«Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται / αόρατο το χέρι που ξηλώνει / και τρέμω μην κοπεί το νήμα»
Τεκμήρια αυθεντικότητας
Την ποίησή του διατρέχει ένα βαθύ, λεπτά στοχαστικό, αίσθημα εσωτερικής εξορίας
Του Νάσου Βαγενά
Το να αποφαινόταν κανείς ότι ο Μιχάλης Γκανάς ήταν «ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70» θα αποτελούσε ένα από τα ευτελέστερα κλισέ που κυκλοφορούν στους λογοτεχνικούς μας κύκλους. Διότι ο Γκανάς είναι ένας αυθεντικός και σπουδαίος ποιητής ανεξαρτήτως γενεών. Ως ένα από τα τεκμήρια της ποιητικής αυθεντικότητάς του θα ανέφερα το γεγονός ότι από την πρώτη κιόλας ποιητική του συλλογή, τον Ακάθιστο Δείπνο (1978), έδειξε προς τα πού θα τραβούσε η ποίησή του. Η φωνή του ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένη, πράγμα σπάνιο για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή. Ο Γκανάς δεν ψαχνόταν. Ηταν απαλλαγμένος από αναζητήσεις των συρμών, ευρωπαϊκών ή αμερικανικών, με τους οποίους ερωτοτροπούσαν οι νέοι ποιητές της εποχής. Εδειχνε από την αρχή ότι συνομιλούσε μόνο με ντόπιες, γηγενείς ποιητικές φωνές: με τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, με την ηπειρώτικη λαλιά του Κώστα Κρυστάλλη – και, βέβαια, με τη δημοτική ποίηση του τόπου του, με την οποία ήταν ζυμωμένος από τα παιδικά του χρόνια.
Αυτό το γηγενές, το αυτόχθονο, της ποιητικής φωνής του οφείλεται, πιστεύω, σε ένα – στην περίπτωσή του – προτέρημα, που θεωρείται εξ ορισμού μειονέκτημα για έναν ποιητή: στο ότι ο Γκανάς δεν ήταν γλωσσομαθής. Συμβαίνει με τον Γκανά κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στην πεζογραφία μας με τον Γιώργο Ιωάννου. Ο Ιωάννου δεν γνώριζε ξένες γλώσσες, και ως εκ τούτου προστάτευσε το βαθύ γλωσσικό του αισθητήριο από διακειμενικές διαπλοκές με αλλότροπες φωνές. Γνωρίζοντας, ως φιλόλογος, γερά ελληνικά, ήξερε πώς να αντλεί από τη μακρά διαχρονία τους το κατάλληλο υλικό για τη ρωμαλέα γραφή του.
Αισθάνεται κανείς ότι με ανάλογη, ενδιάθετη, φορά ο Γκανάς αξιοποιεί τον πλούτο της δικής του γλωσσικής υφαντικής, της ηπειρώτικης, με εκφραστικούς τρόπους που δίνουν στους στίχους του ένα ιδιαίτερο σθένος διαποτισμένο από τρυφερότητα. Αλλά συγχρόνως ο Γκανάς είναι και ποιητής της μεγαλούπολης, της Αθήνας· ποιητής ενός βιώματος που, παρότι δυσφορικό, αναδύεται συγχωνευμένο με εκείνο της τοπικής του πατρίδας, παράγοντας ένα ισχυρό αίσθημα ιθαγένειας από το οποίο απορρέει η ποιητική αρετή του, φτάνοντας με τα Μαύρα λιθάρια (1980) και τα Γυάλινα Γιάννενα (1989) σε αληθινά επιτεύγματα της ποιητικής τέχνης.
Ανέφερα το αίσθημα της τρυφερότητας που νιώθει κανείς να αναδύεται από τους στίχους του Γκανά. Το βλέπουμε αυτό και σε εκείνα τα ποιήματά του που θα τα αποκαλούσε κανείς «οικογενειακά»· που αναφέρονται στον πατέρα, στη μητέρα, στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Ο Γκανάς έχει γράψει ποιήματα για τη γυναίκα του – αναφέρω ιδιαίτερα το «Προσωπικό» – που είναι από τα αισθαντικότερα ερωτικά ποιήματά μας. Την ίδια τρυφερότητα δείχνει και για το χώμα της γενέτειράς του και για τα βιώματα των παιδικών του χρόνων (δεν είναι, πιστεύω, χωρίς σημασία ότι έχει διασκευάσει την Οδύσσεια και την Ιλιάδα για τα παιδιά μιας ορισμένης ηλικίας).
