Σε ανθρώπινο επίπεδο, είχαμε μια εγκάρδια σχέση με την Κική Δημουλά. Ο θάνατός της μου έφερε αναμνήσεις από συναντήσεις, κουβέντες και φωτογραφίες που έτυχε να βγάλουμε μαζί. Να επισημάνω, πρώτον, ότι όποιος διαβάζει στίχους της Δημουλά, χωρίς να παρατίθεται το όνομά της, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι δικοί της. Αυτό συμβαίνει μόνο με τους χαρισματικούς ποιητές, είναι το αναγνωρίσιμο ύφος, κάτι που εκείνη είχε κατακτήσει. Νομίζω ότι η έκφρασή της λειτουργεί με έναν διπλό τρόπο. Ξεκινάει από ουσιαστικά που εκφράζουν ιδέες ή γενικές καταστάσεις, κι αυτά τα συγκεκριμενοποιεί σε αντικείμενα και πράξεις καθημερινές του καθενός μας. Μπορεί όμως να ακολουθήσει και την αντίστροφη πορεία, να ξεκινάει από γεγονότα και περιστατικά πραγματικά κι αυτά να τα θεωρητικοποιεί, να τους αποδίδει υπόσταση εννοιών. Κοντολογίς, στην ποίηση της Δημουλά το συγκεκριμένο και το αφηρημένο καταλήγουν σε μια σύνθεση απολύτως χαρακτηριστική.
Επιπλέον η Δημουλά μετασχηματίζει το βίωμα μέσα στους στίχους, γι’ αυτό είναι σημαντική, επειδή μιλάει ουσιαστικά και μας εμπλέκει όλους, χωρίς ωστόσο να χάνει η ποίησή της, όπως είναι φυσικό, την ιδιαίτερη γυναικεία ευαισθησία της. Θα ήθελα να υπογραμμίσω και κάτι άλλο, ότι μολονότι η ποίησή της έχει να κάνει με εσωτερικές συναισθηματικές καταστάσεις, δεν είναι αμέτοχη των όσων συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, έχει τέτοιες αναφορές το ίδιο το λεξιλόγιό της, φέρ’ ειπείν, εκείνο το «μικρό επίδομα αντοχής» που διαβάζουμε σε έναν στίχο της. Το μεγάλο προσόν της Δημουλά, κατ’ εμέ, είναι ότι υπήρξε αγαπητή έχοντας όμως να επιδείξει και έργο. Το ότι κατάφερε να μπει σε τόσα σπίτια είναι μεγάλη υπόθεση, τόσο της ιδίας όσο και της ποίησης, η οποία θεωρείται από πολλούς κάτι δυσπρόσιτο. Χάρη και στη Δημουλά η ποίηση άγγιξε τον πολύ κόσμο. Σκέφτομαι τώρα και τη σχέση της με το τσιγάρο που δεν κατάφερε να κόψει. Θυμάμαι που είχαμε ταξιδέψει μαζί στην Ιταλία, στο πλαίσιο μιας λογοτεχνικής περιοδείας. Εγώ τότε, αρχές της δεκαετίας του 1990, το είχα κόψει πια αλλά εκείνη κάπνιζε συνέχεια. Iσως και να το είχε συνδυάσει στο μυαλό της με την έμπνευση, ποιος ξέρει. «Κόψ’ το, βρε Κική, τριάμισι πακέτα έκανα και εν τέλει το έκοψα!» της είπα. «Τίτο, κι εγώ στα τριάμισι έχω φτάσει, αλλά δεν το κόβω, γιατί μου κάνει καλό στην υγεία» απάντησε εκείνη γελώντας. Τούτες τις μέρες ξαναδιάβασα στίχους της και σε πολλούς στάθηκα. Oμως σας μεταφέρω μονάχα μερικούς από τις «Απαγορευμένες ουσίες» στη συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», όπου, μεταξύ άλλων, λέει: «[…] η πορτοκαλάδα σου καθότανε/ μακριά από τον καφέ μου/ και ολωσδιόλου ασύνδετα/ είπες εσύ χαμηλόφωνα/ η αγάπη πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.