Οι Επικράτειες φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα κείμενο-χοάνη ικανό να μεταφέρει στους αποδέκτες του μια υπερπληθώρα δεδομένων και πρώτα απ’ όλα τη συλλειτουργία διηγήματος, νουβέλας και μυθιστορήματος.
Τα ξεχωριστά μέρη τείνουν εδώ προς το διήγημα ή τη νουβέλα με τις περιορισμένες χρονικά διαστάσεις τους ενώ το σύνολο επαυξάνει με τη σύνθεση των μερών τον χρόνο, πλησιάζοντας το μυθιστόρημα. Οι Επικράτειες, όμως, φιλοδοξούν και πολλά άλλα: να στήσουν ένα βιβλίο (το βιβλίο του μυθιστορηματικού συγγραφέα Ελίας Μέτσγκερ) μέσα σε ένα άλλο βιβλίο (το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη με έναν αφηγητή ο οποίος δίνει σε άπειρες υποσημειώσεις οδηγίες για την ανάγνωσή του) ή να ενσωματώσουν στην αφήγηση έναν αναπτυγμένο δοκιμιακό λόγο, που συνδυασμένος με ζωηρούς ρεαλιστικούς διαλόγους συνδέει την ασθένεια με τη λογοτεχνία, τη λογοτεχνία με τον ψευδαισθητικό εαυτό της και τον εαυτό με τους άλλους εαυτούς και με τον κόσμο.
Οι Επικράτειες θα φροντίσουν επίσης να συνομιλήσουν με ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά κείμενα τρίτων και να ανοίξουν κατά τόπους κανάλι επικοινωνίας με τη λογοτεχνία του φανταστικού και της μυστηριώδους περιπέτειας.
Πέφτοντας άρρωστοι στο κρεβάτι, βλέποντας τα προσφιλή τους πρόσωπα να χάνουν τη ζωή τους σε δυστυχήματα, γράφοντας ξανά και ξανά βιβλία, και προσπαθώντας να ταξιδέψουν με αεροπλάνα που παραμένουν κολλημένα στο έδαφος, με πλοία που είναι αμφίβολο αν φτάνουν στον ούτως ή άλλως θολό προορισμό τους και με τρένα που εξαφανίζονται στη δίνη της κίνησης και του χρόνου, οι ήρωες των Επικρατειών θα φέρουν και θα εξαπλώσουν σε μια εξαιρετικά εκτεταμένη επιφάνεια μια δέσμη ιδεών οι οποίες τροφοδοτούν ακατάπαυστα τον νου του Βλαχογιάννη: τη ζωή της συνείδησης εντός του σώματος, την ικανότητα να ξεπεραστεί η σωματική αδυναμία μέσω της ψυχικής, της αισθητικής και της ηθικής εξύψωσης που προσφέρει η λογοτεχνία, καθώς και του πληθυντικού γένους στο οποίο ανήκει η τέχνη της γραφής.
Η λογοτεχνία δεν προορίζεται για το συρτάρι, αλλά για συνεχή μεταβίβαση. Κι αν το σύμπαν της δεν μοιάζει αληθινό, αυτή είναι η φύση της λογοτεχνίας, που θα επιμεριστεί σε πολλαπλές περιοχές και επικράτειες για να καταλήξει σε μία. Σκέφτομαι τι κάνει ο Σαρτρ στη Ναυτία: αηδιάζει απέναντι στη θολούρα και στην αδιαφάνεια του τίποτε. Το άλγος του τίποτε ζητάει να θεραπεύσει και ο Βλαχογιάννης με τη λογοτεχνία, είτε σε πληθυντικό είτε σε ενικό αριθμό.
Πετυχαίνουν οι Επικράτειες όσα φιλοδοξούν; Μοντέρνα, διακειμενική ή μεταμοντέρνα, η πρόθεση του Βλαχογιάννη είναι, τουλάχιστον για το δικό μου μέτρο, πολύ ολιστική ή μάλλον διακατέχεται από την επιμονή των απαρχών του μεταμοντερνισμού να επιδείξουν το εύρος των δυνατοτήτων τους. Σε επίπεδο αποτελέσματος, ο δοκιμιακός λόγος του βιβλίου είναι ασκόπως παραφουσκωμένος και επαναλαμβανόμενος ενώ η φιλοσοφία του περί λογοτεχνίας μοιάζει κάπως εξιδανικευτική και αόριστη. Εκτιμώ περισσότερο τα στοιχεία δράσης των επιμέρους ιστοριών και τα λογοτεχνικά είδη που ανακαλούν, όπως τα υπέδειξα προεισαγωγικά. Κυρίως επειδή ανακαλούνται όχι τόσο με ειρωνικό όσο με σκιώδη τρόπο.