Ανάλογα αισθάνεται κανείς και για τα πεζογραφήματά του, για το αυτοβιογραφικό Μητριά πατρίδα (1981) και το Γυναικών: Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες (2010), κείμενα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ποιητικού του έργου. Θα έλεγα ότι την ποίηση του Γκανά διατρέχει ένα βαθύ – και γι’ αυτό λεπτά στοχαστικό – αίσθημα εσωτερικής εξορίας. Αν με ρωτούσαν ποιον από τους στίχους του θεωρώ ως τον πιο εμβληματικό του, θα ανέφερα την τελευταία φράση ενός πεζόμορφου ποιήματός του από τη συλλογή του Παραλογή (1993), το οποίο τελειώνει με τον δεκαπεντασύλλαβο:
Είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έργο είναι εκείνο που μένει
Ο δεσμός του με το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν μόνο καταγωγικός , αλλά βαθύτατα βιωματικός
Του Αναστάση Βιστωνίτη
Ο Μιχάλης Γκανάς μάς άφησε πριν από μερικές μέρες με το πικρό αίσθημα ότι χάσαμε έναν πολύ σημαντικό ποιητή, έναν γνήσιο, αληθινό και με βαθύ αίσθημα δημιουργό. Ο θάνατός του συνιστά μεγάλη απώλεια: για τους αναγνώστες, για τη γενιά μας και για την ελληνική ποίηση. (Το επίθετο αληθινός αποτελούσε – και αποτελεί ακόμη, πιστεύω – ύψιστο έπαινο.) Σε τέτοιες ώρες όμως κοινοτοπίες σαν τις παραπάνω μοιάζουν σχεδόν αναπόφευκτες.
Η ποίηση του Γκανά παρουσιάζεται από την αρχή ως το τέλος. Η τεχνική του άψογη, η αμεσότητά του αδιαμφισβήτητη, όπως και ο τόνος φωνής, αυτός που κάνει τον πραγματικό ποιητή να ξεχωρίζει. Ο δεσμός του με το δημοτικό τραγούδι δεν είναι απλώς καταγωγικός αλλά βαθύτατα βιωματικός – κυρίως όσον αφορά τη δραματική και την τραγική του πλευρά. Και για να μείνω στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο πώς «μεταμορφώνει» με υπαρξιακό και μεταφυσικό πάθος το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Μεταφυσικό και με άψογη τεχνική, γιατί, όπως έλεγε ο Σαρτρ, «κάθε τεχνική οδηγεί σε μια μεταφυσική».
Ο ποιητής εδώ παίρνει τη θέση του Κωσταντή του δημοτικού τραγουδιού και του πέφτουν κι εκείνου «τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι». Και από κοντά η μάνα, που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της ποίησής του. Είναι η γενετική δύναμη, η πατρίδα και η γυναίκα, αυτή που σηκώνει το βάρος της ζωής, η απόλυτη έκφραση της αγάπης και εκείνη που αντέχει το πένθος και τον θάνατο.
Η μάνα είναι μούσα του Γκανά, τραγική κι αγαπημένη. «Μάγισσα θα ‘τανε, όμως μια καλή μάγισσα, αφού ήτανε μάνα του», λέει στον Υπνο του καπνιστή. Ή όπως γράφει θαυμάσια στον Αψινθο: «Σκοτεινή μητέρα/χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά». Είναι αυτή που γίνεται «σύζυγος, μητέρα,/ πρώτη εξαδέλφη όλων των απελπισμένων», καθώς λέει στο «Δίπτυχο» της συλλογής Γυάλινα Γιάννενα.
Στην πρώτη συλλογή του Ακάθιστος δείπνος κυριαρχούν σκηνές του αστικού τοπίου, δηλαδή της μεγαλούπολης, της Αθήνας. Ομως μολονότι παρόμοιες σκηνές δεν λείπουν και από τα βιβλία που ακολούθησαν, είναι λιγότερες. Η μεγαλούπολη παρουσιάζεται όχι αντιφατική αλλά αλλότρια και ξένη. Την εμβολίζουν εν τούτοις τα τοπία από το παρελθόν – άρρηκτα δεμένα με τις αναμνήσεις του, οι άλλοτε ευθείες και άλλοτε έμμεσες αναφορές και επικλήσεις σε γνωστούς και φίλους, κυρίως στους απόντες, τους «κεκοιμημένους». Δεν είναι τα νεκροταφεία ο τόπος των νεκρών αλλά η μνήμη, που τους ανεβάζει από τον Κάτω στον Πάνω Κόσμο. Και βέβαια η αγάπη, λέξη κομβική στην ποίηση του Γκανά, που επαναλαμβάνεται συχνά στον στίχο «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη».
Τα ποιήματα του Γκανά αναπνέουν όπως στο δημοτικό τραγούδι. Είτε γράφει σε παραδοσιακό μέτρο είτε σε ελεύθερο στίχο κυριαρχεί ο ιαμβικός ρυθμός και οι ομοιοκαταληξίες του είναι πρωτότυπες μεν αλλά πολύ φυσικές. Πουθενά δεν «βιάζει» τη γλώσσα.
Τα πεζογραφήματά του, μολονότι αυτόνομα, λειτουργούν ταυτοχρόνως και ως συμπληρώματα της ποίησής του, ως μέρος της ποιητικής του ενδοχώρας καθιστώντας το έργο του ενιαίο και συμπαγές. Μητριά πατρίδα τιτλοφορεί το εμβληματικότερο πεζογράφημα που εξέδωσε.
Πραγματική του πατρίδα όμως ήταν η ποίηση, που την υπηρέτησε με συνέπεια, με σεμνότητα και πάθος. Κάθε αποχαιρετισμός είναι πικρός, όμως το έργο, σαν αυτό που μας έδωσε ο Γκανάς, είναι εκείνο που μένει.