλλωστε η πραγματικότητα γύρω μου επιβεβαίωνε, τρόπον τινά, τα γραφόμενά του. Κατάφερε σχεδόν να με στοιχειώσει σε εκείνη την ηλικία. Σήμερα σκέφτομαι ότι ο Καζαντζάκης ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο άρχισα να γράφω – αν βέβαια είναι δυνατόν κανείς να ανιχνεύσει επακριβώς μια τέτοια επίδραση και να την ερμηνεύσει ορθολογικά. Πάντως για εμένα, πέρα από το γεγονός ότι σίγουρα με σφράγισε δημιουργικά, η περίπτωση του Καζαντζάκη υπήρξε σημαντική επειδή μου αποκάλυψε και τη σύνδεση της λογοτεχνικής ιδιότητας με ένα εκτόπισμα μέσα στην κοινωνία, πολιτικό υπό την ευρεία έννοια, του οποίου η παρουσία υπερέβαινε την ίδια τη λογοτεχνία» είπε προς «Το Βήμα» ο γνωστός συγγραφέας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος