Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 υπήρξε πολιτικά ευφορική, σε δημοκρατική υπερένταση, μα πολιτισμικά ιδιαιτέρως γκρίζα. Σαν την Αθήνα με τα γκρίζα ταξί, σαν την ασπρόμαυρη κρατική και στρατιωτική τηλεόραση. Η κοινή μεσοαστική pop κουλτούρα των επόμενων δεκαετιών διαμορφωνόταν μόνον υπογείως και αργόσυρτα. Η πρώτη – και πλουραλιστική – της άνθηση ήρθε με την ευμάρεια του ’80. Ηταν και πάλι ατελής. Η ιδεολογική πόλωση, κενή νοήματος αλλά ταυτοτικά αναγκαία, δεν επέτρεπε την ελαφρότητα του κοινού απολαυστικού βίου. Και η συμβολική προσφυγή σε πολιτισμικά στοιχεία μιας λαϊκότητας που στην πράξη είχε απολεσθεί, δεν άφηνε χώρο για επιφανειακές και ελαφριές χαρές. Εκτός από το Πάρτι στη Βουλιαγμένη και το Ευρωμπάσκετ, όλα τα άλλα ήταν βαριά, βαθιά και διαιρετικά. Ενα πολιτισμικό τοπίο χωρισμένο σε μεγάλες συμπαγείς ομάδες που ελάχιστα διαταρασσόταν από την ετεροδοξία των συναθροίσεων στους τόπους της νεανικής υποκουλτούρας. Η δημοφιλής κουλτούρα και το δημοκρατικό πολιτισμικό υπόδειγμα της καταναλωτικής κοινωνίας δεν είχαν εδραιωθεί.
«Μεταχρονολογημένο ζάπινγκ»
Κάτι τέτοιο έγινε όμως στη μετάβαση από τη δεκαετία του ’80 σε εκείνη του ’90 με πρωταγωνιστή τη νεότευκτη ιδιωτική τηλεόραση. Τότε ξεδιπλώθηκε ξαφνικά ένα, όπως αποδείχθηκε, τεράστιο απόθεμα εικόνας, λόγου, χρωμάτων και εν γένει απεικονίσεων σε συνεχή ροή, μέσα από εκείνο το κουτί. Το «χαζοκούτι», όπως περιφρονητικά αποκαλείτο κάθε φορά που η λαϊκή φωνή των γονέων που μάλωναν το τέκνο τους, συντονιζόταν με τη λόγια – και ενίοτε υπεροπτική – κριτική της μαζικής κουλτούρας και του εξαμερικανισμού. Ομως το Κουτί, όπως προσφυώς ονόμασαν και το βιβλίο τους οι επιμελητές του εν λόγου συλλογικού έργου Βασίλης Βαμβακάς και Γρηγόρης Πασχαλίδης, δεν ήταν ένα άδειο Κιβώτιο. Οπως περίτρανα το δείχνουν στο σημαντικό αυτό πόνημα, μέσα στο κουτί – όρος που προσιδιάζει τόσο σε εκείνη την παλιά απαξίωση όσο και στην αδιαφορία των κοινωνικών επιστημών για την ιστορία και το περιεχόμενο κυρίως της ιδιωτικής τηλεόρασης – υπήρξε ένας πλούσιος πολιτισμικός βιότοπος της σύγχρονης δημοκρατίας μας. Των δυναμικών της και των παθολογιών της.
Οπως επισημαίνουν οι επιμελητές, καθηγητές του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, στην αναλυτική τους εισαγωγή, «υπάρχει μια κοινή θεωρητική συνισταμένη ανάμεσα στους μελετητές αυτού του βιβλίου. Πρώτον, η διαπίστωση της ανεπάρκειας των παλιών μοντέλων κατανόησης της ελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας. Δεύτερον, το γεγονός ότι η Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης ως μια κοινωνία δίσημη, από τη μια επιτρεπτική, ηδονιστική, εναλλακτική και από την άλλη παραδοσιακή, συντηρητική και αναχρονιστική μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί αλλά και να κατανοηθεί χωρίς ιδεολογικούς ή αισθητικούς προϊδεασμούς, αν κάνουμε ένα μεταχρονολογημένο «ζάπινγκ» στα τηλεοπτικά βιώματα των τελευταίων τριών δεκαετιών». Από τη μεριά μας μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα πετυχαίνει τους στόχους του.
