Χάϊνριχ Μπελ
Μπιλιάρδο στις εννιάμισι
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις, 2018, σελ. 456, τιμή 18 ευρώ
Οι σημαντικοί συγγραφείς δεν έχουν ημερομηνία λήξεως. Και σ’ αυτούς ανήκει ασφαλώς ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους της Ευρώπης, ο Χάινριχ Μπελ, που τρία μυθιστορήματά του, οι Απόψεις ενός κλόουν, το Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία και το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι ανήκουν στα σύγχρονα κλασικά μυθιστορήματα που συναρπάζουν τον αναγνώστη κι ενθουσιάζουν τους κριτικούς.
Κανείς εκτός από τον Μπελ και τον Γκίντερ Γκρας δεν ανέδειξε με την ίδια ένταση την αφασία και το μεταπολεμικό αίσθημα ενοχής της γερμανικής κοινωνίας για την αθλιότητα και τη φρίκη του ναζιστικού καθεστώτος και των εγκλημάτων του. Οσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, το έργο αυτών των συγγραφέων – και κατ’ εξοχήν του Μπελ κατά τη γνώμη μου – συνέβαλε αποφασιστικά στον εκδημοκρατισμό μιας χώρας που η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της λάτρεψε, καθώς έλεγε ο Γ.Χ. Οντεν, έναν «ψυχοπαθή Θεό»: τον Χίτλερ. (Παρεμπιπτόντως, οι λέξεις Χίτλερ και ναζί δεν αναφέρονται πουθενά στο μυθιστόρημα.) Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1959, γνώρισε τεράστια επιτυχία, και τα εβδομήντα σχεδόν χρόνια που πέρασαν έκτοτε δεν του αφαίρεσαν τίποτε από τη γοητεία του. Χωρίς να κάνουμε αφελείς συγκρίσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με το βιβλίο αυτό η γερμανική πεζογραφία προχωρούσε ένα βήμα πιο πέρα από εκεί που την είχε αφήσει ο Τόμας Μαν με ένα συγγενές, τρόπον τινά, μυθιστόρημά του, το Μπούντενμπροκς: η παρακμή μιας οικογένειας (1901).
Τρεις εποχές, «τρεις Γερμανίες»
Βρισκόμαστε στις 6 Σεπτεμβρίου 1958 και η όλη αφήγηση εκτυλίσσεται μέσα σ’ αυτή τη μέρα, αλλά η υπόθεση του βιβλίου καλύπτει πάνω από πενήντα χρόνια: από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τα πρώτα χρόνια του Μεταπολέμου. Κατά συνέπεια έχουμε και τρεις εποχές ή τρεις «Γερμανίες»: του Κάιζερ, του Χίτλερ και της μεταπολεμικής (δημοκρατικής) εποχής. Τρεις γενιές μιας οικογένειας αντίστοιχα, των Φέμελ, συγκεντρώνονται έξω από την Κολονία για να γιορτάσουν τα 80χρονα του Χάινριχ Φέμελ, αρχιτέκτονα, που τόσο ο γιος του Ρόμπερτ όσο και ο εγγονός του Γιόζεφ είναι επίσης αρχιτέκτονες.
Ο Χάινριχ είχε κάνει το 1907 τα σχέδια για το Αβαείο του Αγίου Αντωνίου. Ο γιος του Ρόμπερτ ήταν αντιναζιστής, όπως και ο στενός του φίλος Σρέλα. Ο Ρόμπερτ νυμφεύθηκε την αδελφή τού Σρέλα, όμως και οι δύο φίλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να καταφύγουν στην Ολλανδία. Ο Ρόμπερτ κατάφερε να επιστρέψει, αλλά τότε η γυναίκα του πέθανε, η μητέρα του κατέληξε στο φρενοκομείο και εκείνος επιστρατεύθηκε. Τις τελευταίες μέρες του πολέμου έλαβε την εντολή να κατεδαφίσει, ως ειδικός, το αβαείο που είχε σχεδιάσει ο πατέρας του, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Σοβιετικών που προήλαυναν, πράγμα το οποίο κι έκανε, όχι τόσο επειδή είχε πάρει τέτοια διαταγή όσο από πεποίθηση, διότι πίστευε πως οι μοναχοί υπήρξαν συνεργάτες των χιτλερικών.
