«Τον 21ο αιώνα η Τυνησία θα αποτελεί φάρο για τις επιδιώξεις των Αράβων» είναι η ακροτελεύτια πρόταση του αμερικανού καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Γιουτζίν Ρόγκαν στο βιβλίο του Οι Αραβες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο 59χρονος ιστορικός ανοίγει το κείμενό του με έναν ολόκληρο κόσμο που στις αρχές του 16ου αιώνα υπάγεται στην εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το κλείνει στις αρχές του 21ου με μία μόνο μικρή γωνία του η οποία την επαύριον της «Αραβικής Ανοιξης» ενσαρκώνει την ελπίδα ενός πολιτικού μετασχηματισμού. Κατά μία έννοια η συρρίκνωση της εστίασης αντανακλά την υποχώρηση της επιρροής των Αράβων στη νεωτερικότητα από μεσαιωνική αυτοκρατορική δύναμη σε «κοινότητα εθνών». Καθρεφτίζει ωστόσο και την αίσθηση του συγγραφέα ότι οι πρόσφατες εξεγέρσεις, αν και «τραγικό διάλειμμα» στη «χειρότερη περίοδο της αραβικής ιστορίας», εκείνη που ακολούθησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτελούν ως έναν βαθμό και εφαλτήριο μελλοντικής μετεξέλιξης, συνέχειας μιας πολυκύμαντης περιόδου.
Παρ’ όλο τον τίτλο τους, οι Αραβες δεν περιορίζονται σε αυστηρές γεωγραφικές ή εθνογραφικές συμβάσεις. Η οπτική του Ρόγκαν ανοίγει και στην πραγματικότητα συντάσσει μια περιεκτική ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής: η αφήγηση περνά από τα χρόνια της οθωμανικής εξουσίας και την αργή διείσδυση της νεωτερικής εθνικής ιδεολογίας στον αραβικό χώρο στον ενστερνισμό των δυτικών στρατιωτικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων από τον Μοχάμεντ Αλι της Αιγύπτου και την αποικιοποίηση τμημάτων της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής από τη Γαλλική και τη Βρετανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα. Η λεπτομερής εξιστόρηση των συμβάντων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλιστα είναι εκείνη που αποβαίνει ιδιαίτερα διαφωτιστική για τον αναγνώστη, μια και προσθέτει σημαντικές ψηφίδες γνώσεων για την κατανόηση του σύγχρονου σκηνικού.
Για παράδειγμα, ενώ η παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μορφή Εντολών μετά τον Μεγάλο Πόλεμο είναι οικεία στο περιθώριο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παραμένει άγνωστη η αντίδραση που προκάλεσε. Στη δεκαετία του 1920 η διάδοση του εθνικισμού στη Συρία αποκτούσε ήδη θρησκευτικό βραχίονα: «ο [στρατιωτικός] Φάουζι αλ Καούκζι […], ένας από τους πρώτους που αντιλήφθηκε την πολιτική δύναμη του ισλάμ να κινητοποιεί εναντίον της ξένης εξουσίας, […] είχε δημιουργήσει ένα πολιτικό κόμμα με καθαρά θρησκευτικό προσανατολισμό, το οποίο ονόμασε Χεζμπολά (Κόμμα του Θεού)». Μια μεγάλη εθνικιστική εξέγερση κατεστάλη το 1925-1926, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, στα τέλη Μαΐου 1945, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο γαλλικός στρατός βομβάρδισε το συριακό κυβερνητικό μέγαρο στη Δαμασκό όταν η τυπικά ανεξάρτητη κυβέρνηση επέμενε να πιέζει για πλήρη ανεξαρτησία ενάντια στην απαίτηση της Γαλλίας να προηγηθεί η διασφάλιση των συμφερόντων της. Εξίσου διεισδυτική είναι και η κάλυψη του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1948 – και μάλιστα της πρώτης καίριας φάσης του, όταν οι τοπικές εβραϊκές παραστρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν σημαντικό μέρος της μετέπειτα επικράτειας του Ισραήλ εκμεταλλευόμενες τον διχασμό των αραβικών κρατών και την απροθυμία τους να παρέμβουν επισήμως: «Αντί να συντονίσουν τη δράση τους και να χρησιμοποιήσουν τον εθνικό στρατό τους, τα γειτονικά αραβικά κράτη προτίμησαν να προσφύγουν σε δυνάμεις ατάκτων, αποτελούμενες από εθελοντές άραβες εθνικιστές και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να σώσουν την αραβική Παλαιστίνη». Παρόμοιες παρατηρήσεις αποδεικνύονται εξαιρετικά κατατοπιστικές τόσο για την κατανόηση της σημερινής εικόνας της Δύσης στην αραβική συλλογική μνήμη όσο και για το μακρό υπόβαθρο της συνύπαρξης κοσμικού και θρησκευτικού πολιτικού στοιχείου στις αραβικές κοινωνίες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.