Πολιτισμικοί οδοδείκτες
Για τον σκοπό αυτόν οι επιμελητές επιστράτευσαν τις γνώσεις, την ερευνητική ικανότητα και τη δημιουργική διάθεση άλλων 26 πανεπιστημιακών όλων των βαθμίδων και γενεών από τον χώρο της μελέτης των ΜΜΕ και του σύγχρονου πολιτισμού και οι οποίοι, με συστηματικό τρόπο, εισχώρησαν στις κρίσιμες περιοχές της υπερτριακονταετούς αυτής ιστορίας. Χωρισμένο σε 6 ενότητες το βιβλίο καταπιάνεται με τη διαδικασία απορρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου, τις θεσμικές διαστάσεις της απελευθέρωσης των ερτζιανών και την έλευση της συνδρομητικής τηλεόρασης. Εμφαση δίνεται ακόμη στην ανάπτυξη και στις διακυμάνσεις της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας, την ώσμωσή της με την ψυχαγωγική λειτουργία αλλά και τη γέννηση μιας νέας πολιτικοποίησης εντός του συγκεκριμένου μέσου. Η νέα ψυχαγωγία που γεννήθηκε εντός της ιδιωτικής τηλεόρασης, με τις τελετές οικείας εξομολόγησης, τον απόκοσμο κόσμο των ριάλιτι, τους μετασχηματισμούς της γυναικείας απεύθυνσης στην εποχή όπου ο συμβατικός ρόλος της υποταγμένης νοικοκυράς έμπαινε στο περιθώριο του κοινωνικού κανόνα, η τηλεοπτική διαχείριση της λογοτεχνικής μυθοπλασίας και ο εγκιβωτισμός των μουσικών ταυτοτήτων στην τηλεοπτική αφήγηση μελετώνται εδώ συστηματικά προσφέροντας στον αναγνώστη μια σημαντική αναδρομική – και κριτική – καταγραφή των οπτικοακουστικών αποτυπωμάτων της οικείας πολιτισμικής αφήγησης της ύστερης Μεταπολίτευσης. Η περίοδος αυτή και οι αντιφάσεις της θριαμβεύουσας τότε μεσαίας τάξης, εξετάζεται παραδειγματικά στην ενότητα του βιβλίου που ασχολείται με τις τηλεοπτικές σειρές και τις αναπαραστάσεις τους. Ο αναστοχασμός του «Ελληνα της μεσαίας τάξης», τα εσωτερικά ρήγματα αλλά και ο κομφορμισμός της ελληνικής οικογένειας, οι ηλικιακές και σεξουαλικές ρευστότητες που, δειλά και ενίοτε υπογείως, εμφανίζονται μέσα στο τηλεοπτικό αφήγημα είναι ορισμένες από τις βασικές πτυχές αυτής της πολιτισμικής παραγωγής που δεν είχε έως τώρα μελετηθεί συνεκτικά. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες που, χωρίς αισθητικές ή άλλες προκαταλήψεις, εισέρχονται σε ορισμένους μείζονες πολιτισμικούς οδοδείκτες των κοινωνικών συναισθημάτων, όπως είναι οι καταγγελτικές δημιουργίες του Φώσκολου, η «εγκληματολογία» του Κοκκινόπουλου ή τα ερωτικά μελοδράματα του Παπακαλιάτη.
Η πολιτισμική ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης όπως παρουσιάζεται στο «Κουτί» είναι κάτι παραπάνω από μια σειρά εικόνων «της σύγχρονης Ελλάδας» όπως μετριοπαθώς αναφέρει ο υπότιτλος του έργου. Στην πραγματικότητα ανατέμνει πλείστες περιοχές της mainstream κουλτούρας όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την τηλεόραση, παράγοντας συμπεριφορικά πρότυπα, σχηματίζοντας τον συναισθηματικό μας ορίζοντα επί πολλές δεκαετίες αλλά και ως καταγραφέα υπαρκτών κοινωνικών ρευμάτων.
Ο κοινός ορίζοντας
Η τηλεοπτική κουλτούρα μετά τη διάσπαση του κρατικού μονοπωλίου και τη μεγάλης κλίμακας χειραγώγηση του μηνύματος, πέρασε σε ένα ιδιωτικό ολιγοπώλιο που και αυτό με τη σειρά του οργάνωσε αφηγητικούς τύπους, οριοθέτησε την πολιτισμική νομιμότητα, διαμόρφωσε πολιτικά συναισθήματα. Μαζί με την εξουσιαστική της διάσταση, εκείνη του πομπού κανονιστικών προτύπων (που δεν υπήρξαν πάντως μονοδιάστατα), η ιδιωτική τηλεόραση λειτούργησε ως συλλέκτης κοινωνικών τάσεων, ενώ η αναδρομή προσφέρει ένα σημαντικό ιστορικό απόθεμα για τη δεύτερη φάση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Οι δύο διαστάσεις αυτές, όπως ανιχνεύονται στο σύνολο του βιβλίου των Πασχαλίδη – Βαμβακά, αποδεικνύονται σημαντικές για τις κοινωνικές επιστήμες γιατί συλλαμβάνουν με ακρίβεια την ιστορική φάση διαμόρφωσης του κοινού ορίζοντα της μεσοστρωματικής μας κουλτούρας. Μιλούν για εκείνο που υπήρξε μια μεγάλη παρένθεση κοινωνικής και συμβολικής σύγκλισης, εκείνη που τοποθετείται μετά τις δεκαετίες της στρατευμένης και διαιρεμένης ζωής και πριν από τη σημερινή διάσπαση του συναισθηματικού ορίζοντα και των ταυτοτήτων σε ειδικές ομάδες, ασύμβατες ζωές, κοινωνικές αποστάσεις και νεο-κοινοτικά στεγανά.
Το βιβλίο αυτό, αποτέλεσμα ενός μεγάλου οιονεί ερευνητικού σχεδίου κατανόησης του καθημερινού βιώματος στη σύγχρονη Ελλάδα, μιλάει για την πραγματικότητα μιας συνεχούς και ενιαίας κουλτούρας που αναπτύχθηκε δίνοντας χώρο στην εξατομικευμένη προτίμηση του καθενός, ή έστω, στην εντύπωσή της. Και αν, έως τώρα, αυτή αποσιωπήθηκε εν πολλοίς από την έρευνα επειδή η τηλεόραση προσλαμβανόταν ως «ψευδής», διαβάζοντας τις μελέτες του βιβλίου αυτού, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αληθινά ήταν τα ψέματα που φτιάχτηκαν, που βιώθηκαν και που κατέρρευσαν μέσα σε αυτό το κουτί. Που δεν ήταν ένα άδειο Κιβώτιο.
O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.