Στη μεταπολεμική εποχή ο Ρόμπερτ αποφασίζει να τα αφήσει όλα τούτα πίσω του. Κάθε μέρα, από τις εννιάμισι ως τις 11, πηγαίνει και παίζει μπιλιάρδο σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο. Η γραμματέας του έχει εντολή αυτό να μην το λέει σε κανέναν, εκτός από τα στενά μέλη της οικογένειάς του. Κάποια στιγμή όμως εμφανίζεται, σαν φάντασμα από το παρελθόν, ένας παλαιός ναζιστής ονόματι Νέτινγκερ που ζητάει να δει τον Ρόμπερτ για κάτι πολύ σοβαρό και η γραμματέας παραβιάζοντας την αυστηρή εντολή του προϊσταμένου της του λέει πού θα τον βρει. Αυτή είναι η αφορμή να εκτυλιχθεί η ιστορία του παρελθόντος και τα περιστατικά που όρισαν τη ζωή της οικογένειας Φέμελ. Η αφήγηση κινείται όπως περίπου και οι μπάλες του μπιλιάρδου και ο καθένας από τους πρωταγωνιστές τη λέει από τη δική του πλευρά χωρίς αυτό ούτε στιγμή να διασπά την ενότητα και τη συνοχή της αφήγησης.
Τρεις γενιές, τρεις κόσμοι
Οι τρεις αρχιτέκτονες της οικογένειας Φέμελ στο συμβολικό πεδίο αντιπροσωπεύουν τρεις γενιές που τα ιδεώδη της καθεμιάς καταρρακώνονται από την επόμενη. Στο συμβολικό πεδίο αυτό σηματοδοτούν το χτίσιμο και η καταστροφή του αβαείου. Για τούτο και δεν είναι συμπτωματικό που το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι θεωρείται από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα εκείνου που ονομάστηκε μια εποχή λογοτεχνία των ερειπίων.
Ο εγγονός του Φέμελ αποφασίζει τελικά να μην ξαναχτίσει το αβαείο, που σημαίνει πως με την απόφασή του εκείνος τουλάχιστον αποκόπτεται οριστικά από το παρελθόν. Οχι γιατί το παρελθόν θα πρέπει να ξεχαστεί αλλά γιατί δεν θα πρέπει να ορίζει το μέλλον και τη ζωή των ανθρώπων. Αντιμετωπίζοντάς το κανείς είναι ευκολότερο να μην επαναλάβει τα ολέθρια σφάλματα μιας ανάξιας εποχής, στα δίχτυα της οποίας είχαν παγιδευθεί αθώοι κι ένοχοι.
Τρεις γενιές, τρεις κόσμοι, αλλά ενταγμένοι σε έναν. Στο τέλος, παππούς, γιος κι εγγονός μοιράζονται το κέικ για τα ογδοντάχρονα του Χάινριχ Φέμελ. Η ζωή είναι μία και η συμφιλίωση ανήκει στα σημαντικότερα νοήματά της.
Το τέλος δεν πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μεταπολεμική Γερμανία είναι χώρα που έχει απαλλαγεί από τα βαριά της αμαρτήματα. Οσο κι αν το στοιχείο της εξομολόγησης εμπεριέχεται σε αρκετά σημεία της αφήγησης – και για έναν συγγραφέα σαν τον Μπελ έχει κοινωνική και πολιτική σημασία -, δεν είναι η ομολογία που οδηγεί στην ακύρωση των συλλογικών αμαρτιών, που έχουν ασφαλώς προσωπικό κόστος, αλλά η καθαρή ματιά στα όσα συνέβησαν – και που για κανέναν λόγο δεν θα πρέπει να επαναληφθούν. Η ανάκλησή τους οδηγεί στην αυτογνωσία. Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης διαπιστώνει πως οι πρωταγωνιστές του δεν είναι μεν σοφότεροι, είναι όμως διαφορετικοί. Και ασφαλώς καλύτεροι από εκείνο που υπήρξαν. Ωστόσο αυτό το πέρασμα σε μιαν άλλη εποχή αφήνει μια πικρή γεύση. Ολα όσα γνώρισαν οι κεντρικοί χαρακτήρες του Μπελ θα ήταν καλύτερο να μην είχαν συμβεί. Και για εκείνους και για εμάς.
Γράφοντας για τη Γερμανία που υπήρξε ο Χάινριχ Μπελ υποδεικνύει και την άλλη Γερμανία: την ηττημένη, όχι μόνο στο μέτωπο των μαχών αλλά και στο εσωτερικό: της κοινωνίας. Και τούτο έχει τεράστια σημασία και σήμερα: τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.